Εχω την πεποίθηση ότι κάθε συνειδητός ποιητής στην Ελλάδα αναμετριέται σε κάποια στιγμή της ζωής του με τη στιβαρή σκιά του Σεφέρη. Οχι μόνο με την ποίησή του – η εύκολη ετυμηγορία ότι πρόκειται για τον καθ’ ημάς Ελιοτ έχει από καιρό αποσυρθεί, καθώς η επίδραση της γαλλικής ποίησης είναι εξίσου σημαντική στο έργο του (η Ιωάννα Τσάτσου αναφέρει τον Ζαν Μορεάς, που τον βρίσκουμε στη Στροφή, ο Βρασίδας Καραλής έχει επισημάνει πόσος Αντρέ Ζιντ υπάρχει στο Μυθιστόρημα και αντίστοιχα στον τότε συνοδοιπόρο του Ζήσιμο Λορεντζάτο κι ακόμα οι πρόγονοι Βαλερί, Απολλιναίρ, Μποντλαίρ κ.λπ. αρκούν για μια απο-αγγλοποίηση της δημιουργίας του), αλλά και πάλι αυτά δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την ποιητική του.
Οχι μόνο με τις Δοκιμές του, που με τη λαγαρότητα της δημοτικής τους καθόρισαν τον δοκιμιακό λόγο μιας εποχής αλλά σταδιακά ξεθυμαίνουν μπροστά στο magnum opus των πεζών του, τις Μέρες, αυτήν τη μοναδική τοιχογραφία των πολιτισμικών ηθών και της προσωπικής του βιοτής – η αξιοπιστία των εννιάτομων Μερών και το κατά πόσο αδιαμεσολάβητη παρουσιάζεται εκεί η έκθεση του εαυτού του δεν μας αφορούν ως αναγνώστες. Εχω την αίσθηση, πάντως, ότι ο Σεφέρης με το συνολικό του έργο μας απασχολεί πρωτίστως ως κριτική συνείδηση του καιρού του για τους προβληματισμούς που έθεσε σε σχέση με την ελληνική κοινωνία. Θα επισημάνω δύο από αυτούς.
Ο προβληματισμός πάνω στην παράδοση, είτε αυτή αναφέρεται στα ασύνειδα λαϊκά στοιχεία που μεταβιβάζονται μέσω της μη αναστοχαστικής μίμησης είτε σε αυτά που λειτουργούν κανονιστικά καθορίζοντας την ιδέα του έθνους, απασχολεί έντονα τον ποιητή. Θεωρώ, μάλιστα, πως το πρόβλημα δεν τέθηκε για τον ίδιο μόνο σε καλλιτεχνικό επίπεδο, ως δίλημμα δηλαδή μεταξύ παραδοσιακής-μοντερνιστικής στιχουργίας, αλλά πολύ ευρύτερα – διαβάζουμε, λ.χ., σε επιστολή που στέλνει στην αδελφή του: «Επειτα στην ποίηση, στην τέχνη γενικότερα, δε φτάνει να γράψεις, πρέπει να σχηματίσεις μία παράδοση και απάνω αυτού να περπατήσεις, όπως σ’ όλα τα μέρη του κόσμου» (Παρίσι, 9/1/1921). Δεν τον απασχολεί απλώς ως κοινωνικός προβληματισμός σε μία μονίμως μεταιχμιακή Ελλάδα που ακροβατεί μεταξύ των ένδοξων ερειπίων της (παρελθόν) και του νεωτερικού κόσμου που εξαρτά τις εκάστοτε αξιολογικές κρίσεις του από την οπτική ενός εξιδανικευμένου μέλλοντος.
Ο Σεφέρης με το συνολικό του έργο μας απασχολεί πρωτίστως ως κριτική συνείδηση του καιρού του για τους προβληματισμούς που έθεσε σε σχέση με την ελληνική κοινωνία.
Για τον Σεφέρη το πρόβλημα της παράδοσης είναι πρωτίστως υπαρξιακό, συνιστά μια προβολή των τριών διαιρέσεων του χρόνου πάνω στον άνθρωπο ως ενσαρκωμένο χρόνο. Γράφει στον Γιώργο Θεοτοκά: «Εκείνο που χρειάζεται σήμερα και από κάμποσο καιρό είναι δυο τρεις άνθρωποι που ανάμεσα στους σαλτιμπάγκους της αριστεράς ή της δεξιάς, ανάμεσα στις ρητορείες και στα κούφια λόγια, να ξεχωρίσουν τη σαπίλα και να ιδούν πως έχουμε τα υλικά για ν’ αντιμετωπίσουμε ή να γονιμοποιήσουμε καθετί που μας προσφέρει η σύγχρονη ζωή. […] Πόσες γενεές γυρεύανε, και μεις, νομίζω, φάγαμε τα νιάτα μας γυρεύοντας την περίφημη ελληνική πραγματικότητα. Η ελληνική πραγματικότητα ήταν μπροστά μας. Ενα βελόνι πεύκου» (Λονδίνο, 20/8/1932).
Η ποιητική του συνείδηση δεν παύει ποτέ να είναι εμπειρική, κι επειδή γνωρίζει ότι η χειραφέτηση από το βίωμα είναι ένδειξη κακής ποίησης, επιμένει στην ταπεινή έννοια του χειροτέχνη, στιχουργική του λεία παραμένουν τα πιο υλικά στοιχεία του κόσμου. Από αυτή την άποψη ο Σεφέρης παραμένει ένας προσγειωμένος πολιτικός-υπαρξιακός ποιητής και δεν γίνεται παρά μόνο στα ύστερα – και εξαιρετικά του – Τρία κρυφά ποιήματα μεταφυσικός.
Για όποιον συμμετέχει σε αυτό που ονομάζουμε «ελληνισμό», και μιλάει την ελληνική γλώσσα, ο Σεφέρης θα είναι πάντα όχι ένα άστρο, αλλά ένας ολόκληρος αστερισμός, λαμπρός και διακριτός από κάθε σημείο, στον απέραντο ουρανό των λέξεων.
Το δεύτερο, συναφές οπωσδήποτε πρόβλημα, είναι η συνειδητοποίηση (και οικειοποίηση) της εγγενούς ανεστιότητας της ιδέας του ελληνισμού. Ο ίδιος, Μικρασιάτης πρόσφυγας, οδυσσεϊκός ταξιδευτής λόγω επαγγελματικής ιδιότητας και σε μόνιμη πνευματική αυτοαποξένωση, συνέδεσε τον ελληνισμό με τα υπερτοπικά, μη-περίκλειστα γνωρίσματα της ιστορικότητάς του: τη γλώσσα πρωτίστως και τη μνημονική ταυτότητα. Ουσιαστικά ο μοντερνισμός του ήταν ο ηρωικός και συνάμα μελαγχολικός αγώνας του για τη διαρκή επικαιροποίησή τους, για την προβολή τους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, σαν την υπόσχεση μιας ακτής στο βέβαιο ναυάγιο. Ξέρει ότι το να προσκολλιόμαστε στην ανάμνηση σημαίνει πως λατρεύουμε ένα αποϊεροποιημένο, εκκοσμικευμένο λείψανο (Βάλτερ Μπένγιαμιν). «Η συνήθεια της συγκίνησης από τα πράγματα που αγαπήσαμε, ή που αγάπησαν άλλοι που αγαπήσαμε, εκεί είναι το πρόβλημα και διόλου εύκολο» γράφει στον Λορεντζάτο από την Αγκυρα (16/5/1948). Ο ελληνισμός του είναι μια ιδέα από το μέλλον.
Ναι λοιπόν, ο Σεφέρης παραμένει οδηγός μας και σήμερα.
Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ». Εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.
Την Κυριακή 10/12 κυκλοφορεί μαζί με Το Βήμα η ειδική επετειακή έκδοση «Το Βήμα στην Ιστορία», με αφορμή τη συμπλήρωση των 60 χρόνων από τη βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.