Στα μέχρι στιγμής απόνερα της ψήφισης του νόμου για τον ομόφυλο γάμο καταλέγεται η απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος να αλλάξει, ως έμμεση έκφραση δυσαρέσκειας, τον τόπο και τον τρόπο εορτασμού της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Ενα ακόμα επεισόδιο στην πολυτάραχη σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας είναι σε εξέλιξη, με την αμοιβαία καχυποψία να αποτελεί το πλέον ευδιάκριτο αποτύπωμά της…
Είναι γεγονός ότι η σχέση ξεκίνησε μάλλον ανορθόδοξα ήδη από τη δημιουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ηταν τότε που η βαυαρική αντιβασιλεία εισήγαγε το, προτεσταντικής έμπνευσης, μόρφωμα της κρατικής Εκκλησίας, το οποίο ήταν ασφαλώς αταίριαστο με τις ανάγκες και τις προοπτικές του τόπου.
Την περίοδο αυτή εντοπίζονται και οι πρώτες πολυειδείς επεμβάσεις του ελληνικού Βασιλείου στη διοίκηση και στην περιουσία των μονών, που σταδιακώς μετέτρεψαν την Εκκλησία «από τροφό του Γένους σε τρόφιμο του Κράτους». Η πατερναλιστική αυτή αντίληψη, η οποία αντιμετώπιζε την Εκκλησία ως «κτήμα της Διοικήσεως», εξακολούθησε να διαπνέει τη στάση της Πολιτείας και μεταγενέστερα, παρά το γεγονός ότι ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος της 29ης Ιουνίου 1850, που αποτελεί τη γενέθλια πράξη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ρητώς διαγορεύει ότι η τελευταία θα διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».
Αυτή η στενή διαπλοκή των σχέσεων, η οποία τυποποιείται στον κακόηχο τίτλο «νόμω κρατούσα πολιτεία», που χαρακτηρίζει, κατά την κρατούσα άποψη, το πλαίσιό τους, μεταφέρει αναπόφευκτα στον χώρο της Εκκλησίας και τις έριδες από πολιτειακές εκτροπές, τις δικτατορίες και τα κινήματα. Ο Εθνικός Διχασμός με τον αναθεματισμό του Ελευθέριου Βενιζέλου και η επτάχρονη δικτατορία με τις ποικίλες συνεπαγωγές και συνάφειές της αποτελούν μέρος μόνο αυτής της περιπτωσιολογίας.
Ωστόσο, οι συγκρούσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, κάποιες φορές ηπιότερες και άλλοτε μετωπικές, δεν έλειψαν ούτε με την αποκατάσταση της κανονικότητας που σηματοδότησε η έναρξη της Μεταπολίτευσης το 1974, τα πενηντάχρονα της οποίας συμπληρώνονται εφέτος και συνιστούν μια ευκαιρία για αυτοκριτικό αναστοχασμό. Αν και η άνοδος του ΠαΣοΚ στην εξουσία τον Οκτώβριο 1981 δεν μετέβαλε, παρά τις προσδοκίες, το πλαίσιο, είναι αλήθεια ότι η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου τελικώς με τον θρησκευτικό στο πλαίσιο μιας «win-win» συμφωνίας της Πολιτείας με την Εκκλησία και η αποποινικοποίηση της μοιχείας ταυτοποίησαν την πρώτη μεταπολιτευτικά σοβαρή κρίση στις σχέσεις τους.
Μία πενταετία αργότερα το σκηνικό της έντασης επαναλαμβάνεται. Ο Αντώνης Τρίτσης επιχειρεί το 1987, ως υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τον Ν. 1700 να διευθετήσει το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας. Συνδυάζει όμως, ατυχώς, τη ρύθμιση αυτή με την εισαγωγή του αιρετού λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας, και μάλιστα ερήμην της… Η εξέλιξη αυτή προκαλεί την οργισμένη αντίδρασή της, η οποία κορυφώνεται με την αποχή της από τις εορταστικές εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου και τη διοργάνωση την 1η Απριλίου ενός ογκώδους συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος.
Ο συμβιβασμός Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου εκτονώνει μεν την κρίση, προκαλεί δε την παραίτηση του Τρίτση… Τριάντα περίπου χρόνια μετά, ο κυβερνητικός ανασχηματισμός της 4 Νοεμβρίου 2016 βρίσκει τον τότε υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη χωρίς χαρτοφυλάκιο. Αιτία; Η μετωπική σύγκρουσή του με την Εκκλησία για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών (και όχι μόνο!). Οι αναλογικές ομοιότητες είναι, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, προφανείς…
Είχε προηγηθεί, βεβαίως, στην απαρχή της δεύτερης χιλιετίας η εμβληματική σύγκρουση για τη διαγραφή του θρησκεύματος από τα δελτία αστυνομικής ταυτότητας με αιφνιδιαστική απόφαση της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, η οποία άφησε το αποτύπωμά της στην εκλογική αναμέτρηση που ακολούθησε το 2004.
Αυτό το, κατ’ ανάγκη ελλειπτικό, απάνθισμα των συγκρουσιακών στιγμών στη σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας ίσως προκαλεί το ερώτημα: Αφού δεν μπορούν να τα βρουν, γιατί δεν επιλέγουν να χωρίσουν; Την απάντηση τη δίνει ο διανοούμενος Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος σημείωνε το 1961: «Αυτή η θαλπωρή, αυτά τα ζεστά πνευματικά κύματα που μεταδίδονται ακατάπαυστα σ’ όλην την Ελλάδα, από τους ορθόδοξους ναούς κι από τις βυζαντινές τους ακολουθίες, αποτελούν στοιχείο συστατικό, εκ των ων ουκ άνευ, της ελληνικής ζωής. Για τούτο και δεν μπορεί να νοηθεί στην Ελλάδα χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας […]».
Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.