«Πολιτική ηγεμονία», «πολιτική κυριαρχία», «πολιτική υπεροχή» είναι όροι με τους οποίους οι μελετητές αποπειρώνται εδώ και πολλές δεκαετίες να περιγράψουν το φαινόμενο της καταλυτικής επικράτησης ενός κόμματος σε συνθήκες πλουραλισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Σύμφωνα με την περιγραφή του κορυφαίου πολιτικού επιστήμονα Τζοβάνι Σαρτόρι, «όταν σε ένα πολίτευμα βρίσκουμε ένα κόμμα που ξεπερνά όλα τα υπόλοιπα όντας σημαντικά ισχυρότερο από εκείνα, τότε θεωρείται κυρίαρχο». Ο ορισμός, όπως αποδεχόταν και ο ίδιος, διέθετε αρκετές ατέλειες, εξ ου και στην ανάλυσή του προτιμούσε να κάνει λόγο για «πολιτική υπεροχή» τονίζοντας την ανάγκη η συνθήκη αυτή να λαμβάνει υπόψη της το εύρος της πλειοψηφίας, την ποσοστιαία απόσταση από τους αντιπάλους και τη χρονική διάρκεια της εκλογικής επιτυχίας.

Σε ένα πρώτο επίπεδο εξέτασης τα παραδείγματα πολιτικής ηγεμονίας που αναφέρονται στη βιβλιογραφία συνήθως είναι κοινά. Ωστόσο, πράγματι η μακρά διακυβέρνηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Σουηδία ή η αντίστοιχη του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιαπωνία χρήζουν ερμηνείας όχι μόνο σε επίπεδο εκλογικών κύκλων, αλλά και ποιοτικών χαρακτηριστικών. Πέρα από την απλή μαρτυρία των αριθμητικών δεδομένων, η κυριαρχία σε ένα κομματικό σύστημα εξαρτάται από μια σειρά προϋποθέσεων.

Το οργανωτικό μοντέλο ενός κόμματος ως πρότυπο για άλλα, η επίδραση στην πολιτική ατζέντα, η κατίσχυση σε επίπεδο αρχών και ιδεών, η επιρροή του σε ευρύτερο χώρο από εκείνο των ορίων του, οι κοινωνικές συμμαχίες που σχηματίζει αποτελούν σημαντικά προαπαιτούμενα για την επικράτηση.

Το ίδιο ισχύει και για τη σημασία της χρονικής συγκυρίας, αλλά και για την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού. Δεν είναι όλες οι στιγμές ευοίωνες για την κατίσχυση μιας παράταξης και ακόμη και οι μακρόχρονες ηγεμονίες έχουν την αφετηρία τους στον συντονισμό ενός κόμματος με αιτήματα που εκπορεύονται από την κοινωνία, όπως και στην αδυναμία άλλων πολιτικών χώρων να τα αναγνωρίζουν ή να τα εκφράσουν αποτελεσματικά.

Η παράμετρος της ηγεσίας παίζει αναμφίβολα κομβικό ρόλο. Αν και με αυστηρά κριτήρια οι χαρισματικοί ηγέτες δεν ταυτίζονται με τα σύγχρονα δημοκρατικά συστήματα, καθώς οι κανόνες τους είναι ασυμβίβαστοι με την καταστατική ανεξαρτησία τους από δεσμεύσεις, εν τούτοις δεν είναι ασυνήθιστες οι περιπτώσεις εξεχόντων ηγετών όπως οι Ντε Γκωλ και Μιτεράν στη Γαλλία που αναδιαμόρφωσαν το πολιτικό σκηνικό ασκώντας αδιαμφισβήτητη ηγεμονία.

Το ερώτημα αν στην Ελλάδα βρισκόμαστε ενώπιον μιας παρόμοιας στιγμής κυριαρχίας μετά τις πρόσφατες εκλογές είναι θεμιτό και ταυτόχρονα σύνθετο. Τόσο όμως για την καθαρά κοινοβουλευτική όσο και για την πλήρη επιστημονική του απάντηση θα πρέπει να αναμένει κανείς τη μελέτη των δεδομένων που θα προκύψουν από την κάλπη της 25ης Ιουνίου.