Η αύξηση της ισχύος των διεθνών μητροπόλεων (global cities) δεν είναι κάτι νέο. Οι ευρωπαϊκές πόλεις μετράνε ιστορία δέκα αιώνων και αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε «τοπική αυτοδιοίκηση» (ένας νεολογισμός υπό το πρίσμα της νεότερης ιστορίας του ελληνικού κράτους) είχε ανέκαθεν στην Ευρώπη κεντρικό ρόλο, όχι μόνο στο πλαίσιο των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων αλλά και στην ίδια την αντίληψη των πολιτών. Στην ευρωπαϊκή ιστορία ο δήμαρχος ήταν και συνεχίζει να είναι βασικό και αναντικατάστατο σημείο αναφοράς με τεχνογνωσία, αρμοδιότητες και εξουσίες καθοριστικές για την ταυτότητα και τις λειτουργίες της πόλης.
Οι προαναγεννησιακές πόλεις αποτελούσαν ήδη αυτόνομες πολιτικές και οικονομικές οντότητες με δική τους νομοθεσία και ίδια κοινωνική και πολιτιστική ταυτότητα. Στην υστερομεσαιωνική Σιένα, τη Βενετία, τη Βερόνα, το Ουρμπίνο, ο δήμος καθόριζε τους αισθητικούς κανόνες οικοδόμησης των πόλεων.
Στην Πορτογαλία του 18ου αιώνα αντίστοιχες επιτροπές του δήμου ήλεγχαν τα σχέδια των πόλεων και εκείνα των κτιρίων. Την ίδια εποχή για την έκδοση μιας οικοδομικής άδειας από τον δήμο του Παρισιού απαιτούνταν τουλάχιστον έξι μήνες. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η ισχύς των πόλεων ανέστειλε ή και εμπόδισε την ανάπτυξη των εθνικών κρατών.
Αντίθετα, η ανανέωση των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων κατά τον 19ο αιώνα ανταποκρινόταν μεν στις πιεστικές ανάγκες υγιεινής και δημόσιας ασφάλειας, αλλά στόχευε πλέον στη συμβολική αναπαράσταση και απεικόνιση της ιδέας του κράτους, αυτής της νέας πολιτικής κατασκευής στην Ευρώπη πριν διακόσια περίπου χρόνια.
Τις τελευταίες δεκαετίες η ανάπτυξη των διεθνών μητροπόλεων είναι και πάλι εντυπωσιακή. Με τις οβιδιακές μεταμορφώσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, τη νέα διαχείριση της βιομηχανικής παραγωγής και την ενίσχυση του τομέα των υπηρεσιών, οι μητροπόλεις επενδύουν σε νέες δεξιότητες και πόρους με στόχο την ενίσχυσή τους στον διεθνή ανταγωνισμό. Με την έννοια αυτή, όπως υποστηρίζει και η Σάσκια Σάσεν, οι «παγκόσμιες πόλεις» έχουν πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία μεταξύ τους από όσα μπορεί να έχει μια μητρόπολη με τις μικρότερες πόλεις του κράτους στο οποίο ανήκει. Βέβαια, οι κυριότερες παγκόσμιες πόλεις (Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Τόκιο) διακρίνονται ιδιαιτέρως για τις οικονομικές τους επιδόσεις. Σε περιπτώσεις όμως όπως η Ρώμη ή η Αθήνα, η έννοια της παγκόσμιας πόλης μπορεί να έχει άλλα χαρακτηριστικά, να σχετίζεται για παράδειγμα με την ιστορία και τον πολιτισμό.
Για την Αθήνα, πράγματι, ποιοι είναι οι επόμενοι στόχοι; Υπάρχει σχέδιο, ή η πόλη έχει αφεθεί στη δίνη των οικονομικών συμφερόντων και των μεγάλων (ιδιωτικών) επενδυτικών προγραμμάτων; Η Αθήνα στοχεύει στη μετατροπή της σε διεθνή συγκοινωνιακό-επιχειρησιακό κόμβο, στον τουρισμό, στις επενδύσεις, ή σε τι άλλο; Μετά την περίοδο της κρίσης ανακαλύπτουμε ότι το αθηναϊκό συγκρότημα – μητρόπολη λόγω του πολυκεντρικού του χαρακτήρα – έχει τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης. Είναι προφανές ότι για τη διακυβέρνηση του μητροπολιτικού συγκροτήματος, με στόχους και επιδόσεις συγκρίσιμες με εκείνες των ομόλογων ευρωπαϊκών πόλεων (αλλά και μητροπόλεων όπως η Κωνσταντινούπολη) απαιτούνται ενέργειες και δράσεις που πιθανώς ξεπερνούν το πεδίο ορατότητας και τις δυνατότητες της ελληνικής διοίκησης. Η Αθήνα ή θα καταφέρει να διαχειριστεί το μέλλον της ή θα γίνει μια πόλη ανισοτήτων, μητρόπολη περισσότερο λατινοαμερικανικών προδιαγραφών.
Οι στόχοι είναι σαφείς: οι πόλεις πρέπει να είναι «διαδραστικές», δηλαδή αποτελεσματικές ως προς τις απαντήσεις στα δεδομένα που οι ίδιες παράγουν. Η χρήση της τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης είναι από την άποψη αυτή θεμελιώδης (ένας Ελληνας, ο Τάκης Ζενέτος, είχε οραματιστεί κάτι ανάλογο πριν από μισόν αιώνα). Για τα παραπάνω απαιτείται όχι μόνο πολιτικό όραμα αλλά και τεχνογνωσία, ορθολογική οργάνωση των υπηρεσιών, υψηλή διοικητική αποτελεσματικότητα και, βέβαια, αντίληψη του κόσμου.
Για πολλούς που γνωρίζουν τον διοικητικό πριμιτιβισμό και τις ανεπάρκειες της ημέτερης τοπικής αυτοδιοίκησης, τα παραπάνω μπορεί να προκαλέσουν έως και καγχασμό. Η ελληνική αυτο-διοίκηση ανά την επικράτεια αναπαράγει τις παθογένειες της κεντρικής διοίκησης με τρία ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά: τη διοικητική ανεπάρκεια, τις κατεστημένες νοοτροπίες και τη διαφθορά.
Ειδικά η τελευταία αποτελεί μάστιγα για την Ελλάδα σήμερα, είναι η αποτύπωση του κακού εαυτού της: έχει να κάνει με την «ελαστική αντίληψη» περί την εφαρμογή των νόμων, ένα φαινόμενο πραγματικά αφοπλιστικό, ανυπόφορο και βέβαια ανεξήγητο, αν το δει κανείς όχι μόνο σε ευρωπαϊκό πλαίσιο αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Δίχως νομιμότητα, εφαρμογή των κανόνων, νέα αστική ηθική και αίσθηση ευθύνης, η τοπική αυτοδιοίκηση δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις, είτε πρόκειται για την αθηναϊκή μητρόπολη είτε για την κλίμακα των μικρότερων αστικών κέντρων. Αλλά ως προς αυτό δεν είμαστε αισιόδοξοι.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος, ομότιμος καθηγητής ΑΣΚΤ, είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας.