«Πολιτική είναι να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε».
Ουίνστον Τσόρτσιλ
Ο πολιτικός λόγος είναι ένα ιδιαίτερο είδος λόγου το οποίο υπάρχει, όπως είναι γνωστό, από την αρχαιότητα. Είτε προφορικός είτε γραπτός, αναφέρεται σε οικονομικά, κοινωνικοπολιτικά και γενικότερου ενδιαφέροντος θέματα. Πρόθεση του ομιλητή με αυτόν είναι να πείσει για την ορθότητα καθώς και την ωφελιμότητα των πολιτικών του θέσεων, με στόχο να ωθήσει τον ακροατή-αναγνώστη στη λήψη απόφασης και στις ενέργειες που επιθυμεί. Ο ακροατής λοιπόν, ουσιαστικά ο ψηφοφόρος, πρέπει να πειστεί ότι η απόφασή του θα είναι σύμφωνη με τα δικά του προσωπικά συμφέροντα και με τα συμφέροντα του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει. Για τον σκοπό αυτόν και ο πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται αφενός βέβαια από τη λογική επιχειρηματολογία του, αφετέρου από τη ρητορεία και τις μεθόδους-τεχνικές με τις οποίες επιδιώκεται η συναισθηματική φόρτιση του δέκτη (καταφατικό, πληθωριστικό σε εκφραστικά μέσα λόγο με δεοντολογίες, συνθήματα, μεγαλοστομίες κ.τ.λ.) με το αντίστοιχο ύφος και γλώσσα του σώματος φυσικά. Ουσιώδες είναι ο ομιλητής να διαθέτει ευρεία οπτική γωνία για τα πράγματα, ώστε να έχει την ευελιξία να γεφυρώνει την απόσταση μεταξύ του Επίκαιρου και του Μεγάλου.
Εδώ και πολλά χρόνια οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι πολιτικοί, δεν γράφουν μόνοι τους τους λόγους τους. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή των προικισμένων ομιλητών, του Αβραάμ Λίνκολν, του Ουίνστον Τσόρτσιλ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Το ρόλο αυτόν τον αναλαμβάνουν οι λογογράφοι, παλαιό επάγγελμα άλλωστε. Φυσικά είναι απαραίτητο να ξέρει καλά ο λογογράφος ποια ιστορία έχει να αφηγηθεί – γιατί κάθε πολιτικός λόγος είναι μία ιστορία, μία αφήγηση, γι’ αυτό και πρέπει ο λόγος να είναι αποτέλεσμα συλλογικής συνεργασίας του λογογράφου και του πολιτικού.
Ο λογογράφος πρόσθετα πρέπει να έχει πλήρη εικόνα της τρέχουσας ειδησεογραφίας, αλλά και των πρωτοσέλιδων της επόμενης μέρας, ακόμη και των tweet. Κι αυτό, όχι βέβαια γιατί θα γράψει μια ομιλία με το ένα μάτι σε ό,τι θα έλεγαν οι άνθρωποι σε 50 χρόνια, αλλά γιατί είναι χρήσιμο να τον απασχολεί η ευρύτερη εξέλιξη της πραγματικότητας σε σχέση με τη δική του αφήγηση μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο πλαίσιο. Ολες οι μεγάλες ομιλίες έχουν το κοινό ότι προαναγγέλλουν κάτι σημαντικότερο από το περιεχόμενο της στιγμής στη συγκεκριμένη συγκυρία. Κάτι πολύ σπάνιο στις μέρες μας.
Κι ύστερα, σπουδαίος είναι ο ρόλος του τίτλου, αφού είναι αυτός που νοηματοδητεί το περιεχόμενο. Το πρώτο πράγμα άλλωστε που απασχολεί το κοινό για την προσέγγιση κάθε λόγου είναι το ερώτημα σχετικά με το πού αναφέρονται οι λέξεις-φράσεις του τίτλου. Στον τίτλο μάλιστα ο ομιλητής θα «κρεμάσει» όλη την υπόλοιπη αφήγηση, αλλιώς δεν θα μπορέσει να την αγκιστρώσει και να σταθεί.
Ενα άλλο καθοριστικό στοιχείο για να είναι σημαντικός ο πολιτικός λόγος είναι η αυθεντικότητα, πράγμα που σημαίνει κάτι παραπάνω από την αλήθεια. Το να λες δηλαδή τα γεγονότα που ήδη ξέρει ο κόσμος όχι απλά και με τον τρόπο που μιλούν οι άνθρωποι στην καθημερινότητα, αλλά με έναν πιο ξεχωριστό, ιδιοφυή και άμεσο τρόπο, που να εξασφαλίζει αβίαστα την πειστικότητα. Κανένας μεγάλος λόγος δεν μπορεί σήμερα να φτάσει «στον ουρανό», όπως του Λίνκολν και του Κένεντι. Είναι λάθος να καταλαβαίνει το ακροατήριο, επίσης, ότι προσπαθεί πολύ ο ομιλητής και καταλήγει να κοπιάρει με ένα φτωχό αποτέλεσμα.
Πέρα από αυτά, ακόμη και το χιούμορ είναι πολύ θετικός παράγοντας. Χρειάζεται ωστόσο ομιλητή που να μπορεί να υποστηρίξει τα αστεία. Ο Ομπάμα έλεγε «Βάλτε μου κι άλλα αστεία εδώ», είχε όμως τρομερό τάιμινγκ στο χιούμορ του. Ο πρώην πρόεδρος ήξερε να ανοίγει πρώτα τον εαυτό του και ύστερα άφηνε τη σχέση του με το ακροατήριο να βαθύνει. Για παράδειγμα, είχε πει στην αρχή ενός λόγου του: «Μου είχαν πει ότι οι τελευταίοι τρεις σ’ αυτό το βήμα ήταν ο Πάπας, η Βασίλισσα και ο Μαντέλα, πανύψηλο εμπόδιο για την αρχή ενός πολιτικού!». Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η βαθύτερη γνώση του κοινού του ομιλητή, η κατανόηση της ζωής των άλλων, η ενσυναίσθηση και η βύθιση του εαυτού του σε οπτικές ζωής πέραν της δικής του.
Αναμφίβολα, όμως, πίσω από τα μηνύματα των λέξεων, των φράσεων και των εκφραστικών μέσων κρύβονται οι συμπεριφορικοί κανόνες και αποκρυπτογραφείται η γλώσσα του σώματος, η οποία είναι η ακτινογραφία των σκέψεων του ομιλητή. Ο Μπιλ Κλίντον, «μανούλα» στην εξωλεκτική επικοινωνία, εισάγει μια νέα σχολή στη γλώσσα του σώματος και ενώ πριν οι πολιτικοί έστεκαν στο πόντιουμ με τα χέρια ψηλά, εκείνος περνά μπροστά από το πόντιουμ, απελευθερώνοντας τα χέρια, ώστε να σπάσει την απόσταση. Οι επικοινωνιολόγοι στη συνέχεια δίνουν ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία στην κίνηση. Ο πολιτικός μιλάει και συμπεριφέρεται αλλιώς προεκλογικά και αλλιώς μετεκλογικά. Στις γειτονιές μιλάει όρθιος ή καθιστός στο ίδιο επίπεδο με τους δέκτες, ώστε να γίνεται πιο οικείος στο ακροατήριο. Τις αποστάσεις τις ξαναπαίρνει μετά. Ανάλογα με το κοινό, σχεδιάζεται και η παρουσία του. Αλλιώς θα στηθεί σε μορφωμένους αστούς, αλλιώς σε αγρότες, αλλιώς σε συνδικαλιστές. Οση προεργασία έχει ο λόγος, έχει και το εξωλεκτικό στοιχείο. Τα πάντα εξαρτώνται από το κοινό που απευθύνεται. Ετσι, ανάλογα με το κοινό σχεδιάζεται ο λόγος και πάνω στον λόγο χτίζεται η κίνηση, ώστε κίνηση και λόγος να στέλνουν τα ίδια μηνύματα. Το βλέμμα από πάνω προς τα κάτω δηλώνει εξουσία και αυτό δεν γίνεται ποτέ προεκλογικά, που η κίνηση του βλέμματος είναι σε ευθεία.
Ο πολιτικός κόβει τον τετράγωνο χώρο σε έξι κομμάτια και φροντίζει να κοιτά ανά τακτά χρονικά διαστήματα και στα έξι, στρεφόμενος προς το καθένα ξεχωριστά. Το βλέμμα να είναι σε απόλυτη επαφή με τον κόσμο σε έναν εικονικό διάλογο δίχως λέξεις, όπου με τα μάτια εκείνος που μιλάει εισπράττει την αντίδραση του κοινού, έτσι ώστε, αν υπάρχει δυσφορία, να χρησιμοποιήσει έτοιμα άλλα λόγια εναλλακτικά, ωσότου ζεσταθεί πάλι. Το σώμα παράλληλα πρέπει να αποπνέει αρχηγική δύναμη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά.
Ο πολιτικός λόγος και ειδικά ο προεκλογικός κλείνει με άνοιγμα του κορμού προς τα έξω και τα χέρια σε αγκαλιά, με χαμόγελα και χαιρετισμούς, με χειραψίες, όπου ο πολιτικός αφήνεται να τον πιάσουν (συχνά – αν όχι πάντοτε – σκηνοθετημένα) σαν φίλο, δικό τους άνθρωπο, για να κλείσει η παράσταση.
Στις μέρες μας είναι αλήθεια ότι ο πολιτικός λόγος έχει χάσει την αξιοπιστία του. Συχνά επικρατούν η «ξύλινη γλώσσα» και η ρευστότητα των νοημάτων. Αλλοτε γίνεται προπαγανδιστικός, άλλοτε παραπλανητικός, άλλοτε λαϊκίστικος και άλλοτε εξαντλείται σε εμπάθειες, πολιτικές αντιπαραθέσεις και μικροκομματικές σκοπιμότητες, χάνοντας το κύρος του. Κι όμως, η σημασία του πολιτικού λόγου και η ειλικρινής εικόνα των πολιτικών ηγετών είναι τεράστιες όταν οι πολιτικοί σκύβουν με πραγματικό ενδιαφέρον στα προβλήματα του λαού και χρησιμοποιούν σωστά τον πολιτικό λόγο ως εργαλείο για το κοινό καλό.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.