Η cancel culture δεν είναι ακριβώς τόσο καινοφανής όσο νομίζουμε. Πρόδρομα φαινόμενά της, με τη μορφή στοχευμένων παρεμβάσεων ή εκστρατειών διαφώτισης του κοινού σε τομείς από τη δημόσια ιστορία ως την καταναλωτική συνείδηση, απαντώνται σποραδικά στον κόσμο του Διαδικτύου από τα πρώτα χρόνια της μεγάλης του διάδοσης, συχνά όμως ακόμη σε συνάρτηση με την ανακίνηση μιας θεματολογίας από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.

Στην πράξη η κουλτούρα της ακύρωσης αυτονομείται στα κοινωνικά μέσα με την έκρηξη του #MeToo και τη συνειδητοποίηση ότι, υπό προϋποθέσεις, ο δημόσιος λόγος των πολλών μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης, εργαλείο λογοδοσίας ή στοιχείο αποκατάστασης ιστορικών, κοινωνικών, έμφυλων αδικιών που διαιωνίζονται από σύγχρονους εκφραστές τους. Οπως συνέβη και με πολλές άλλες εκφάνσεις του Διαδικτύου, η αρχική προσδοκία της ενδυνάμωσης του κοινού προσέκρουσε στη συνέχεια στη φύση του μέσου η οποία πολλαπλασιάζει τον αντίκτυπο χωρίς να διασφαλίζει απαραίτητα την ουσία του διαλόγου.

Η πρόσφατη ανταλλαγή πυρών για τον Μ. Καραγάτση είναι ένα καλό παράδειγμα εκθετικής ανάπτυξης, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ενός κυκεώνα αναρτήσεων, άρθρων, σχολίων, κοινοποιήσεων, απαντήσεων και ανταπαντήσεων που, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, επαναλαμβάνουν επικρίσεις, ανασκευές και επιχειρήματα τα οποία έχουν διατυπωθεί ήδη σε επάλληλους κύκλους συζητήσεων τις προηγούμενες δεκαετίες.

Επιπλέον, η κουλτούρα της ακύρωσης μοιάζει να θέτει εκ νέου επιτακτικά μια σειρά από ερωτήματα για τις συνθήκες του δημόσιου διαλόγου: για τον σεβασμό των αιτημάτων δικαίωσης αλλά και τον σεβασμό στην αντίθετη άποψη∙ για την πολιτική ορθότητα αλλά και την ελευθερία του λόγου∙ για τη διακήρυξη ιδεολογικών αρχών αλλά και για την πολιτική περιχαράκωση∙ για την «απομάγευση» του παρελθόντος αλλά και για τον «παροντισμό» στην ανάγνωσή του∙ για την άσκηση πίεσης στην κατεύθυνση της λογοδοσίας προσώπων με εξουσία αλλά και για το ποιος δικαιούται να περιθωριοποιεί και να αποκλείει ποιον.

Εμπεδωμένη στα ευρύτερα πολιτικά ζητήματα της εποχής μας, η cancel culture μπορεί να γίνει αντιληπτή ως προέκταση των «πολιτισμικών πολέμων» του τέλους του 20ού αιώνα και ταυτόχρονα εισαγωγή σε μια πραγματικότητα νέων που μεταφέρει τα όρια των διαχωριστικών γραμμών και των διακυβευμάτων σε άλλες επικράτειες.