Η χαμένη αίγλη της Αμερικής

Γράφουν στο ΒΗΜΑ ο διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών Σωτήρης Ριζάς, η επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης στο ΕΚΠΑ, Τζένη Λιαλιούτη και ο καθηγητής Πολιτισμικής Ιστορίας του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημόσιας Ιστορίας στο ΕΑΠ, Κώστας Κατσάπης.

Ο ορίζοντας των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου είναι ο πιο θολός των τελευταίων δεκαετιών. Με τη μεγάλη πλειονότητα των δημοσκοπήσεων να δίνει είτε αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα είτε προβάδισμα εντός των ορίων του στατιστικού λάθους, η αίσθηση που αποκομίζει κανείς για τον νικητή μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Κάμαλα Χάρις διαβάζοντας τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης έχει περισσότερο να κάνει με το προαίσθημα του εκάστοτε πολιτικού παρατηρητή βάσει της εμπειρίας του ή των ενδόμυχων επιθυμιών του παρά με πρόβλεψη βασισμένη σε ασφαλή δεδομένα.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα πιο ενδιαφέρουσα και, ενδεχομένως, πιο διαφωτιστική, είναι η δημοσκόπηση των New York Times / Siena College (διενεργήθηκε μεταξύ 20 και 23 Οκτωβρίου) που υποδεικνύει ότι το 76% των ψηφοφόρων που προτίθενται να συμμετάσχουν στις εκλογές θεωρούν ότι η αμερικανική δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο. Οι απειλές είναι πολλές – και αντιφατικές: ο Ντόναλντ Τραμπ, το Δημοκρατικό Κόμμα, η κυβέρνηση, η κυβερνητική διαφθορά, η φθορά των θεσμών, οι μετανάστες, η παραπληροφόρηση. Μέτρο της πρωτόγνωρης πόλωσης, αναμφίβολα, αλλά και ένδειξη μιας διάχυτης αμφιβολίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πρότυπο η οποία στη συγκυρία των πολλαπλών κρίσεων αρθρώνεται και στο εσωτερικό τους.

Πόλωση και διάβρωση στον 21ο αιώνα

Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, πριν ακόμη εδραιωθεί η μεταπολεμική ηγεμονία τους ως υπερδύναμης, οι ΗΠΑ είχαν αναδειχθεί σε ισχυρό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης: ακόμα και σε ελληνικές εφημερίδες των αρχών του αιώνα βρίσκει κανείς αναφορές σε «αμερικανική» ταχύτητα προόδου.

Το New Deal του Φράνκλιν Ρούζβελτ υπήρξε υπόδειγμα κρατικής παρέμβασης που αναδείχθηκε σε κυρίαρχο παράδειγμα άσκησης πολιτικής και οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών, ενώ στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου πολιτισμικά πρότυπα από τον κινηματογράφο και το ροκ ως τον καταναλωτισμό και την αντικουλτούρα εξάγονταν προς την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Αποτέλεσμα της τακτικής αυτής ροής «ήπιας ισχύος» από κοινού με τη διπλωματική και στρατιωτική, όπως αυτή εκφραζόταν στη ρητορική αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ενωση και τους πολέμους δι’ αντιπροσώπου ανά τον πλανήτη, ήταν και η ανάδυση του αντιαμερικανισμού ως διακριτής πολιτικής διάθεσης.

Καθώς συμπληρώνεται το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα δεν είναι μόνο το πολιτικό και πολιτισμικό γόητρο της Αμερικής που έχει τρωθεί. Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την αδυναμία των πρόσφατων γηραιών αμερικανών προέδρων να ηγηθούν αποφασιστικά στην πανδημία και τις γεωπολιτικές κρίσεις ή να επικαλεστεί φαινόμενα όπως η παγκόσμια δημοτικότητα της κορεατικής K-Pop, η ίδια η αμφιθυμία όμως του αμερικανικού εκλογικού σώματος για την ποιότητα της δημοκρατίας είναι αρκετή για να υποδηλώσει τη διάβρωση του προτύπου.

Η πολιτική ως πεδίο επιρροής

Του Σωτήρη Ριζά

Η επίδραση της Αμερικής στις παγκόσμιες υποθέσεις γίνεται αντιληπτή κυρίως στο πλαίσιο της πολιτικής ισχύος. Η αμερικανική επίδραση στον κόσμο μετά τη δεκαετία του ’30 ήταν ωστόσο έντονη και στο επίπεδο των ιδεών και της προβολής προτύπων οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Το New Deal του προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ, το 1933, ήταν ένα νέο πρότυπο οικονομικής πολιτικής που αποσκοπούσε στην υπέρβαση της οικονομικής ύφεσης λόγω της κρίσης του 1929. Συνιστούσε εγκατάλειψη των αρχών της ελάχιστης ανάμειξης του κράτους στην οικονομία και της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, οι οποίες είχαν αποδειχθεί ατελέσφορες κατά την τριετία 1929-1932. Εφεξής το κράτος θα αναλάμβανε να αναζωογονήσει την οικονομία και την απασχόληση με ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων και θα αγνοούσε το έλλειμα του προϋπολογισμού. Επίσης, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επρόκειτο να εγκαθιδρύσει το 1935 ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Υπό την εμπειρία της παγκόσμιας κρίσης του 1929 η αντίληψη ότι η οικονομία της αγοράς μπορούσε να αυτορρυθμίζεται εγκαταλείφθηκε. Ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία θα ήταν πλέον το πρότυπο πολιτικής που θα υιοθετούσαν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης με διάφορες παραλλαγές που προέκυπταν από τις ιστορικές παραδόσεις, την κουλτούρα και τους κοινωνικούς συσχετισμούς στην καθεμία από αυτές. Η ανάπτυξη, η ευημερία μέσω της διεύρυνσης των μεσαίων στρωμάτων που θα διέθεταν αυξημένη αγοραστική δύναμη και, συνεπώς, ικανότητα κατανάλωσης και, τέλος, η επίτευξη της κοινωνικής συνοχής ήταν εφεξής καθήκον του κράτους και των κοινωνικών εταίρων. Η οικονομική ηγεμονία της Αμερικής θα επέτρεπε στην Ουάσιγκτον να διαμορφώσει εν τοις πράγμασι το μεταπολεμικό διεθνές οικονομικό καθεστώς. Η εξαγγελία του Σχεδίου Μάρσαλ το 1947 θα διασφάλιζε τη συνέχιση της Ανασυγκρότησης στη Δυτική Ευρώπη και θα επέτρεπε την εγκαθίδρυση ενός συστήματος ελεύθερου εμπορίου στο πλαίσιο του Δυτικού κόσμου.

Η Αμερική θα αποτελούσε γενικότερα ένα εργαστήριο ιδεών για τον Δυτικό κόσμο. Η «σκληρή» ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών υποβοηθήθηκε από την «ήπια» ισχύ τους που εκδηλωνόταν στο πεδίο των ιδεών, της επιστήμης και της τέχνης, της κατανάλωσης και της pop κουλτούρας. Ειδικά στο πεδίο των ιδεών αυτό έγινε έκδηλο σε δύο αλλεπάλληλα πολιτικά «κύματα». Το πρώτο εκδηλώθηκε με την υποψηφιότητα του υπερσυντηρητικού Ρεπουμπλικανού Μπάρι Γκολντγουότερ, ο οποίος όμως ηττήθηκε κατά κράτος από τον Δημοκρατικό Λίντον Τζόνσον στις προεδρικές εκλογές του 1964.

Η νεοσυντηρητική κίνηση ωρίμασε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπό το φως της κρίσης του πετρελαίου του 1973, η οποία οδήγησε στην επανεξέταση του κρατικού παρεμβατισμού και του κράτους ευημερίας. Νεοφιλελεύθεροι και νεοσυντηρητικοί αρχικά αντιπροσωπεύθηκαν στη Βρετανία από τη Μάργκαρετ Θάτσερ και στην Αμερική από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και επικράτησαν εν συνεχεία στον συντηρητικό-φιλελεύθερο χώρο σε όλο τον Δυτικό κόσμο. Υπέδειξαν ως υπεύθυνους για την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70 την κρατική παρέμβαση, τα δημοσιονομικά ελλείμματα, την υψηλή φορολογία και τα αιτήματα των συνδικάτων. Ολα αυτά, υποστήριζαν, έτειναν να περιορίζουν το ποσοστό του κέρδους και να εκμηδενίζουν τα κίνητρα για ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου και επενδύσεις. Προέκταση της φιλοσοφίας αυτής ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων από το 1986, γεγονός που σήμαινε την παγκοσμιοποίηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Η παγκοσμιοποίηση σήμαινε, ασφαλώς, ακόμα περισσότερα. Ο κόσμος γινόταν μικρότερος: η τεχνολογική εξέλιξη σήμαινε άμεσες επικοινωνίες και ανταλλαγές, όχι μόνο οικονομικές αλλά και ιδεών και αντιλήψεων, οι φθηνές αεροπορικές συγκοινωνίες σήμαιναν ότι όλο και περισσότεροι ταξίδευαν στην κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση σήμαινε επίσης συγκρούσεις τρόπων ζωής και αποδιαρθρώσεις, κοινωνικές κρίσεις, αδυναμία των κυβερνήσεων να ελέγξουν οικονομικά μεγέθη και να αναδιανείμουν πόρους στην έκταση που το έκαναν έως τη δεκαετία του ’80.

Ο λεγόμενος «Τρίτος Δρόμος» των Νέων Δημοκρατικών του Μπιλ Κλίντον και των Νέων Εργατικών της Βρετανίας του Τόνι Μπλερ στη δεκαετία του ’90, αμερικανικής προέλευσης ωστόσο, επιχείρησε να υποδείξει μια πολιτική σοσιαλδημοκρατικής προσαρμογής στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία χωρίς το στοιχείο της αναδιανομής, προβάλλοντας μια αντίληψη διαρκούς κινητικότητας του εργατικού δυναμικού και συνεχούς επανακατάρτισής του ώστε να καθίσταται απασχολήσιμο.

Η οικονομική πολιτική ήταν το προνομιακό πεδίο για την ανάδειξη νέων πολιτικών διαχείρισης της οικονομικής κρίσης του 2008 όταν η Αμερική, σε αντιδιαστολή προς την υπό γερμανική ηγεμονία ευρωζώνη, επιχείρησε την αντιμετώπιση μιας βαθύτατης ύφεσης με ελλειμματική χρηματοδότηση και συνεπώς διόγκωση του δημοσίου χρέους. Αντίστοιχα, με την ίδια μέθοδο και λογική, με αφετηρία και πάλι την Αμερική, αλλά αυτή τη φορά με την υιοθέτηση ανάλογης πολιτικής εκ μέρους της ευρωζώνης, αντιμετωπίστηκε και η οικονομική πλευρά της πανδημίας του 2020.

Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Περιμένοντας τον πλανητάρχη

Της Τζένης Λιαλιούτη

Είμαστε «μια πόλη χτισμένη ψηλά στο βουνό, τα βλέμματα όλου του κόσμου είναι στραμμένα πάνω μας» επαναλάμβαναν, παραφράζοντας το Ευαγγέλιο, ο ένας μετά τον άλλον, αμερικανοί πολιτικοί ηγέτες, προβάλλοντας το αμερικανικό πολιτικό σύστημα ως κάτι εντελώς εξαιρετικό, στην ιστορία της ανθρωπότητας, και συγχρόνως ως οικουμενικό πρότυπο. Δεν ήταν ένα απλό ρητορικό τέχνασμα, αλλά πεποίθηση ριζωμένη στην εθνική ιδεολογία.

Στον Ψυχρό Πόλεμο, ο εθνικός αυτός μύθος εξελίχθηκε σε ένα ισχυρό προπαγανδιστικό όπλο έναντι του μεγάλου αντιπάλου, της Σοβιετικής Ενωσης και του κομμουνισμού. Η ανάδειξη της αμερικανικής δημοκρατίας σε πρότυπο για τον «Ελεύθερο Κόσμο» ήταν από τα συστατικά στοιχεία της ηγεμονίας των ΗΠΑ. Η αμερικανική δημόσια διπλωματία, με οργανωτικό φορέα τη United States Information Agency (USIA), αντιλαμβανόταν το πολιτικό σύστημα ως στοιχείο της αμερικανικής ισχύος. Μέσα από μία δέσμη δράσεων φιλοτεχνούσε την εικόνα της Αμερικής ως δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας, ενώ επιχειρούσε συστηματικά να εκτιμήσει την απήχηση αυτής της εικόνας στη διεθνή κοινή γνώμη.

Η προσπάθεια αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με μια σειρά από εθνικές και διεθνείς προκλήσεις, όπως οι φυλετικές διακρίσεις, η δολοφονία Κένεντι και ο πόλεμος του Βιετνάμ. Η ελληνική δικτατορία και οι προσλήψεις που σχηματίστηκαν στην ελληνική κοινωνία αναφορικά με τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, υπήρξε επίσης μία τέτοια πρόκληση. Στις μάλλον περιορισμένης επιτυχίας δράσεις με τις οποίες η USIA επιχείρησε να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση της αμερικανικής δημοκρατίας από την ελληνική κοινή γνώμη περιλαμβάνονταν και η διοργάνωση έκθεσης αφιερωμένης στις προεδρικές εκλογές του 1972, που φιλοξενήθηκε στο ξενοδοχείο Χίλτον.

Με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου ο αμερικανός πρόεδρος απολάμβανε την αίγλη του «πλανητάρχη» επειδή αναγνωριζόταν ως γεωπολιτικά και ιδεολογικά κυρίαρχος. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και το αμερικανικό μοντέλο της φαίνονταν να είναι το τελευταίο κεφάλαιο της Ιστορίας. Στα 1999 οι ΗΠΑ προχώρησαν στην κατάργηση της USIA κλείνοντας έτσι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της δημόσιας διπλωματίας και προπαγάνδας. Λίγα χρόνια μετά, στη διάρκεια της προεδρίας Μπους και των πολέμων κατά της Τρομοκρατίας, ο αντιαμερικανισμός διεθνώς έφτασε σε πρωτόγνωρα για τα μεταψυχροπολεμικά δεδομένα επίπεδα. Το φαινόμενο έγινε αντιληπτό ως απειλή για την αμερικανική ισχύ.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ανάγκη ανόρθωσης της εικόνας των ΗΠΑ βρέθηκε στο επίκεντρο της καμπάνιας Ομπάμα το 2008. Εμβληματική στιγμή αυτής της καμπάνιας, που απευθυνόταν συγχρόνως στην αμερικανική και στη διεθνή κοινή γνώμη, ήταν η ομιλία του Μπαράκ Ομπάμα ως προεδρικού υποψηφίου στο Βερολίνο. Ο ίδιος, στη λήξη της δεύτερης προεδρικής θητείας, επέλεξε την Αθήνα για να εκφωνήσει μια ομιλία η οποία επιχειρούσε να αναβιώσει τον μύθο της δημοκρατικής πολιτείας που συνιστά οικουμενικό πρότυπο.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρά την ιδιαίτερα θετική αποτίμηση της προεδρίας Ομπάμα, η εικόνα των ΗΠΑ φαίνεται να έχει σημαδευτεί από ρωγμές οι οποίες υπερβαίνουν τη συγκυρία της προεδρίας Τραμπ. Οι σημαντικότερες από αυτές αφορούν την πρόσληψη της αμερικανικής ισχύος στο πλαίσιο μιας μεταβαλλόμενης και ασταθούς γεωπολιτικής σκακιέρας, καθώς και την πρόσληψη της αμερικανικής δημοκρατίας. Η μη επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το 2020, δεν στάθηκε αρκετή για να αναστρέψει τις αρνητικές εντυπώσεις που προκάλεσε η ανάδειξή του στο προεδρικό αξίωμα, σε συνδυασμό με τον προβληματισμό που καταγράφεται διεθνώς για την πόλωση και τον βαθύ διχασμό που χαρακτηρίζουν σήμερα την αμερικανική κοινωνία.

Σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center το 2021 οκτώ στους δέκα πολίτες μιας ομάδας δεκαέξι χωρών – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα – απορρίπτουν την ιδέα ότι η αμερικανική δημοκρατία συνιστά πρότυπο, με το 57% να υποστηρίζει ότι έπαψε να έχει αυτόν τον ρόλο τα τελευταία χρόνια και το 23% να δηλώνει ότι δεν τον είχε ποτέ. Οι τάσεις που αναδύονται ως προς την εικόνα της Αμερικής φαίνεται να συμβαδίζουν με τις μεταβολές στην εθνική αυτοεικόνα. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση (πηγή «New York Times»), το 76% των Αμερικανών εμφανίζεται να πρεσβεύει πως η αμερικανική δημοκρατία απειλείται, παρότι η απειλή αυτή ερμηνεύεται με πολύ διαφορετικούς τρόπους.

Ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου είναι αμφίβολο αν θα μπορεί να μιμηθεί τους προκατόχους του δηλώνοντας πως ηγείται μιας δημοκρατικής πολιτείας «χτισμένης ψηλά στο βουνό» προς την οποία η υφήλιος στρέφει το βλέμμα με θαυμασμό.

Η κυρία Τζένη Λιαλιούτη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης στο ΕΚΠΑ.

Τα δημητριακά και η προπαγάνδα

Του Κώστα Κατσάπη

«Ποτέ δεν θα επέλθει κοινωνική ειρήνευση αν οι Βέλγοι δεν έχουν ως μεγαλύτερη έγνοια τους το ποια μάρκα δημητριακών θα επιλέξουν και όχι το ποιο κόμμα θα ψηφίσουν». Αυτή (ή περίπου αυτή) ήταν η απόφανση ενός αμερικανού αξιωματούχου στα πρώτα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια, όπως την αναφέρει στο βιβλίο του Σκοτεινή ήπειρος ο Μαρκ Μαζάουερ. Πιθανώς μια τέτοια γνώμη να φαντάζει αποτυχημένο ευφυολόγημα όταν γνωρίζουμε το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Ευρώπη τα επόμενα «τριάντα ένδοξα» χρόνια (στα οποία παρά τη ραγδαία αύξηση της κατανάλωσης οι πολιτικές έριδες δεν βγήκαν ποτέ από την ατζέντα), ωστόσο καλό είναι να έχουμε στο μυαλό μας την κατάσταση της ευρωπαϊκής ηπείρου την επαύριο της λήξης του Μεγάλου Πολέμου.

Χώρες κατεστραμμένες, υποδομές διαλυμένες, οι οικονομίες δεκαετίες πίσω και οι μνήμες της συμφοράς που βίωσαν τον Μεσοπόλεμο οι ευρωπαϊκοί λαοί (ιδίως οι ηττημένοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) ακόμη νωπές: βία, πληθωρισμός, ανεργία, πείνα. Και δίπλα σε όλα αυτά, οικονομικό κραχ, άνοδος φασιστικών καθεστώτων στην εξουσία.

Παρόν δύσκολο, παρελθόν τραυματικό, μέλλον αβέβαιο και μάλλον δυσοίωνο. Ας προσθέσουμε μια παράμετρο την οποία περιγράφει πολύ ωραία ο Τόνι Τζαντ στη δική του συμβολή – ένα πολιτισμικό κλίμα που σε τίποτα δεν προοιωvιζόταν την επανάσταση και τον ριζοσπαστισμό των επόμενων χρόνων: ρυθμοί προνεωτερικοί στην ύπαιθρο, στις μεγάλες πόλεις ήθη και συμπεριφορές που έρχονταν από τον προηγούμενο αιώνα, βικτωριανής κοπής πουριτανισμός στις κοινωνικές σχέσεις. Η αίγλη του αμερικανικού τρόπου ζωής δεν μπορεί να γίνει κατανοητή δίχως να επισημανθούν τα παραπάνω. Μια ζωή που έρχεται φουριόζα όπως η «θεία από το Σικάγο» για να φέρει τα πάνω κάτω στην καθημερινότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν ήταν απλώς μια υπερδύναμη αλλά υπόσχεση για το μέλλον. Μια χώρα νέα και γεμάτη από νέους σε ηλικία ανθρώπους, σφριγηλή, δυναμική, ανοικτή στο όνειρο του καθενός. Οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει πρόεδρός της, οποιοσδήποτε να καταστραφεί ολοκληρωτικά. Η ζωή ως ζαριά. Αυτό εννοούσε ο Βασίλης Βασιλικός σε ανταπόκρισή του από τις ΗΠΑ όταν απάνθιζε στη Μυθολογία της Αμερικής με σημειολογική φαντασία την πινακίδα που του είχε κάνει εντύπωση σε ένα καζίνο του Λας Βέγκας: ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΑΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ. Το αυτοκίνητο, οι ουρανοξύστες, ο ηλεκτρισμός, η ταχύτητα, η χαλαρότητα των ηθών και κυρίως η αφθονία και η κατανάλωση, το king size των πάντων, συνιστούν ένα ανεπανάληπτης ισχύος ελκυστικό πρότυπο για τα εκατομμύρια των στερημένων και απόκληρων της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου.

Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου το American way of life αναπόφευκτα θα μετατραπεί σε καίρια συνιστώσα του. Περίπου τριάντα χρόνια και κάτι μετά τον τερματισμό της διπολικής εποχής (1990) ίσως έχει ξεχαστεί, ωστόσο για τους θιασώτες του σοβιετικού τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών οι λαϊκές δημοκρατίες αντιπροσώπευαν ένα καλύτερο παράδειγμα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που διασφάλιζε όχι μόνο περισσότερη και πιο αυθεντική δημοκρατία, αλλά επίσης (ή κυρίως) μια σταθερότερη ζωή και μια καλύτερη καθημερινότητα. Η

διελκυστίνδα αυτή θα γεννήσει όχι αυτό που σήμερα αποκαλούμε «πολιτισμικούς πολέμους» αλλά πολέμους για το πολιτισμικό (υπό την ευρεία έννοια) πρότυπο ανάπτυξης. Η υπόγεια αυτή ψυχροπολεμική σύγκρουση θα αποτυπωθεί στη λαϊκή, δημοφιλή (pop) κουλτούρα των δύο παρατάξεων ποικιλοτρόπως και συστηματικά. Δεν αναφέρομαι σε θεσμοθετημένες δράσεις όπως είναι η πρόσκληση καλλιτεχνών και διανοουμένων στη Μόσχα ή τις ΗΠΑ, ούτε στην υλοποίηση προγραμμάτων χρηματικής αρωγής (ενίοτε αλλά όχι σπάνια με μυστική χρηματοδότηση) από ιδρύματα, υπουργεία και οργανισμούς, αλλά σε προπαγάνδιση του τρόπου ζωής στον «ελεύθερο» ή τον «σοσιαλιστικό» κόσμο ως νησίδας ευημερίας, προόδου και ελπίδας.

Το τζουκμπόξ και το φλίπερ με τον μαγευτικό φωτισμό τους, οι εικόνες στο σινεμά, το πλυντήριο και το ηλεκτρικό ψυγείο, οι Κάντιλακ και τα σουπερμάρκετ με την αφθονία αγαθών θα «προσωποποιήσουν» την υπεροχή του αμερικανικού τρόπου ζωής με τρόπο ακαταμάχητο. Απέναντί τους, το εργοστάσιο, η τεχνολογική πρόοδος, η γοργά αναπτυσσόμενη επιστήμη και ο ρεαλισμός της οργανωμένης ανάπτυξης θα προταθούν ως ισοβαρά τεκμήρια από τη σοβιετική πλευρά. Για τη συζήτηση αυτή η οριστική απάντηση στο ερώτημα δεν θα δοθεί με την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων αλλά λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα: τα άλματα των Αμερικανών στον τομέα μιας τεχνολογίας κατευθυνόμενης στη μαζική κατανάλωση (προσωπικοί υπολογιστές, αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές κ.λπ.) θα είναι ως προς τούτο καθοριστικά, ενώ η σοκαριστική εμπειρία του Τσερνόμπιλ θα λειτουργήσει απλώς ως η τελευταία πρόκα στο φέρετρο του σοβιετικού αντιπαραδείγματος.

Ο κ. Κώστας Κατσάπης διδάσκει Πολιτισμική Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημόσια Ιστορία στο ΕΑΠ. Εχει συγγράψει και επιμεληθεί οκτώ βιβλία, με τελευταίο από αυτά το υβριδικό Αυστραλία. Η επιστροφή, που εκδόθηκε (2024) από τις εκδόσεις Θεμέλιο.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.