Μια πόλη που εξαρτάται από τον τουρισμό. Ενας κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Ενας πολίτης που τον αντιλαμβάνεται και επιχειρεί να ευαισθητοποιήσει τον πληθυσμό απέναντί του. Μια σειρά από πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες που προσπαθούν να τον εμποδίσουν επικαλούμενοι το κοινό καλό.
«Ο εχθρός του λαού» του Χένρικ Ιψεν γράφτηκε το 1882, μοιάζει όμως εξαιρετικά σύγχρονος και επίκαιρος – εξ ου και η εφετινή αναβίωσή του στο Μπρόντγουεϊ με τους Τζέρεμι Στρονγκ του «Succession» και τον Μάικλ Ιμπεριόλι των «Sopranos» στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Προφανώς, η σύγκρουση του ζητήματος της οικολογίας και της δημόσιας υγείας με την οικονομική ανάπτυξη είναι εκείνη που προξενεί άμεσους συνειρμούς αγγίζοντας τους προβληματισμούς της εποχής μας. Στο πλαίσιο αυτό η αντιπαράθεση ατόμου και κοινωνίας, ηθικής συνείδησης και κοινωνικών συμβάσεων, ατομικής συνείδησης και συλλογικών νορμών, σταθερές παράμετροι της ερμηνείας του έργου, μοιάζουν να αποκτούν μια διαφορετική ποιότητα συνδηλώσεων και νύξεων για το σήμερα.
Φωνές που αγνοούμε στην εποχή της Permacrisis
Υπάρχει, ωστόσο, στo διάσημο ιψενικό δράμα μία ακόμα πτυχή που μας αφορά. Ο Δρ Τόμας Στόκμαν, ο οποίος επιχειρεί να προειδοποιήσει τους κατοίκους της μικρής νορβηγικής πόλης, είναι οικεία φιγούρα. Εκπροσωπεί το πλήθος όσων επιδιώκουν να αφυπνίσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη για τις κάθε είδους απειλές που μοιάζουν να συσσωρεύονται στον ορίζοντα του 21ου αιώνα. Η δική τους περίπτωση θέτει ίσως διαφορετικά ζητήματα.
Ποιοι δεν εισακούγονται σήμερα και γιατί; Φέρνει ο λόγος επιστημόνων, εμπειρογνωμόνων, ειδικών, ακτιβιστών, δημοσιογράφων, δημόσιων διανοούμενων την κοινή γνώμη αντιμέτωπη με την ανάγκη να αναμετρηθεί, αποφασιστικά πλέον, με άβολες αλήθειες;
Πώς μπορούν να πείσουν ένα επιφυλακτικό πλήθος για τη σημασία των λεγομένων τους; Είναι ο ορυμαγδός της εικοσιτετράωρης ενημέρωσης, των αντικρουόμενων απόψεων, των πολλαπλών πηγών διάσπασης της προσοχής που κάνει το μήνυμά τους να εξασθενεί;
Κατά πόσο η συγκυρία των πολλαπλών κρίσεων, της λεγόμενης permacrisis, προκαλεί αισθήματα κόπωσης και παραίτησης ακυρώνοντας έτσι το επείγον του χαρακτήρα της; Αλλά και κατά πόσο μπορούν πράγματι να τεθούν προτεραιότητες μεταξύ της κλιματικής υπερθέρμανσης, των οικονομικών, φυλετικών, έμφυλων ανισοτήτων, της υποχώρησης της δημοκρατίας;
Η φωνή ενός κατά Ιψεν «εχθρού του λαού», ενός αγγέλου κακών ειδήσεων, δεν ήταν ποτέ εύκολο να κάμψει βεβαιότητες, να διαπεράσει στεγανά. Παρά τον πολλαπλασιασμό των διαύλων και τη μεγέθυνση των ηχείων η δυσχέρεια παραμένει.
Προφήτες, προφητείες και πειθώ
Πλάτων Τήνιος
Στις μέρες μας η παραγωγή προφητειών έχει κανονικοποιηθεί ως ανθούσα βιομηχανία, αρχικά μέσω στατιστικών μοντέλων και τώρα πλέον μέσω τεχνητής νοημοσύνης.
Στις Γραφές – από το έπος του Γκιλγκαμές και μετά – υπάρχουν προφήτες και προφητείες. Οι προφήτες είναι λιγότεροι, αν και πιο επιδραστικοί. Στις μέρες μας η παραγωγή προφητειών έχει κανονικοποιηθεί ως ανθούσα βιομηχανία, αρχικά μέσω στατιστικών μοντέλων και τώρα πλέον μέσω τεχνητής νοημοσύνης. Απαιτούμε όλοι προφητείες τακτικά, αρχίζοντας από τη βροχή, αλλά και για τις τιμές στα μαγαζιά, τον μισθό του 2025, τις επιδόσεις της οικονομίας και την απόδοση των μετοχών.
Η προσφορά προφητειών (υπερ)ανταποκρίνεται προκειμένου να συναντήσει το άλμα της ζήτησης. Από την πλευρά των προφητών, υφίσταται μεγάλη κινητικότητα στην ειδική κατηγορία – της Κασσάνδρας αυτούς των οποίων οι προφητείες αποδεικνύονται σοφές μόνον κατόπιν εορτής. Οι καθαυτό προφήτες που, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, λένε ότι το «τάδε» θέμα θα αλλάξει τη ζωή μας βρίσκονται σε σχετική υστέρηση.
Παράλληλα, όμως, είναι θύματα της πολυπαραγοντικής ανάλυσης αφού καλούνται να αποδείξουν ότι ο δικός τους προφητικός μοχλός υπερισχύει αυτών του ανταγωνισμού. Είναι το κλίμα, η γεωστρατηγική, η τεχνητή νοημοσύνη, η παγκοσμιοποίηση; Αν είναι όλα μαζί, προκύπτει το ερώτημα αν κάποιος μοχλός είναι καταστροφικότερος από τους άλλους; Και συνεπώς ποιος από τους πολλούς προφήτες αξίζει περισσότερη σημασία; Στον ανταγωνισμό καταστροφής τα οικονομικά διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία. Ως «η καταθλιπτική επιστήμη» (dismal science), έχουν ενοχοποιηθεί για σημαντικές καταστροφές, λιμούς, ακόμη και καταποντισμούς.
Η εμπορευματοποίηση της αγοράς, αλλά και η θεωρία παιγνίων εφαρμοζόμενη στο ολιγοπώλιο προφητών θεμελιώνουν επιστημονική αποδοχή που δεν έχουν ούτε οι ονειροκρίτες ούτε οι χαρτορίχτρες. Εκτός αυτού, η οικονομική ανάλυση από τη φύση της απλοποιεί προκειμένου να ερμηνεύσει και να ιεραρχήσει σύνθετες καταστάσεις – να διακρίνει το τραγούδι των Σειρήνων ανάμεσα σε καθημερινές χασμωδίες. Οι οικονομολόγοι οι ίδιοι θεωρούν τον τίτλο του τεχνοκράτη ως έπαινο και όχι ως μομφή.
Προφήτες, προφητείες και πειθώ
Ας δούμε, λοιπόν, τι προσφέρει η επιστημολογία των οικονομικών σε προφήτες και προφητείες. Για να εστιάσει κάπου, η οικονομική θεωρία αξιοποιεί την υπόθεση του ceteris paribus – ότι τα λοιπά παραμένουν αμετάβλητα. Δηλαδή εξετάζει μια τεχνητή υποθετική περίπτωση όπου μόνο ένα θέμα αλλάζει, προκειμένου να διακρίνει την αλληλουχία αντιδράσεων. Είναι αυτή η υπόθεση που επιτρέπει τη χρήση μαθηματικών μοντέλων. Οπως στον διαφορικό λογισμό σε συνάρτηση με πολλούς παράγοντες διακρίνουμε τη μερική παράγωγο (∂x/∂y) από την ολική παράγωγο (dx/dy).
Στην πρώτη περίπτωση εξετάζουμε την επίπτωση του x στο y κρατώντας τεχνητά τα z,w σταθερά. Η ολική παράγωγος εξετάζει το σύνολο των επιπτώσεων, μαζί και με τις δευτερογενείς. Ενα παράδειγμα: στα στοιχεία εισοδήματος βλέπουμε ότι οι γυναίκες αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες. Οφείλεται αυτό σε διακρίσεις φύλου, ή μήπως σε κάποιον άλλον παράγοντα (π.χ. στο επίπεδο εκπαίδευσης ή στη μερική απασχόληση); Μπορούμε να αξιοποιήσουμε στατιστικά στοιχεία για να εξηγήσουμε κατά πόσον το χάσμα οφείλεται στο φύλο (μερική παράγωγο) ή αν, μέσω του φύλου, υπεισέρχονται άλλα (π.χ. εκπαίδευση). Οι μερικές παράγωγοι αξιοποιούνται για τεχνοκρατικές συμβουλές πολιτικής για το μέλλον (τι θα γίνει αν αλλάξει το ψ;). Οι ολικές παράγωγοι είναι χρήσιμες για να ερμηνεύσουμε το παρελθόν.
Η παραγωγή προφητείας προσπερνά το ceteris paribus και απαιτεί γνώση όλων των μερικών παραγώγων αλλά και την πορεία εξωγενών επιρροών. Οσο επεκτείνεται ο ορίζοντας της πρόβλεψης, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να αλλάξουν οι δομικές σχέσεις τις οποίες συχνά θεωρούμε δεδομένες. Κάπως έτσι παράγονται οι τεχνοκρατικές προφητείες.
Τι κάνουν όμως οι προφήτες; Τα λεγόμενά τους συνήθως προειδοποιούν: «Αν δεν κάνετε χ, τότε θα την πάθετε». Οταν υπάρχουν πολλές πηγές προφητείας, η ιεράρχηση μεταξύ τους είναι λεξικογραφική: Αν καταστραφούμε από πυρηνική έκρηξη αύριο, δεν θα μας πειράξει η υπερθέρμανση μεθαύριο. Με πολλές προειδοποιήσεις, όλες εκ των οποίων ισχύουν, πώς ο δικός μας Ησαΐας να τις συνδυάσει για να φτιάξει τη mega προφητεία;
Οπως και στην Παλιά Διαθήκη, η απάντηση σχετίζεται με τον προγραμματικό ορίζοντα και το πώς η πειθώ τον διαμορφώνει: Ολες οι προφητείες αφορούν ανθρώπους οι οποίοι θα πρέπει να τις ερμηνεύσουν, να τις ιεραρχήσουν, να κρίνουν τι μετρά σαν επείγον. Αν οι προειδοποιήσεις ερμηνεύονται ατομικά, τότε η μακροβιότητα θα είναι καθοριστική. Για να υπερβούμε αυτό, και να υπάρχει αίσθηση κοινότητας, τότε οι σύγχρονοι προφήτες (όπως και οι παλιοί) πρέπει να πείσουν. Σε τελική ανάλυση λοιπόν, δεν είναι τόσο η τεχνική επάρκεια όσο η ποιότητα διαβούλευσης αυτό που κρίνει την επίδοση των προφητών.
Ο κ. Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Λεπτές αποχρώσεις εντός μιας γκρίζας ζώνης
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Οι σημερινοί ιψενικοί εχθροί του λαού είναι όσοι δεν σου χαϊδεύουν τα αυτιά
Τις προάλλες βρέθηκα σε μια συνέντευξη Τύπου για ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, σημαντικότατου, κατά τη γνώμη μου, για τους πολίτες όλης της χώρας. Δεν έχει σημασία εδώ ποιο ήταν το ζήτημα. Σημασία έχει ότι το κατατρύχει χρόνια τώρα ένα πολύπλοκο και πολλαπλώς και αντιφατικώς ερμηνεύσιμο νομικό καθεστώς. Καλεσμένοι, μεταξύ άλλων, ήταν και εκπρόσωποι διαφόρων κομμάτων που ήθελαν να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στον αγώνα των συμπολιτών τους.
Η συνέντευξη κυλούσε ομαλά, τα νομικά ζητήματα εξηγούνταν, η ομοψυχία και ο μετρημένος τόνος ανθρώπων από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους ήταν αξιοθαύμαστη. Μέχρι που ένας εκ των κομματικών εκπροσώπων πήρε τον λόγο για να πει το ποιηματάκι που έχει μάθει να επαναλαμβάνει χρόνια τώρα: ότι οι νόμοι είναι απλώς λέξεις πάνω σε χαρτί· έρχονται και παρέρχονται· ξαναγράφονται. Αλλά το δίκιο – αιώνιο γαρ – μπορεί ν’ ανήκει μόνο σε έναν. Και μαύρο φίδι που τον έφαγε αυτόν που δεν το έχει.
Εκείνη τη στιγμή πέρασαν από το μυαλό μου πολλά πράγματα, τίποτα πιο περίπλοκο, όμως, από τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν προπτυχιακούς φοιτητές τμημάτων φιλοσοφίας και νομικής: άραγε το δίκαιο εδράζεται σε κάτι πέραν των νόμων, και αν ναι, πού; Σε κάποια αιώνια ηθική αλήθεια που αποκαλύπτεται θρησκευτικά ή υπολογίζεται ορθολογικά; Μήπως τα προτάγματά του είναι αποτέλεσμα εξελικτικής διαδικασίας της ικανότητας των ανθρώπων για ηθικές κρίσεις; Μήπως είναι απλώς το μεγαλύτερο καλό του μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων, με δικλίδες ασφαλείας για τους διαφωνούντες;
Θυμήθηκα τον ομιλητή αυτόν – τον τόσο σίγουρο ότι κατείχε (με τη διπλή έννοια: της σίγουρης γνώσης αλλά και της αποκλειστικής κατοχής) το δίκιο – όταν μου προτάθηκε ν’ απαντήσω στο ερώτημα ποιος είναι σήμερα ο ιψενικός «Εχθρός του Λαού». Στο ομώνυμο θεατρικό του Ερρίκου Ιψεν, ο γιατρός Τόμας Στόκμαν στέκεται απέναντι στους συμπολίτες του και στην πολιτική ελίτ του τόπου του, επιμένοντας ν’ αποκαλύψει ότι τα καινούργια και πολυδιαφημισμένα λουτρά στην πόλη του είναι μολυσμένα.
Το πρόβλημα του Τόμας Στόκμαν
Τα συμφέροντα που αυτή η αποκάλυψη υπονομεύει είναι πάμπολλα – συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης – και, εν συντομία, ο Στόκμαν καταλήγει να χάνει το σπίτι του, τη δουλειά του, τη φήμη του, τη ζωή του, να γίνεται «ο εχθρός του λαού». Στέκει, όμως, όρθιος στο τέλος, «ο δυνατότερος άνδρας στην πόλη» όπως λέει, γιατί μπορεί να σταθεί μόνος του κόντρα στις σκοπιμότητες που θέλουν ν’ ανατρέψουν την ηθική και τη δικαιοσύνη.
Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι φαντάζεται κι ο ομιλητής μας τον εαυτό του: σαν μοναχικό λύκο (ή μέλος ενός μοναχικού κοπαδιού) απέναντι «στο σύστημα». (Το γεγονός ότι το κοπάδι του έχει κυβερνήσει «το σύστημα» το αφήνω ασχολίαστο.) Ομως η αναλογία είναι προβληματική: βλέπετε, το πρόβλημα του Τόμας Στόκμαν δεν ήταν «το σύστημα»· ήταν ότι το νερό ήταν αποδεδειγμένα μολυσμένο.
Με λίγα λόγια, ο Στόκμαν είχε το δίκιο με το μέρος του επειδή το ζήτημα ήταν επιστημονικό. Και, παρόλο που και στις θετικές επιστήμες μπορούμε να φανταστούμε περιπτώσεις όπου τα δεδομένα οδηγούν σε αντικρουόμενες ερμηνείες, οι διαφωνίες συνήθως διευθετούνται συναινετικά και πάντα με βάση την επιστημονική μεθοδολογία και ποτέ με την αίσθηση ενός ασπρόμαυρου, αποκλειστικού «ζυγού». Κάπως έτσι – κατ’ αναλογίαν, με τους δικούς του κανόνες – λειτουργεί και ο νομικός πολιτισμός.
Εχω λοιπόν να προτείνω το εξής: οι σημερινοί ιψενικοί εχθροί του λαού δεν είναι αυτοί που περνιούνται για τέτοιοι: διχαστικοί, λαϊκιστές, αντισυστημικοί, ζηλωτές. «Εχθροί του λαού» είναι όσοι δεν σου χαϊδεύουν τ’ αυτιά. Οσοι κατανοούν ότι τα περισσότερα ζητήματα δεν είναι ασπρόμαυρα, αλλά γεμάτα λεπτές αποχρώσεις εντός μιας τεράστιας γκρίζας έκτασης αναπόδραστης ευθύνης. Οσοι κατανοούν ότι σε μία διαφωνία μπορεί και οι δύο να έχουν δίκιο, και οι δύο άδικο. Οτι ακόμα και οι «σωστές» απαντήσεις έχουν πάντα προϋποθέσεις και επιφυλάξεις.
Θα μου πείτε ότι σας λέω το αυτονόητο. Δεν είμαι σίγουρη: κοιτάξτε γύρω σας και δείτε παγκοσμίως πόσα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής παρουσιάζονται μέσα απ’ το πρίσμα που εγκαινίασε την αποτυχημένη εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή τον 21ο αιώνα: «είσαι μαζί μας ή εναντίον μας». Αντίθετα με αυτό, οι σημερινοί ιψενικοί «εχθροί του λαού» λειτουργούν σε έναν κόσμο λεπτών διαφοροποιήσεων, συναινέσεων, συμβιβασμών. Ολοι οι άλλοι είναι απλώς εχθροί του λαού. Χωρίς εισαγωγικά.
Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια
Ευάλωτες φωνές
Φωτεινή Τσαλίκογλου
Εκείνος που απειλεί να ταράξει την ευρυθμία ενός συστήματος αναγορεύεται σε εχθρό
Ευάλωτος (ευ-αλίσκομαι): εκείνος που κυριεύεται εύκολα, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση. Συνώνυμα: ευαίσθητος, τρωτός, εύθραυστος
Συλλογίζομαι την κρυμμένη δύναμη των ευάλωτων ανθρώπων. Εχει τη δυνατότητα η φωνή τους να φτάσει στα αυτιά όσων βρίσκονται στην άλλη όχθη; Στην εποχή μιας ασθμαίνουσας αισιοδοξίας χρειάζεται σθένος, επιμονή, μαχητικότητα. Ως ψυχική υγεία ορίζεται «η ικανότητα που έχει το άτομο να δημιουργεί κοινωνικούς δεσμούς, να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της καθημερινότητας και να μπορεί να επενδύει στο μέλλον» (ΠΟΥ).
Ενας ορισμός όμως που αφήνει την ιατρική να διολισθαίνει σε μια επιστήμη του «υγιούς» παρακάμπτοντας το γεγονός ότι όπως κι αν ορίσουμε το ψυχοπαθολογικό γεγονός, σε αυτό εκφράζεται «η παθολογία της ελευθερίας του ανθρώπου» (Ανρί Εΐ). Η ανθεκτικότητα προβάλλει ως όρος επιβίωσης. Αναζητιέται το πείσμα, η γρήγορη (ει δυνατόν αστραπιαία) ανάκαμψη μετά από κάθε οδυνηρό βίωμα (π.χ., πένθος, απώλεια, απόλυση). Η ζωή που τραβά την ανηφόρα ανήκει στους τροπαιούχους αγωνιστές. Σε όσους επιδίδονται σε μια φρενήρη αναζήτηση αυτοπροσδιορισμού και αυτοκατάφασης. Στους «τράβα μπρος και μη σε μέλλει».
Τι χώρος μένει για τους άλλους; Για όλους εκείνους που βρίσκονται στην αχανή, γκρίζα ζώνη μιας «ταραγμένης απόγνωσης»; Ψυχικά ασθενείς, μετανάστες, μελαγχολικοί, μοναχικοί, φτωχοί, αναξιοπαθούντες, περιπλανώμενοι άστεγοι, ολιγοφρενείς, άνεργοι. Ποιος ακούει τη φωνή τους;
Σε εποχές επισφάλειας, πολέμων, και κλιματικών καταστροφών, ο ψυχικός πόνος χτυπάει κόκκινο. Στην πανδημία που ακολούθησε την οικονομική κρίση, τα ποσοστά των ψυχικών διαταραχών αυξήθηκαν παγκοσμίως έως και 30%. Τα αιτήματα ψυχικής βοήθειας υπερδιπλασιάστηκαν. «Γιατρέ, χρειάζομαι τη βοήθειά σας, ο αδελφός μου νομίζει ότι είναι κοτόπουλο». «Γιατί δεν τον φέρνετε στο γραφείο μου;». «Γιατί χρειάζομαι τα αυγά!». Η τρέλα! Γελάς. Χλευάζεις, προσπερνάς! Ποιος ακούει πέρα από το γέλιο;
«Μη γελάτε, κάτι θέλω να σας πω… όταν σταματήσω να θέλω, θα είμαι ένας πραγματικά νεκρός». «Χρειάζομαι τα αυγά!». Θλιβερό όσο και αληθινό αίτημα. Συνοψίζει την καθημερινή ειρωνεία του σύμπαντος. Το κωμικό που γίνεται κυριολεκτικό θυμίζοντας την παράδοξη λειτουργία της τρέλας ως ορόσημο της ίδιας της ελευθερίας του «ανθρώπινου είναι».
Ενα μωρό κλαίει σπαραχτικά. Πεινάει; Πονάει; Δεν έχει λόγια να το πει. Ποιος ακούει; Tι ακούει; Aν μείνει δίχως ανταπόκριση, ο ήχος του κλάματος σβήνει. Aνοίγει ο δρόμος της απόσυρσης. Ενας επίδοξος, ίσως, Μπάρτλεμπι εκκολάπτεται. Ο ήρωας του Μέλβιλ που, μονότονα σε κάθε ερέθισμα του περιβάλλοντος, επαναλαμβάνει «θα προτιμούσα όχι». Η βία με τις δυο όψεις καραδοκεί. Η βία να καταστρέφεις ή να καταστρέφεσαι.
«Οταν ήμουνα στο ψυχιατρείο», λέει η σπουδαία συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, «μου συνέβη κάτι που με πλήγωσε όσο λίγα πράγματα στη ζωή μου. Οταν πρωτοπήγα είχα σαν δικαίωμα να βγαίνω στον κήπο μόνο ένα τέταρτο. Γιατί έπαιρνα πολλά φάρμακα και δεν μπορούσα να στέκομαι πολλή ώρα. Ολη τη μέρα περίμενα αυτό το τέταρτο για να πάρω λίγο αέρα. Μ’ έβγαζε πάντα μια νοσοκόμα. Μια μέρα βγαίνουμε και μετά από τρία λεπτά μου λέει: «Γυρίζουμε». Της λέω: «Πώς γυρίζουμε, αφού δεν έχουμε κάτσει ένα τέταρτο». Και ξέρεις τι μου ‘πε; «Ποιος θα πιστέψει εσένα, πουλάκι μου; Εσένα ή εμένα, ότι κάτσαμε ένα τέταρτο;». Δεν θα ξεχάσω ποτέ το «Πουλάκι μου. Ποιος θα σε πιστέψει εσένα;».
Πέρασα πολλά εκεί, Φωτεινή. Αυτή όμως η φράση μού έμεινε. Αισθάνθηκα πραγματικά ότι ήμουνα τρελή ή ότι τρελαινόμουνα. Oλη η ψυχιατρική είναι πράξη σχέσης αρρώστου με τους ανθρώπους που είναι καλά, με τα τέρατα, τι να πω; Κι εγώ μέσα μου αναρωτιόμουν: «Δεν υπάρχει καμία σωτηρία πια για μένα;»». (Μαργαρίτα Καραπάνου, Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως;, εκδ. Καστανιώτη, 2019).
Πόσοι απεγνωσμένοι άνθρωποι, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου διερωτώνται σήμερα αν υπάρχει γι’ αυτούς σωτηρία; Κάποιοι βγαίνουν ψηλά σε ένα μπαλκόνι, όπως προ ημερών ο Σύριος μετανάστης. Απειλούν να βάλουν φωτιά, να καταστρέψουν, να καταστραφούν. Πώς καταστρέφεται ένας ήδη κατεστραμμένος; Σε νυχτερινούς εφιάλτες ουρλιάζεις αλλά δεν βγαίνει φωνή. Σαν να υπάρχει ένας αυτόματος κρυφός μηχανισμός ακύρωσης της φωνής σου.
Ομως η Μαργαρίτα μίλησε. Ανοιξε το στόμα της και η ιστορία σαν πουλί πέταξε από το κλουβί. Εγινε βιβλίο, έγινε χιλιάδες αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Κάθε χρόνο και περισσότερο το «ποιος θα σε πιστέψει εσένα, πουλάκι μου» βρίσκει τρόπο να φτάνει στα αυτιά μας. Η φωνή της ακούγεται ξανά. Και δεν είναι η μόνη. Eκείνος που απειλεί να ταράξει την ευρυθμία ενός απορρυθμισμένου συστήματος αναγορεύεται σε εχθρό.
Κι όμως ο ευάλωτος από τη μεταχείριση που του επιφυλάσσεται αποκαλύπτει, εν τέλει, την ευαλωτότητα του συστήματος. Η φωνή είναι σαν το φως. Βρίσκει τρόπο να τρυπώνει μέσα από αναπάντεχες χαραμάδες. Μέσα στο σκοτάδι παράγει ήχο. Παράγει συναίσθημα, τρυφερότητα, θυμό, αντίδραση. Αλλωστε η ελπίδα, αν θα υπάρξει, θα υπάρξει μέσα από τη φωνή όλων εκείνων που δεν ακούγεται η φωνή τους.
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.