Οι βεβαιότητες με τις οποίες διαμορφώθηκε ο μεταπολεμικός δυτικός κόσμος και κυρίως η αίσθηση μιας μόνιμης ευημερίας και αδιάλειπτης προόδου διαπιστώνουμε σήμερα ότι καταρρέουν. Στο πλαίσιο αυτό έχει ανοίξει διεθνώς μια πολύπλευρη συζήτηση για τη θέση και τον ρόλο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης, στο επίκεντρο της οποίας όλο και συχνότερα τίθεται το μάθημα της Ιστορίας. Η Ελλάδα είναι, δυστυχώς, και πάλι αμέριμνη και απούσα.

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα παραμένει ασύγγνωστα συγκεντρωτικό και ασφυκτικά ελεγχόμενο από τον πολιτικό παράγοντα. Ειδικά την τελευταία εικοσαετία έχουν οξυνθεί οι δημόσιες διαμάχες γύρω από τα σχολικά εγχειρίδια και τα προγράμματα σπουδών Ιστορίας, στα σώματα των οποίων εκτονώνονται τα πιο ακραία ιδεολογικά ένστικτα. Για το μάθημα της Ιστορίας θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι μικρό το κακό: τα παιδιά μας, παρόλο που ταλαιπωρούνται αποστηθίζοντας ανούσιες ιστορικές πληροφορίες, τελειώνουν το σχολείο χωρίς να θυμούνται τίποτα· ότι, με άλλα λόγια, θριαμβεύει ο φυσικός νόμος της ανθρώπινης νόησης: όποια γνώση δεν έχει αξία στη ζωή, το μυαλό μας αργά ή γρήγορα την απορρίπτει. Εξάλλου, μπορεί να παρηγορεί τους ιστορικούς το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι σήμερα φαίνεται ότι αποκτούν ιστορικά ενδιαφέροντα μετά το σχολείο.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Η έρευνα αποκαλύπτει το αντίθετο. Μπορεί να αποφοιτούμε από το σχολείο χωρίς να έχουμε συγκρατήσει στοιχειώδεις ημερομηνίες, πρόσωπα και γεγονότα, ωστόσο οι νοητικές αναπαραστάσεις που σχηματίσαμε για το παρελθόν (κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές) έχουν καταλάβει κεντρική θέση στη συνείδησή μας και αποδεικνύονται καθοριστικές για τις αξίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές μας. Σε πείσμα κάθε επιστημονικής και παιδαγωγικής αρχής, οι πιο συνήθεις στερεοτυπικές παραδοχές που παραδοσιακά μεταδίδει η σχολική Ιστορία είναι οι ακόλουθες:

Η ιστορική αλήθεια είναι μία και αντικειμενική: αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο το τι συνέβη αλλά και το πώς και το γιατί συνέβη είναι αντικειμενικά προσδιορισμένο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή διαφορετική ερμηνεία. Ο φορέας δε της μοναδικής ιστορικής αλήθειας είναι η «επίσημη» αφήγηση που διδάσκει το σχολείο. Είναι φανερό πού οδηγεί αυτή η πεποίθηση: σε μια μονοδιάστατη θέαση των πραγμάτων, σε απολυτότητα, αδιαλλαξία, ακόμη και αμφισβήτηση της ιστορικής επιστήμης και των ιστορικών.

Η αντίληψη του ιστορικού μονόδρομου: πρόκειται για την πεποίθηση ότι στις πιο επίμαχες και οδυνηρές περιόδους της ιστορίας μας «δεν υπήρχε άλλη λύση» ή ότι «ήταν αναπόφευκτο να γίνουν έτσι τα πράγματα». Είναι μια απλοϊκή και σίγουρα βολική για το κυρίαρχο αφήγημα ερμηνευτική προσέγγιση, καθώς δικαιώνει αναδρομικά ακόμη και τις πλέον απάνθρωπες πολιτικές επιλογές, εξαγνίζει τους πρωταγωνιστές αιματηρών συγκρούσεων και παραγράφει πράξεις που με σύγχρονους τουλάχιστον όρους θα συνιστούσαν εγκλήματα πολέμου.

Η βία και η αδικία είναι καταστατικές αρχές της ανθρώπινης φύσης και της ιστορικής εξέλιξης των κοινωνιών: που σημαίνει ότι πιστεύουμε ότι ο πόλεμος ήταν, είναι και θα είναι αναπόφευκτος, και μάλιστα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αναγκαίο κακό για την εξέλιξη των κοινωνιών, ενώ η ιδέα μιας μόνιμης ειρήνης είναι όχι μόνο ουτοπική αλλά και εθνικά επικίνδυνη. Η αντίληψη αυτή υποστυλώνει συλλογικές στάσεις απέναντι στον εθνικό «άλλο»: την καχυποψία, το μίσος, την επιθετικότητα, την υποτίμηση και κυρίως την πεποίθηση ότι κάθε συνδιαλλαγή συνιστά εθνική μειοδοσία.

Ο μύθος της εθνικής ομοιογένειας των κοινωνιών του παρελθόντος: πρόκειται ίσως για την πιο κρίσιμη στρέβλωση της σχολικής Ιστορίας. Στο σχολικό αφήγημα πρωταγωνιστεί το ίδιο ηρωικό έθνος από την αρχαιότητα έως σήμερα, το οποίο κατορθώνει να επιβιώσει μέσα σε μια διαδρομή θριάμβων και καταστροφών, με όπλα το ακατάβλητο φρόνημα και τον πολιτισμό του. Ποιες όμως στάσεις και συμπεριφορές παράγει η εικόνα ενός τέτοιου παρελθόντος; Οσοι ενστερνίζονται τη φυσικότητα ενός επί χιλιετίες άμικτου και αγέρωχου έθνους αισθάνονται το «ιστορικό» χρέος να το υπερασπιστούν με κάθε τρόπο απέναντι στους σημερινούς «λαθρο-εισβολείς», δηλαδή τους πρόσφυγες και μετανάστες, τους «αλλογενείς» και «αλλόθρησκους». Σημαίνει, επίσης, μια διαχρονική άρνηση κάθε μορφής πολυπολιτισμικής συνύπαρξης και διαπολιτισμικής αλληλεπίδρασης – στοιχεία που, αν μη τι άλλο, αποτέλεσαν τις κινητήριες δυνάμεις του ελληνικού πολιτισμού στην ιστορική διαχρονία.

Ο μύθος της εθνικής ενότητας: πρόκειται για μια βαθιά και ευρέως διαδεδομένη αντίληψη που θέλει το έθνος να θριαμβεύει ενωμένο και να ταπεινώνεται διαιρεμένο (αυτό που ορισμένοι φαταλιστικά αποκαλούν «η κατάρα της φυλής»). Ως αποτέλεσμα, στο όνομα του έθνους ενοχοποιείται η εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική, ακόμη και κοινωνική ετερότητα, ενώ σε «κρίσιμες» πολιτικές συγκυρίες στιγματίζεται ακόμη και η ιδεολογική απόκλιση ή η πολιτική διαφωνία ως «αντεθνική» και οι πολίτες διαχωρίζονται σε πατριώτες και εν δυνάμει προδότες.

Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί η σχεδόν παντελής απουσία διδασκαλίας της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ιστορίας, της ιστορίας του κοινωνικού φύλου και της παιδικής ηλικίας, της ιστορίας της τέχνης και των ιδεών, της ιστορίας των επιστημών, της υγείας και της σεξουαλικότητας, μπορεί κανείς να εξηγήσει αυτό που φαντάζει αδιανόητο: ενώ διαρκώς αυξάνεται η μέση διάρκεια εκπαίδευσης, ταυτόχρονα πολλαπλασιάζονται τα φαινόμενα μισαλλοδοξίας και οι αντικοινωνικές συμπεριφορές.

 

Ο κ. Αγγελος Παληκίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.