Το ζήτημα της διάδοσης των πολιτισμικών σπουδών, της γλώσσας, της λογοτεχνίας, της ιστορίας μιας κουλτούρας πέραν των συνόρων της σε ακαδημαϊκό επίπεδο έχει ένα ευδιάκριτο παρελθόν το οποίο ανάγεται ήδη στον 19ο αιώνα. Προβάλλει ωστόσο με αυξανόμενη ολοένα επικαιρότητα όσο η διαρκής συστηματοποίηση των σπουδών μετασχηματίζει τα πανεπιστήμια από αποκλειστικούς χώρους γνώσης και έρευνας σε τόπους διασύνδεσης με την αγορά εργασίας και ακόμη περισσότερο όταν το μοντέλο χρηματοδότησής τους αλλάζει επιβάλλοντας την ανάγκη διαρκούς εξεύρεσης εξωτερικών πόρων.

Σε αναζήτηση νέων κατευθύνσεων και ισορροπιών

Τις τελευταίες δεκαετίες, επιπλέον, οι ανθρωπιστικές σπουδές συμπιέζονται από τη στροφή σε προγράμματα σπουδών τα οποία προσανατολίζονται είτε προς τις νέες τεχνολογίες είτε προς περισσότερο χρηστικές κατευθύνσεις διασυνδεδεμένες στενότερα με την επιχειρηματικότητα, με συνέπεια την πτώση του αριθμού των φοιτητών στα δυτικά πανεπιστήμια και τον κατά καιρούς προβληματισμό που εκφράζεται για το παρόν και τις προτάσεις αναφορικά με τις κατευθύνσεις που οφείλουν να ακολουθήσουν στο μέλλον για να διατηρήσουν την αυτοτέλεια και την ποιότητά τους.

Μέσα σε ένα τέτοιο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον οι σπουδές γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό, ιδιαίτερα οι εστιασμένες στο νεοελληνικό τμήμα του, εγκαθιδρυμένες σε ένα ευρύ δίκτυο ιδρυμάτων ανά τον κόσμο, αντιμετωπίζουν και αυτές τις προκλήσεις της εποχής. Τα ζητήματα της ελληνομάθειας και της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, της διάδοσης της ιστορίας και της λογοτεχνίας του νέου ελληνισμού πρέπει να εξετάζονται οπωσδήποτε σε συνάρτηση με τον τόπο και τη χρονική συγκυρία, ωστόσο κάποιες επιλογές μοιάζουν δεδομένες.

Οι σύγχρονες μορφές διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και η συνάρτησή τους με δραστηριότητες όπως η δημιουργική γραφή, οι τέχνες και το θέατρο, η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των τεχνολογικών εξελίξεων για την ανάπτυξη συνεργασιών, οι διεπιστημονικές διευρύνσεις και η κατάρτιση κοινών προγραμμάτων ενταγμένων σε ευρύτερους τομείς έρευνας, ο συσχετισμός των αντικειμένων μελέτης με τους σημερινούς προβληματισμούς και η ανάδειξη της διασύνδεσής τους, οι συνέργειες με ιδρύματα και οργανισμούς εκτός ακαδημαϊκού χώρου για την υλοποίηση σχεδίων που απευθύνονται σε ένα πλατύτερο του πανεπιστημιακού κοινό αποτελούν ορισμένες από τις δυνητικές δράσεις που φαίνεται να αποδεικνύονται ωφέλιμες και αποτελεσματικές. Επιμέρους δυσχέρειες υπάρχουν αναμφίβολα και πηγάζουν τόσο από το γενικότερο κλίμα όσο και από τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών της κάθε χώρας.

Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο αναστοχασμού αλλά και αναζήτησης είναι που οφείλουμε να διερευνήσουμε τις μελλοντικές προοπτικές των νεοελληνικών σπουδών εκτός Ελλάδας.

Η παρουσία στην Ευρώπη και η ελληνική πολιτεία

Του Βασίλη Σαμπατακάκη

Σε δεκαεπτά χώρες της Ευρώπης υπάρχουν έδρες / τμήματα / προγράμματα νεοελληνικών σπουδών. Κάποια από αυτά έχουν μία μακρόχρονη ιστορία, ήδη από τον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο του φιλελληνικού κινήματος, και με ποικίλες δράσεις, όπως η μετάφραση της δημώδους και λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Ολα έχουν μέσα στον χρόνο στελεχωθεί από επιφανείς νεοελληνιστές, οι οποίοι μερίμνησαν και συνεχίζουν να μεριμνούν τόσο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας όσο και για την εκπαίδευση νέων επιστημόνων, που θα συνεχίσουν να μελετούν, να διδάσκουν και να προβάλλουν τη νεοελληνική γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία και γενικά τον νεοελληνικό πολιτισμό.

«Ελάχιστα είναι τα τμήματα νεοελληνικών σπουδών που προσφέρουν ολοκληρωμένες σπουδές, που συνδυάζουν την έρευνα και τη διδασκαλία και έχουν επαρκή αριθμό φοιτητών.»

Σε ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία, υπάρχουν, για ιστορικούς λόγους και σε συνάρτηση με την ανάπτυξη και των κλασικών σπουδών στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, πολλά πανεπιστημιακά τμήματα. Σε άλλες, υπάρχουν λίγα και τέλος σε κάποιες υπάρχει μόνο ένα τμήμα. Στο σύνολό τους, τα τμήματα αυτά σήμερα υπερβαίνουν τα 60, ένας πολύ σημαντικός αριθμός για μια πληθυσμιακά μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, και τα περισσότερα από τα τμήματα αυτά έχουν πλέον αυτονομηθεί.

Αλλά ελάχιστα είναι τα τμήματα νεοελληνικών σπουδών που προσφέρουν ολοκληρωμένες σπουδές, από το προπτυχιακό μέχρι το διδακτορικό επίπεδο, που συνδυάζουν την έρευνα και τη διδασκαλία και έχουν επαρκή αριθμό φοιτητών.

Στις μέρες μας, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων συναρτάται προς τον αριθμό των φοιτητών, που για ποικίλους λόγους, οικονομικούς και άλλους, απομακρύνονται από τα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών και ειδικότερα ξένων γλωσσών και λογοτεχνιών, των νεοελληνικών τμημάτων συμπεριλαμβανομένων. Ο εντεινόμενος δε ανταγωνισμός μεταξύ των τμημάτων αποβαίνει συνήθως στον παραγκωνισμό κάποιου εξ αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, κάποια τμήματα νεοελληνικών σπουδών ακόμη και σε χώρες οικονομικά εύρωστες έχουν κλείσει. Οποιο τμήμα κλείνει, όμως, δεν ανοίγει ξανά. Εξ ου και πρέπει να υποστηριχτούν τα υφιστάμενα τμήματα και το έργο τους.

Παρά τις δυσκολίες, πρέπει να τονίσουμε ότι οι νεοελληνικές σπουδές στην Ευρώπη παραμένουν, με τις ακούραστες προσπάθειες των νεοελληνιστών, ζωντανές και δημιουργικές και συνεχίζουν να προσελκύουν ερευνητές από ολόκληρο τον κόσμο. Για παράδειγμα, μέσα στον τελευταίο χρόνο είχαμε το συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ) στη Βιέννη, το Συνέδριο για τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής σε πανεπιστήμια εκτός Ελλάδας, μία συνεργασία της ΕΕΝΣ και του Διδασκαλείου του ΕΚΠΑ στην Αθήνα και το Συνέδριο των Νεοελληνιστών των βαλκανικών χωρών στο Βελιγράδι. Οι συμμετέχοντες στα συνέδρια αυτά δεν ήταν μόνον από την Ευρώπη αλλά από ολόκληρο τον κόσμο.

Αλλά η προσπάθεια αυτή δεν αρκεί. Και εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της ελληνικής πολιτείας. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα συντονιστικό όργανο που θα απαρτίζεται από εκπροσώπους των υπουργείων Πολιτισμού, Εξωτερικών και Παιδείας, το οποίο σε συνεργασία με εκπροσώπους των νεοελληνιστών θα εξετάζει τους ενδεδειγμένους τρόπους υποστήριξης των τμημάτων νεοελληνικών σπουδών, σε συνάρτηση και με τα αιτήματά τους.

Οι ανάγκες των τμημάτων είναι ποικίλες: αποστολή επιστημόνων για την υποστήριξη της διδασκαλίας και της έρευνας· χρηματοδότηση για να προσληφθούν νέοι επιστήμονες που έχουν σπουδάσει στα εν λόγω πανεπιστήμια· αγορά ή αποστολή βιβλίων για τις βιβλιοθήκες· επιχορηγήσεις για πολιτιστικές δράσεις απευθυνόμενες τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και στο ευρύ κοινό· επιχορήγηση μετάφρασης και έκδοσης λογοτεχνικών έργων· διαρκής υποστήριξη των ελληνικών διπλωματικών αρχών κ.ά.

Εχουν κατατεθεί και παλαιότερα σκέψεις και προτάσεις για το μέλλον των νεοελληνικών σπουδών από συναδέλφους σε πανεπιστήμια της Ευρώπης. Σήμερα η ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού και συντονισμού των προσπαθειών για να παραμείνουν αυτοί οι θεσμοί ζωντανοί και λειτουργικοί είναι πιο πιεστική από ποτέ – σημειωτέον ότι ανάλογες προσπάθειες καταβάλλονται με επιτυχία από πολλές άλλες χώρες.

Τα υφιστάμενα τμήματα νεοελληνικών σπουδών λειτουργούν ως εστίες καλλιέργειας και προβολής της ελληνικής παιδείας και γέφυρες διαπολιτιστικής επικοινωνίας του ελληνισμού με άλλους λαούς. Αποτελεί χρέος της ελληνικής πολιτείας να συνδράμει όλες και όλους που αγωνίζονται και κρατούν ζωντανό τον νεοελληνικό πολιτισμό στα πανεπιστήμια και στις κοινωνίες της Ευρώπης.

Ο κ. Βασίλης Σαμπατακάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Lund στη Σουηδία, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (eens.org).

Η διατήρηση μιας παράδοσης

Του Φραντσέσκο Σκαλόρα

Ηταν το 1931 όταν για πρώτη φορά, στην Ιταλία, o Μπρούνο Λαβανίνι στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο και ο Γεώργιος Ζώρας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης εγκαινίασαν τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, ο πρώτος δίπλα στο μάθημα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, ο δεύτερος στο πλαίσιο της Εδρας Βυζαντινής Φιλολογίας.

Από τότε πέρασε σχεδόν ένας αιώνας, κατά τον οποίον οι Νεοελληνικές Σπουδές εξελίχθηκαν με εντυπωσιακό ρυθμό. Πράγματι, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι Νεοελληνικές Σπουδές απέκτησαν στην Ιταλία θεσμική αυτονομία, εντάχθηκαν στο πρόγραμμα σπουδών και άλλων πανεπιστημίων της χώρας, συγκροτήθηκε ένας κύκλος αξιόλογων μελετητών, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου πέρασαν τη σκυτάλη σε μαθητές και διαδόχους.

Εως τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν δεκατρία τα ιταλικά πανεπιστήμια όπου διδάσκονταν τα νεοελληνικά. Σήμερα, αν εξαιρέσουμε τις λίγες ετήσιες συμβάσεις διδασκαλίας, τα νεοελληνικά διδάσκονται επίσημα μόνο σε έξι από αυτά. Οι λόγοι αυτής της δραστικής μείωσης σχετίζονται με τη γενικότερη υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών σε όλο τον κόσμο. Φθίνουν ωστόσο οι Νεοελληνικές Σπουδές στην Ιταλία; Ή προσπαθούν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των καιρών, ώστε να μπουν εκ νέου τα απαραίτητα θεμέλια μπροστά στις προκλήσεις του μέλλοντος;

Στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ένα από τα αρχαιότερα πανεπιστήμια του κόσμου, που μόλις εόρτασε την επέτειο των 800 ετών από την ίδρυσή του, τα νεοελληνικά διδάσκονται από το 1958, με πρωτοβουλία της Σοφίας Αντωνιάδη, τότε διευθύντριας του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.

To 1960 ανέλαβε τη διδασκαλία ο Φίλιπο Μαρία Ποντάνι, υπό την καθοδήγηση του οποίου αναδείχθηκε μια ομάδα αξιόλογων μελετητών της βυζαντινής, ουμανιστικής και νέας ελληνικής φιλολογίας. Χάρη στο ερευνητικό και το εκδοτικό του πρόγραμμα ο Ποντάνι κατέστησε την έδρα της Πάδοβας ως μια από τις πιο σημαντικές έδρες Νεοελληνικών Σπουδών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο διάδοχός του, Μάσιμο Πέρι, συνέχισε επάξια για σχεδόν 40 χρόνια το πρόγραμμα και τα διδάγματα του δασκάλου του. Τον διαδέχθηκε το 2015 η Αθηνά Γεωργαντά, η οποία προσέφερε τις υπηρεσίες της στην ίδια έδρα έως το 2021.

Βέβαια από την εποχή του Ποντάνι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Αλλα τόσα, και με ρυθμό ακόμη πιο ραγδαίο, άλλαξαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες: μια σειρά από πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις, η κατάργηση παλαιών ινστιτούτων, η ίδρυση καινούργιων τμημάτων, είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που οδήγησαν σταδιακά τη νεοελληνική φιλολογία σε πεδία έρευνας που απλώνονται πέραν της μελέτης της γλώσσας και της λογοτεχνίας.

Σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας τα νεοελληνικά συμπληρώνουν το πρόγραμμα σπουδών δύο Τμημάτων, του Τμήματος Πολιτιστικών Αγαθών (Dipartimento dei Βeni Culturali) και του Τμήματος Γλωσσολογικών και Φιλολογικών Σπουδών (Dipartimento di Studi Linguistici e Letterari). Οι Νεοελληνικές Σπουδές βρίσκονται έτσι σε στενή επαφή με άλλες όμορες επιστήμες: στην ενδυνάμωση των επιστημονικών σχέσεων με τις Βυζαντινές Σπουδές, χάρη στη διοργάνωση ετήσιων σεμιναρίων Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών· στις από κοινού δράσεις με τις άλλες φιλολογίες του ευρωπαϊκού και όχι μόνο χώρου: εξαιρετικά πετυχημένη, λ.χ., αποδείχθηκε η διοργάνωση του θεατρικού εργαστηρίου των γλωσσών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μια πρωτοποριακή δράση που έχει ως στόχο κάθε χρόνο, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Λυών, την πραγματοποίηση μιας παράστασης ενός έργου της κλασικής μας παράδοσης μεταφρασμένου σε όλες τις «μικρές» ξένες γλώσσες που διδάσκονται στην Πάδοβα.

Στην επιστημονική συνεργασία με τους συναδέλφους της Κλασικής Αρχαιολογίας, οι οποίοι ανασκάπτουν κάθε καλοκαίρι στον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας· στη συνεργασία με το Κέντρο Αριστοτελικών Σπουδών του ιταλικού Πανεπιστημίου, για τη μελέτη της επίδρασης του σταγειρίτη φιλοσόφου στη νεοελληνική σκέψη· στη συνέχιση προηγούμενων ερευνητικών προγραμμάτων, όπως εκείνο που αφορά τη μελέτη των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων, και φυσικά στη συνεργασία με τις άλλες έδρες Νεοελληνικών Σπουδών της Ιταλίας, και ειδικά με την έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στη γειτονική Βενετία.

«Για τέσσερις αιώνες το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας υπήρξε ο κύριος δίαυλος επικοινωνίας και αμφίδρομων πολιτισμικών μεταφορών ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και τη δυτική σκέψη.»

Aπό την άλλη πλευρά η επιστημονική έρευνα, εδώ και μερικά χρόνια, είναι κυρίως στραμμένη στη μελέτη αφενός της παρουσίας των ελλήνων φοιτητών στην Πάδοβα από τις αρχές του 15ου έως το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα και αφετέρου των πολιτισμικών σχέσεων μεταξύ του ιταλικού-βενετικού χώρου με τις ελληνικές εκφάνσεις της Αναγέννησης: ερευνητικές δράσεις και επιστημονικές εκδηλώσεις που υλοποιούνται και χάρη στην υποστήριξη του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.

Για τέσσερις αιώνες το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας υπήρξε ο κύριος δίαυλος επικοινωνίας και αμφίδρομων πολιτισμικών μεταφορών ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και τη δυτική σκέψη. Πρόκειται για ένα σημαντικό κεφάλαιο της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, η μελέτη του οποίου μάς υπενθυμίζει επίσης τη σπουδαιότητα της τοπικής επιστημονικής έρευνας για εκείνες τις έδρες που δρουν σε πόλεις όπου αναπτύχθηκε η ελληνική ιστορική διασπορά ή η δράση της ελληνικής λογιοσύνης άφησε διαχρονικά βαθιά ίχνη.

O κ. Φραντσέσκο Σκαλόρα διδάσκει Νέα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας.