Στρογγυλή η μπάλα, με το πληρέστερο γεωμετρικό σχήμα, κάνει γκελ, πάει από δω κι από κει, τρέχει και δεν τη φτάνουν, όπου τη βάλεις ισορροπεί και περιμένει, αισθάνεται άνετα στο γήπεδο, αλλά και σ’ ένα πλακάκι, σαν κι αυτό που πάνω του λικνίζονται οι χορευτές στη Νότια Αμερική για να την αγκαλιάσουν με τα πόδια τους, είναι συγχρόνως μαζί σου η μπάλα και εναντίον σου, η μπάλα-ήλιος, που τη βλέπουμε σε τοιχογραφία στο Τεπαντίλα στο Μεξικό να φτάνει την αυγή, αφού πρώτα έχει περάσει την επικράτεια του θανάτου και να ανατέλλει μες στο αίμα των θυσιών – ήλιος: εμπρηστής μέγας νοσταλγίας, εξολκέας ονείρων ιδανικός. Γιατί για να γυρίσει σε μέρα η νύχτα, ο κόσμος να γυρίσει, πρέπει η μπάλα να γυρίσει, στρογγυλή η μπάλα σαν τον κόσμο, τη χάνουμε πάει να πει χάνουμε κι αυτόν.
Οταν, λοιπόν, το ματς τελειώνει, μελαγχολούμε – η έλλειψη χαράς και θλίψης, άμβωνας μελαγχολίας. Γιατί το ποδόσφαιρο, στοιχείο καθοριστικό για τη διαμόρφωση συλλογικών ταυτοτήτων και την κατανόησή τους, μας βοηθά να πιστέψουμε σε έναν κάποιον ιδανικό κόσμο, αμερόληπτο, όπου όλα μπορούν να συμβούν, όλοι έχουν δικαίωμα σε ένα καλύτερο μέλλον, σε έναν κόσμο που διέπεται από κανόνες, σε έναν κόσμο εύτακτο, σε έναν κόσμο «μαγικό», στον οποίο μπορούμε να πιστέψουμε.
Χρειαζόμαστε να πιστέψουμε σε έναν κόσμο – σκέπη στοργική, να κρύψει το πρόσωπό μας, μια φυγή, να μας στεγάσει. Με τον τρόπο του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου: «[…] όλα γυρίζουν / εκεί που δεν άρχισαν ποτέ, μες στην αγάπη // Κάποτε το φαντάζομαι το γήπεδο στο Κιέρι// Είναι ένα γήπεδο που βρέχεται και με στεγάζει». Γι’ αυτό τα πλήθη συρρέουν στα στάδια, γι’ αυτό κι εμείς παίζουμε, γιατί είναι ένας τρόπος να υπάρχουμε.
Κι όταν τα στάδια αδειάζουν, όταν οι φωνές στις αλάνες σβήνουν, έχουμε πράγματα να θυμηθούμε και να διηγηθούμε. Τα γήπεδα, άδεια, έχουν να αφηγηθούν, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο γεμάτο από ένα άδειο γήπεδο, και τίποτα περισσότερο θορυβώδες από κερκίδες δίχως θεατές. Γιατί οι άδειες κερκίδες είναι ασφυκτικά γεμάτες με τα πρωτόκολλα των δικών μας συγκινήσεων. Εχουν μνήμη τα γήπεδα, μνήματα και σήματα είναι τα γήπεδα, κομμάτια ενός εαυτού που αλλάζει συνεχώς.
«Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει – τώρα έπαιζε την παράταση» σημείωσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, οπαδός του ΠΑΟΚ και του Απόλλωνα Αθηνών, στη συλλογή του ΥΓ. Ματς και παράταση: το ποδόσφαιρο και η ζωή. Κανείς, εντέλει, δεν έχει νικήσει στη ζωή, η λήξη του ματς αναδεικνύει Εκείνον ως νικητή. Παίζουμε εκ προοιμίου νικημένοι, την παράταση. Της ζωής – όχι του παιχνιδιού! –, στα «άδεια γήπεδα».
«Το άδειο γήπεδο είναι ένας τάφος ανοιχτός» πίστευε ο ποιητής και δοκιμιογράφος Κώστας Παπαγεωργίου, πρώην «σέντερ-χαφ» της Δόξας Βύρωνος. «Οταν νυχτώσει, τριγύρω του, σε καφενεία και σε ταβέρνες, οι θαμώνες φωνασκούν, αντιδικούν, χειρονομούν, σαν γύρω από έναν άγνωστο νεκρό. Τον αναπαριστούν, μιλάνε για τις «φάσεις» της ζωής του, γυρεύοντας, χωρίς να το καταλάβουν, περισπασμούς· μία καθυστέρηση, ελάχιστη έστω, της επιστροφής τους στην αμείλικτη καθημερινότητα, που ήδη καραδοκεί να τους αδράξει. Παρόλο που γνωρίζουν ότι, στο βάθος, έχουν κιόλας επιστρέψει σ’ αυτήν, πως ανήκουν ολοκληρωτικά σ’ αυτήν και τις μίζερες και άχαρες υποχρεώσεις της» (Κώστας Παπαγεωργίου, Τα άδεια γήπεδα, εκδ. Σοκόλη, 1994).
Σε άδειο γήπεδο παίζεται η παράταση της ζωής. Θυμόμαστε να γράφουμε με τα χέρια ό,τι δεν γράφουμε με τα πόδια: μια κάποια παρηγοριά, αφού με τη γραφή απλώνουμε τον σύντομο χρόνο της ζωής που απλώνεται. Γράφουμε για λόγους προνοίας: την παραμερισμένη ζωή της καθημερινότητας τα γήπεδα μεταβάλλουν σε σκηνικό. Λοιπόν, τα άδεια γήπεδα ενθηκεύουν αναμνήσεις. Κι έχουμε τόσα να νοσταλγήσουμε· με πόνο, να επιθυμήσουμε.
Και ο λόφος της Σουπέργκα, κοντά στο Τορίνο περιμένει, κοιμητήριο που τα χειμωνιάτικα βράδια ένα μικρό κομμάτι παγωμένης σελήνης το τρέφει. Εκεί συνετρίβη το αεροπλάνο, ένα Fiat G212, που μετέφερε την ομάδα της Τορίνο στην επιστροφή από τη Λισαβόνα στις 4 Μαΐου 1949. «Χάνονται οι ποδοσφαιριστές / των χρόνων μας των νεανικών / μέσα στη γενική αδιαφορία / χάνονται παν τους φίλους τους να βρουν / που περιμένουν στη Σουπέργκα / χάνονται μες στ’ αεροπλάνα τους οι ίκαροι / – προτού τη συντριβή τα πρόσωπά τους / μια στιγμή μόνο απορούν –/ χάνονται οι φίλοι μας οι συγγενείς / για μυστικά σαλπάρουνε λιμάνια / χανόμαστε αλίμονο κι εμείς σιωπηλοί / τις ένδοξες θυμόμαστε / τις λαμπερές τις μέρες μας / και κλαίμε», με τον τρόπο του Δημήτρη Χουλιαράκη.
Οι άνθρωποι που κατοικούν γύρω από το στάδιο, όπου μεγαλούργησε η Τορίνο – 125 γκολ σε μία σεζόν, το 1948-1949 – περιμένουν. Και ορκίζονται ότι οι νεκροί τους μιλούν τη νύχτα, τους βλέπουν, σκιές, να παίζουν ποδόσφαιρο σε άδειο γήπεδο, σε μιαν αίρεσιν βίου, όπως, άλλωστε, και η λογοτεχνία μπορεί να συστηθεί.
Ο κ. Ηλίας Καφάογλου είναι δοκιμιογράφος, κριτικός και συγγραφέας.