Βρισκόμαστε εν μέσω περιφερειακών ανακατατάξεων. Στα Βαλκάνια προδιαγράφεται συμφωνία ανταλλαγής εδαφών ανάμεσα σε Σερβία και Κόσοβο, με σοβαρές αντιρρήσεις εντός και εκτός των δύο χωρών και προεκτάσεις που συμπεριλαμβάνουν (έως) και την τριχοτομημένη Βοσνία. Ταυτόχρονα, την ερχόμενη εβδομάδα εκκινούν – με το δημοψήφισμα – οι διαδικασίες υλοποίησης της συμφωνίας των Πρεσπών από πλευράς της πΓΔΜ, ενώ ενδέχεται να καταλήξουν θετικά και οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας – Αλβανίας. Ωστόσο, σε όλους τους προαναφερθέντες σχεδιασμούς, δεν μπορούμε να προδικάσουμε την έκβαση, ούτε να αποκλείσουμε αναταράξεις.
Κυρίαρχο ερώτημα και διακύβευμα είναι αν στο σενάριο διευθέτησης των εκκρεμοτήτων θα σταθεροποιηθεί η κατάσταση στη Δυτική Βαλκανική, καταλαγιάζοντας τοπικούς εθνικισμούς και ανταγωνισμούς μεταξύ ισχυρών εκτός περιοχής δρώντων ή κατά πόσο αυτή η διαδικασία θα μείνει ατελής, μη επιλύοντας με βιώσιμο τρόπο χρονίζουσες διαφορές.
Από εκεί και πέρα, στην Ανατολική Μεσόγειο οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι. Με επίκεντρο την ενέργεια, προηγήθηκαν έντονες διεργασίες που έχουν διαμορφώσει ένα πλαίσιο συνεννόησης μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ – Αιγύπτου. Σε αυτό έχει συμβάλει η αποκλίνουσα πορεία των δύο τελευταίων από την Τουρκία και δη χωρίς σοβαρή προοπτική επαναπροσέγγισης στο εγγύς μέλλον.
Το πρώτο εξάμηνο του 2019 αναμένονται τα αποτελέσματα από τις ερευνητικές γεωτρήσεις της αμερικανικής Exxon-Mobil στο τεμάχιο 10 της κυπριακής ΑΟΖ. Λόγω της γεωλογικής συνάφειας της περιοχής με το τεράστιο κοίτασμα Ζορ που ανακαλύφθηκε πριν από λίγα χρόνια στην Αίγυπτο, οι προσδοκίες είναι υψηλές. Ολα αυτά μόνο αδιάφορη δεν αφήνουν την Τουρκία, η οποία θέλει να επανακάμψει στην περιοχή με εμφατικό, αν όχι επιθετικό, τρόπο.
Για λόγους αποπροσανατολισμού και συσπείρωσης (εν μέσω οικονομικών δυσχερειών και εθνικιστικής έξαρσης) οι κινήσεις της Αγκυρας θα έχουν και στοιχεία εντυπωσιασμού. Εχοντας μάλιστα ξοδέψει μεγάλα ποσά για την εξαγορά ερευνητικών σκαφών και πλωτής πλατφόρμας, είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα εφορμήσει πέριξ, ίσως και εντός της κυπριακής ΑΟΖ. Αρχικά οι τουρκικές έρευνες θα προσανατολιστούν στα βόρεια και δυτικά της Κύπρου, αργότερα όμως, και ανάλογα με τα αποτελέσματα των γεωτρήσεων στα τεμάχια 6 και 10, δεν αποκλείεται να στραφούν ακόμη και σε σημεία εντός της ΑΟΖ της Λευκωσίας σε μια απόπειρα υπόμνησης των «δικαιωμάτων» της (και των Τουρκοκυπρίων), αμφισβητώντας ευθέως τα αντίστοιχα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στη Μέση Ανατολή, τα δύο κυριότερα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν στο προσεχές χρονικό διάστημα είναι, αφενός, η επόμενη μέρα στη Συρία και αφετέρου, η έκβαση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Ιράν και ΗΠΑ. Ως προς το πρώτο, η επικράτηση και παραμονή του ασαντικού καθεστώτος, συνεπικουρούμενου από Μόσχα και Τεχεράνη, μοιάζει πλέον αναπόφευκτη για το προβλεπτό μέλλον. Πάντως, στο διπλωματικό (αλλά και στρατιωτικό) πεδίο οι σχέσεις πολλών εκ των εμπλεκομένων βρίσκονται σε συνεχή δοκιμασία. Στην περίπτωση της Τουρκίας, έχει αναπτυχθεί κώδικας επικοινωνίας και συστηματικών επαφών με Ρωσία και Ιράν ώστε οι διεργασίες να μη γίνονται εν αγνοία και σε βάρος της. Εχει ειδικό ενδιαφέρον για τουλάχιστους τέσσερις λόγους: την ανάσχεση του κουρδικού κινδύνου, τη συγκράτηση νέων προσφυγικών ρευμάτων (ιδίως από την Ιντλίμπ), την ουσιαστική συμμετοχή της στην ανοικοδόμηση της Συρίας και την επιστροφή στην τελευταία των περισσοτέρων εκ των Σύρων που σήμερα βρίσκονται στην επικράτειά της. Οι υποχρεωτικοί δίαυλοι με τη Ρωσία (η Ιντλίμπ παρά τη συμφωνία δημιουργίας αποστρατικοποιημένης ζώνης θα τεστάρει τις σχέσεις τους) αποκτούν σταθερά στρατηγικό χαρακτήρα, κυρίως λόγω των αναθεωρητικών τάσεών τους και της κοινής απογοήτευσης για την έλλειψη κατανόησης από πλευράς Δύσης και ιδίως εκ μέρους των ΗΠΑ.
Αυτή ωστόσο που είναι ασυγχώρητη για τον Λευκό Οίκο είναι η προσέγγιση με το Ιράν. Το τελευταίο βρίσκεται στο στόχαστρο του άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ – Σαουδική Αραβία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να τοποθετείται εκ των πραγμάτων απέναντι.
Αν προσθέσουμε στην εξίσωση την καχυποψία Ερντογάν για τον ρόλο των ΗΠΑ στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και την οργή του για τη στήριξή τους σε Γκιουλέν και Κούρδους της Συρίας, αντιλαμβανόμαστε πως Αγκυρα και Ουάσιγκτον βρίσκονται σταθερά σε τροχιά σύγκρουσης.
Επακόλουθα, ακόμη και η γραφειοκρατία των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας των ΗΠΑ εξετάζει τρόπους απεμπλοκής από την επιχειρησιακή εξάρτησή τους από έναν εταίρο (σχετικά) απρόβλεπτο και αναξιόπιστο, που δείχνει τάσεις αυτονόμησης. Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται η αξία της Ελλάδας, ενώ διευκολύνεται η προσέγγιση χάρη στις συνέργειες της Αθήνας με τους κυριότερους εταίρους της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Εν τούτοις, η ενσωμάτωσή μας στους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους όρους και αντιπαροχές (ως προς την ασφάλειά μας), όχι όμως εξυπηρετώντας άκριτα μανιχαϊστικές αντιλήψεις και μονομερείς αποφάσεις που απομακρύνουν την Ουάσιγκτον ακόμη και από τους φυσικούς της εταίρους.
 
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».