Πολλά θα ειπωθούν για τη δέκατη επέτειο της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008. Εγώ θα επικεντρωθώ στην παγκόσμια οικονομία, η οποία δεν είναι τόσο αδύναμη όσο πολλοί φαίνεται να νομίζουν. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η πραγματική αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ (με σταθμισμένο τον πληθωρισμό) ήταν κατά μέσον όρο 3,7% την περίοδο 2000-2010. Συγκριτικά, τη δεκαετία που διανύουμε η μέση ετήσια ανάπτυξη ήταν μέχρι σήμερα 3,5%. Ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από τον μέσο όρο τη δεκαετία του 2000, αλλά υψηλότερο από το 3,3% που ήταν τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Υπολογίζω ότι η Κίνα συνεισέφερε πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ανάπτυξης τη δεκαετία αυτή από όσο κατά το παρελθόν, καθώς το ΑΕΠ της σχεδόν τριπλασιάστηκε από τα 3,5 τρισ. δολάρια που ήταν στα τέλη του 2008 στα περίπου 13 τρισ. δολάρια σήμερα. Αυτά τα επιπλέον 8 τρισ. δολάρια αντιστοιχούν σε περισσότερο από το ήμισυ της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ την περασμένη δεκαετία.
Αποδίδω εδώ και καιρό τη χρηματοοικονομική κρίση στις ανισορροπίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, που είναι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο. Ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ ήταν κοντά στο 5% του ΑΕΠ το 2008 (και κοντά στο 7% κάποια τρίμηνα του 2007), η Κίνα διατηρούσε ένα υπερβολικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 9% ή και υψηλότερο.
Οταν ξέσπασε η κρίση, προέβλεψα ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα θα έπρεπε σε κάποιον βαθμό να αλλάξουν θέσεις τη δεκαετία που θα ακολουθούσε. Η Κίνα χρειαζόταν να αποταμιεύει λιγότερα και να δαπανά περισσότερα. Κρίνοντας σήμερα από τις τρέχουσες συναλλαγές, αμφότερες οι χώρες μοιάζουν να έχουν κάνει σημαντική πρόοδο. Το 2018 το κινεζικό πλεόνασμα θα έχει πέσει περίπου στο 0,5%-1% του ΑΕΠ, πράγμα αξιοσημείωτο αν αναλογιστεί κανείς ότι το ΑΕΠ υπερδιπλασιάστηκε από το 2008. Εξίσου αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θα καταγράψουν έλλειμμα της τάξεως του 2%-2,5% του ΑΕΠ, δηλαδή εντός του εύρους 2%-3% που πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν βιώσιμο.
Αλλοι παγκόσμιοι δείκτες ωστόσο δεν είναι τόσο ενθαρρυντικοί. Το 2008 η ευρωζώνη διατηρούσε έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της τάξεως του 1,5%, με τη Γερμανία να εμφανίζει πλεόνασμα περίπου 5,5%. Αλλά το μεγάλο πλεόνασμα της Γερμανίας οφειλόταν εν πολλοίς στα μεγάλα ελλείμματα άλλων κρατών της ευρωζώνης, και αυτή η ανισορροπία επιδείνωσε την κρίση του ευρώ μετά το 2009. Εκτοτε το πλεόνασμα της Γερμανίας διογκώθηκε στο 8% περίπου, κάτι που είναι ανησυχητικό. Το αποτέλεσμα είναι η ευρωζώνη τώρα να έχει πλεόνασμα κοντά στο 3,5%, πιθανώς εξαιτίας σειράς ετών χαμηλής εσωτερικής ζήτησης που παρατηρείται σε μεσογειακά κράτη-μέλη. Αυτό αποτελεί ασφαλώς σημάδι περαιτέρω αστάθειας στο μέλλον. Πράγματι, η αργά εξελισσόμενη κρίση στην Ιταλία ίσως είναι ένας προάγγελος για το τι περιμένει την ευρωζώνη.
Ενα κεντρικό στοιχείο της οικονομίας πριν από τη χρηματοοικονομική κρίση ήταν η αμερικανική φούσκα των ακινήτων, η οποία με τη σειρά της ήταν το αποτέλεσμα της επινόησης εκ μέρους του χρηματοοικονομικού τομέα όλο και πιο περίπλοκων (και αμφίβολων) μεθόδων ανακύκλωσης των παγκόσμιων αποταμιεύσεων. Σήμερα, μία δεκαετία αργότερα, χάρη στην αυξανόμενη ζήτηση από ξένους πλούσιους επενδυτές, πολλές «διεθνείς» πόλεις, όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, το Σίδνεϊ και το Χονγκ Κονγκ, έχουν πάλι τιμές ακινήτων που μόνο μια μικρή μειονότητα των μονίμων κατοίκων τους μπορεί να αντέξει.
Αλλά εφέτος υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι τιμές των οικιών σε αυτές και σε άλλες πόλεις ίσως ακολουθήσουν αντίστροφη πορεία. Κάτι τέτοιο προοιωνίζονται δράσεις που αναλαμβάνουν οι δημοτικές αρχές και αποσκοπούν στην εξασφάλιση μιας πιο οικονομικής στέγης για τους κατοίκους. Μπορεί, βεβαίως, αυτό να σημαίνει ότι αρχίζουν να σπανίζουν οι εύποροι νέοι αγοραστές.
Ασφαλώς μια σταδιακή πτώση των τιμών των ακινήτων στις πόλεις αυτές θα ήταν καλοδεχούμενη εξέλιξη για λόγους οικονομικής και κοινωνικής ισότητας. Αλλά μάταια θα έψαχνε κάποιος ερευνητής μια ιστορική περίοδο κατά την οποία η υποχώρηση των τιμών των ακινήτων δεν προκάλεσε αρνητικές παρενέργειες.
Εχοντας αναλάβει την προεδρία του Chatham House (σ.τ.μ.: πρόκειται για το Βασιλικό Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων της Βρετανίας, έναν μη κερδοσκοπικό και μη κυβερνητικό οργανισμό που εδρεύει στο Λονδίνο και έχει ως αποστολή τη μελέτη και ανάλυση επίκαιρων διεθνών ζητημάτων), ενθαρρύνω θερμά την εκπόνηση περισσότερων ερευνών για τους τρόπους που παράγοντες όπως το κόστος της στέγης συνδέονται με ευρύτερα ζητήματα ανισότητας εισοδημάτων και πλούτου. Κατά τη γνώμη μου, χρειαζόμαστε πολύ καλύτερες μετρήσεις για να εντοπίσουμε αυτές τις διασυνδέσεις.
Για παράδειγμα, είναι σαφές ότι η ανισότητα του πλούτου αυξήθηκε πολύ περισσότερο από την ανισότητα των εισοδημάτων την τελευταία δεκαετία, με την ταχεία αύξηση των τιμών των ακινήτων στις πόλεις να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, η οικονομική ανισότητα συνιστά ένα σοβαρό πρόβλημα.
Αν οι κοινές αντιλήψεις για την ανισότητα τείνουν να διογκώνουν την πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει επειδή τα ανώτατα στελέχη πολλών επιχειρήσεων κερδίζουν όλο και πιο τεράστια ποσά συγκριτικά με τους υφισταμένους τους εργαζομένους. Τέτοια πακέτα αμοιβών εξηγούνται αν συνδεθούν με την πορεία της μετοχής της επιχείρησης, αλλά δύσκολα δικαιολογούνται.
Ενα άλλο ζήτημα που ελπίζω να μελετήσουμε στο Chatham House είναι η περίεργη κούρσα των μετοχών που βιώνουμε σχεδόν αδιάκοπα από το 2009 και τροφοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αγορές ιδίων μετοχών από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Σε κάποιες σημαντικές περιπτώσεις, οι εταιρείες έφθασαν να εκδίδουν ομόλογα για να χρηματοδοτήσουν τις αγορές των μετοχών τους. Οι αυξανόμενες αυτές αγορές ιδίων μετοχών εξηγούν γιατί οι επενδύσεις σταθερού εισοδήματος και η παραγωγικότητα παρέμειναν τόσο χαμηλά στη Δύση; Και μπορούν αυτοί οι μακροοικονομικοί παράγοντες να εξηγήσουν κάποιες πολιτικές αναταραχές σε Δυτικές δημοκρατίες, όπως είναι η Βρετανία και οι ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια;
Και στα δύο αυτά ερωτήματα υποψιάζομαι ότι η απάντηση είναι ναι. Αν δεν μπορέσουμε να επαναδημιουργήσουμε έναν κόσμο στον οποίο τα επιχειρηματικά κέρδη εξυπηρετούν κάποιον σκοπό, η πιθανότητα περισσότερων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών θα παραμείνει ανυπόφορα υψηλή.
Το Βήμα – The project syndicate
 
Ο κ. Τζιμ Ο’ Νιλ, πρώην πρόεδρος του κλάδου διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της Goldman Sachs και πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, είναι πρόεδρος του Chatham House.