Tο «Δημόσιο πένθος» είναι κατά τη γνώμη μου ένας ωραίος ευφημισμός. Μια υψηλού συμβολισμού τελετουργία που η Πολιτεία προσφέρει στους πολίτες της για να καταλαγιάσουν λίγο μέσα τους αισθήματα καταστροφής και ματαιότητας.
Η Πολιτεία ή η κοινότητα αν προτιμάτε, αυτή είναι που θα αποδώσει τις τιμές, αυτή θα κατεβάσει τις σημαίες μεσίστιες, αυτή θα κηρύξει ενός λεπτού σιγή, αυτή θα κάνει τη διαπραγμάτευση για εκεχειρία όσο να κάψουν οι εμπόλεμοι τους νεκρούς τους και μ’ αυτόν τον τρόπο να εκπαιδευτούν ακόμα και οι ανεπίδεκτοι σ’ αυτό που λέμε κοινή μοίρα.
Τα στεφάνια των διακεκριμένων περαστικών μπροστά από το συγκλονιστικό γλυπτό του Φωκίωνα Ροκ με τον «εκτάδην κείμενο» Αγνωστο Στρατιώτη στο κενοτάφιό του, στην κορυφή της πλατείας Συντάγματος έξω από το Κοινοβούλιο, είναι κατάκτηση του πολιτισμού, από τα πρώτα πράγματα που φροντίζουν να φτιάξουν οι άνθρωποι όταν συγκροτήσουν οντότητα, κρατική ή άλλη.
Απ’ αυτής της απόψεως, ο κοινός νεκρός είναι θέμα ταυτοτικό, διηγείται τις ιστορίες μας, αλλά ο σεβασμός που του αποδίδεται ελάχιστα ακουμπάει τον πυρήνα του αυθεντικού πένθους, για να μην πω και καθόλου. Αποδίδουμε τιμές όλοι μαζί αλλά πενθούμε κατά μόνας, κι αυτό είναι η μαύρη αλήθεια.
τιμές και κυρίως η απόδοση δικαιοσύνης θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία του δημόσιου πένθους και ίσως παρηγορήσουν προς στιγμήν τους ανθρώπους που έχασαν τον δικό τους άνθρωπο. Η οδύνη όμως της απουσίας θα βαστήξει όσο θα βαστάξουν οι ίδιοι οι ξενιστές του: οι πενθούντες προσωπικά.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά η έννοια του πένθους με τη βία που ενέσκηψε πρόσφατα στις ζωές μας, αισθάνομαι πως κλωτσάει άσχημα πάνω στην έννοια «τραύμα», με τη σύγχρονη τουλάχιστον νοηματοδότησή της. Εχουμε περάσει, και περνάμε ακόμα, πάνω από μια δεκαετία κακοχωνεμένης πολιτικής ορθότητας όπου ο καθένας λιτανεύει το προσωπικό του τραύμα με στόχο να εμπλέξει την κοινότητα. Ενα σύστημα απολίθωμα, αρπαγμένο ακόμα από τις αγκυλώσεις του και την αέναη αναπαραγωγή αποκλεισμών, το ήθελε σίγουρα το ταρακούνημά του. Το τραύμα όμως έχει ως αίτημα τη θεραπεία του, δεν συνιστά από μόνο του «αίτημα», δεν είναι φλάμπουρο, ούτε θρίαμβος ούτε ήττα. Θεραπεύεται κι αυτό κατά μόνας, με προσωπική προσπάθεια, έναν τουλάχιστον θεραπευτή συν την προστατευτική διάθεση της κοινότητας που παρέχει συνθήκες ηρεμίας και διακριτικότητας.
Ας πούμε κάτι που πάλιωσε για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας. Πόσα χρόνια πάνε από τότε που ο ιός HIV ξεκλήρισε μια γενιά, ευνούχισε άλλες δυο-τρεις, κι ακόμα; Με θυμάμαι να στέκομαι αποσβολωμένη κάτω από την αφίσα πνευματικού ιδρύματος. Πληροφορούσε για μια δράση κατά της φοβίας απέναντι στους φορείς. Και η γλώσσα της αφίσας, η γλώσσα της πληροφορίας, αυτή η βάναυση η ψεύτρα γλώσσα, είχε κάτι το θριαμβευτικό, κάτι το εγερτικό, κάτι το «εμπρός, παιδιά», κάτι που πλησίαζε στο «δεν ξέρεις τι χάνεις!»… Μια στενοχώρια με μούσκεψε από τα νύχια ως την κορυφή. Κάτι σαν πένθος. Οχι για τη γλώσσα. Σιγά. Πένθησα για τον θρίαμβο της άγνοιας που ελάχιστα απέχει από την εξαπάτηση. Οι ωραίοι ευφημισμοί – το λέγαμε και παραπάνω – είναι χρήσιμοι για να προλαμβάνουν αισθήματα καταστροφής και ματαιότητας. Δεν είναι για να κολακευόμαστε από στιγμιαίους σπόνσορες των τραυμάτων και της οδύνης μας. Νομίζω.
Η κυρία Ρούλα Γεωργακοπούλου είναι συγγραφέας.