Για το ελληνικό καλοκαίρι έχουν γραφτεί αμέτρητα λογοτεχνικά έργα, ποιήματα και τραγούδια. Το ερώτημα που επανέρχεται, βέβαια, είναι «ποιοι το χαίρονται;».

Θυμάμαι ένα αρκετά παράδοξο αίσθημα που είχα διαβάζοντας το βιβλίο του Ζήσιμου Λορεντζάτου «Στου τιμονιού το αυλάκι», και συγκεκριμένα μιαν ανταπόκριση από το ταξίδι του στις Μικρές Κυκλάδες το 1975. Βυθισμένη στις μαγευτικές περιγραφές του προνομιούχου διανοούμενου, αναλογίστηκα πόσο λίγο έχω ταξιδέψει στις Κυκλάδες και πόσο ακριβές πάντοτε μου φαίνονταν, με δεδομένο μάλιστα πως μεγάλωσα στη Σύρο, όπου και έζησα μέχρι τα δεκαοκτώ μου χρόνια.

Ως συγγραφέας, διεκδίκησα να μείνω και να εργαστώ για μία εβδομάδα προ δύο ετών στο Σπίτι Λογοτεχνίας στις Λεύκες Πάρου (δύο άτομα πληρώσαμε 400 ευρώ τη διαμονή επτά ημερών για ένα μικρό δίκλινο δωμάτιο) και έτσι επισκέφθηκα για πρώτη φορά ενθουσιωδώς το νησί της Πάρου, για να επιβεβαιώσω με πικρία πως το σπάνιο αυτό οίκημα καταρρέει, τίποτα δεν μοιάζει να συνδέει τον τόπο με τη σύγχρονη λογοτεχνία και κανέναν δεν φαίνεται να νοιάζει πόσα θα μπορούσαν να προσφέρουν λογοτέχνιδες και μεταφραστές στην πολιτιστική ζωή του μέρους εν μέσω θέρους.

Με αυτή την αφορμή, και αφού έμειναν, κατ’ ουσίαν, αναπάντητες οι συλλογικές επιστολές διαμαρτυρίας που ακολούθησαν την εν λόγω εμπειρία, αναρωτήθηκα το εξής: Αν υποθέσουμε πως το ελληνικό καλοκαίρι είναι μια ευκαιρία να μοιραστούμε ιστορία, μνήμη και δημιουργία, φύση και ανάπαυλα με ντόπιους και επισκέπτες, τι μοιραζόμαστε, εν τέλει, και με ποιους;

Η νέα γενιά, ανάμεσα σε ανεργία και εργασιακή επισφάλεια, τρέχει να δουλέψει σεζόν για να τα βγάλει πέρα με τη μαύρη τρύπα του ελληνικού χειμώνα και έτσι δεν έχει, κατά κύριο λόγο, καιρό να σκεφτεί και να μας πει πώς θα ήταν ωραία να αναδημιουργήσουμε και να βιώσουμε το ελληνικό καλοκαίρι. Εκτός των άλλων, στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της όλο και λιγοστεύουν τα δημόσια αγαθά που μπορεί να ευχαριστηθεί.

Για παράδειγμα στην πόλη μου, την Ερμούπολη, για όσους δεν οδηγούμε και δεν έχουμε είτε τον χρόνο είτε και τα χρήματα να πάμε για μπάνιο με λεωφορείο στις παραλίες που υπάρχουν στα συριανά χωριά, για δεκαετίες η λύση ήταν τα πανέμορφα «Αστέρια», μια τσιμεντένια πλατφόρμα μέσα στη θάλασσα, στην αριστοκρατική συνοικία «Βαπόρια», στην καρδιά της πόλης, όπου μπορούσε κανείς να χαρεί ήλιο και βουτιές, αγναντεύοντας ουρανό και νεοκλασικά σπίτια χτισμένα στην άκρη των βράχων.

Πάει καιρός που ο μικρός μας παράδεισος παραδόθηκε σε ένα αθεράπευτα θορυβώδες καφέ-μπαρ που έχει απλώσει τις πανάκριβες πολυθρόνες θαλάσσης του ακριβώς εκεί που άλλοτε μια καλαμωτή πρόσφερε συμπαθητική σκιά στις παρέες και στα μοναχικά όντα που ξάπλωναν ξέγνοιαστα στις πετσέτες τους, πολύ πριν το κίνημα της πετσέτας.

Ενα άλλο ενδιαφέρον ερώτημα που αξίζει να μας απασχολήσει είναι το παρακάτω: Με ποιους τρόπους οι επισκέπτες/ριες συνδέονται με το εκάστοτε νησί κατά τη διάρκεια της παραμονής τους; Τι ευκαιρίες τους δίνονται για να έρθουν σε επαφή με τη φυσιογνωμία του τόπου και όχι με όλες εκείνες τις «υποδομές» που έχουν δημιουργηθεί μόνο και μόνο για να τους αρέσουν (ή για να νομίζουν πως τους αρέσουν) – όπως το θορυβώδες καφέ-μπαρ στα «Αστέρια» που χάσαμε;

Κάποιες ιδιωτικές πρωτοβουλίες και μερικά μικρά χειροποίητα φεστιβάλ πάντοτε ρίχνουν παρήγορο, αναπάντεχο φως σε έναν δημόσιο χώρο που ελαχιστοποιείται και σκοτεινιάζει. Τελικά, πώς θα επανασυστήσουμε το ελληνικό καλοκαίρι στους εαυτούς μας και στους άλλους μέσα από ένα πρίσμα που να μη σχετίζεται με το κέρδος; Πώς θα φτάσει το ελληνικό καλοκαίρι να ανήκει σε όλους;

Η απάντηση σε αυτό, όπως θα έλεγε η Μυρσίνη Ζορμπά, είναι μια σύγχρονη, θαρραλέα και συμπεριληπτική, αποκεντρωμένη και μακροπρόθεσμη πολιτική για τον πολιτισμό, με απώτερο σκοπό την πολιτισμική δημοκρατία. Και επειδή η εν λόγω πολιτική δεν έχει καμία ελπίδα τούτη τη στιγμή «από τα πάνω», μία είναι η επιλογή: να τη φέρουμε εμείς «από κάτω». Με επίμονη διεκδίκηση και προστασία του δημόσιου χώρου, του δημόσιου λόγου, του ελεύθερου χρόνου, του φυσικού κάλλους, των διαγενεακών και διαπολιτισμικών συσπειρώσεων που θα επιτρέψουν ανασυγκρότηση των τοπικών κοινοτήτων και, άρα, αναδιαμόρφωση ενός ελληνικού καλοκαιριού με ποιητική και όχι με εμπορική ταυτότητα.

Η κυρία Παυλίνα Μάρβιν είναι ποιήτρια.