Η Μεταπολίτευση συχνά προσδιορίζεται ως περίοδος «υπερπολιτικοποίησης» – μιας κατάστασης, δηλαδή, όπου το πολιτικό στοιχείο επικρατεί σε σχέση με άλλες αφηγήσεις, όπου η ταυτότητα, δημόσια και ιδιωτική, ορίζεται με άξονα την πολιτική τοποθέτηση του ατόμου. Κληροδοτημένη από τα κινήματα των δεκαετιών του ’50 και του ’60, τροφοδοτημένη από τον πολιτικό εκδημοκρατισμό που ακολουθεί την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, πιστοποιείται από το έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, τη μαζική ένταξη σε κόμματα, τον παλμό των εκδηλώσεων, τον διαρκώς αυξανόμενο πολωτικό χαρακτήρα των εκλογών. Οι σύγχρονες μορφές πολιτικής οργάνωσης και κινητοποίησης που υιοθετούνται πρωτίστως από το ΠαΣοΚ, αλλά εν συνεχεία και από τη ΝΔ, ευνοούν τη συμμετοχή σε διαδικασίες οι οποίες δίνουν την αίσθηση της διεύρυνσης του λόγου στη λήψη αποφάσεων. Σε μια εποχή ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, αναδιανομής του εισοδήματος, μετασχηματισμών της οικογένειας, διαμόρφωσης νέων προτύπων αυτοπροσδιορισμού τόσο η στοίχιση πίσω από πολιτικά προτάγματα όσο και η προσωποποίησή τους στην εικόνα του ηγέτη χαρακτηρίζουν την ελληνική πραγματικότητα για μια εικοσαετία περίπου.
Ωστόσο, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, καθώς οι διαιρέσεις άρχισαν να αμβλύνονται, τα πολιτικά προγράμματα να συγκλίνουν και οι διαχωριστικές γραμμές του Ψυχρού Πολέμου να αποτελούν παρελθόν, το κομματικό τοπίο γίνεται σταδιακά όλο και πιο αραιοκατοικημένο. Ως έναν βαθμό πρόκειται για κανονικοποίηση: η ελληνική κοινωνία παύει να συνιστά εξαίρεση και ακολουθεί την υπόλοιπη Ευρώπη σε μια πιο αποστασιοποιημένη στάση που εκφράζεται και με τη βαθμιαία αύξηση των ποσοστών αποχής από τις εκλογές. Διακρίνεται όμως και η υποχώρηση των συναισθημάτων που επενδύονται στην πολιτική. Με την εξαίρεση της περιόδου της κρίσης, όταν οι πλατείες (και πάλι ως αντανάκλαση αντίστοιχων φαινομένων σε Ευρώπη και ΗΠΑ) καθίστανται για ένα διάστημα χώροι συγκεντρώσεων, πολιτικοποίησης και δημόσιας έκφρασης θυμού και αγανάκτησης, η πολιτική επικοινωνία αλλάζει άρδην μορφή μετακομίζοντας πρώτα στην τηλεόραση και έπειτα στο Διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα. Η απώλεια της αμεσότητας, της συλλογικής αίσθησης που χαρακτηρίζει από τον 19ο αιώνα τα κόμματα, έκδηλης στην επιτόπου παρουσία σε λέσχες, παραρτήματα, συναθροίσεις και πορείες, είναι ενδεικτική της χαλάρωσης των δεσμών μεταξύ προσώπων και παρατάξεων. Το ερώτημα αν η αποπολιτικοποίηση αντικατοπτρίζει περισσότερο τις ιδιαιτερότητες του πρώιμου ελληνικού 21ου αιώνα ή αν αντιστοιχεί ουσιαστικά στις μεγάλες κοινωνικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές μετατοπίσεις του καιρού μας είναι εύλογο. Το ίδιο ισχύει και ως προς το ποιες παρενέργειες κρύβει για τη δημοκρατία η διαφαινόμενη αργή αποδιάρθρωση του άξονα Αριστερά – Δεξιά τόσο ως βασικής γραμμής για την κατανόηση της πολιτικής στοίχισης όσο και ως θεμελιώδους δύναμης που συνείχε επί δύο αιώνες το πεδίο άσκησής της.
Β / Νέες Εποχές