Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, στην Ελλάδα διεξήχθησαν ούτε λίγο ούτε πολύ 35 βουλευτικές εκλογές. Κάθε μία από αυτές είχε ιδιαίτερη σημασία. Ομως υπήρξαν κάποιες που, για διάφορους λόγους, ξεχώρισαν περισσότερο από τις άλλες. Ορισμένες επειδή το αποτέλεσμα ήταν απρόσμενο, όπως συνέβη στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Μόλις τρεις μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αισιοδοξούσε ότι η διπλωματική του επιτυχία θα επιβραβευόταν στις κάλπες. Αποδείχθηκε ότι έσφαλλε οικτρά, καθώς τελικά επικράτησαν οι αντιβενιζελικοί. Ο ίδιος δεν εξελέγη καν βουλευτής. Απροσδόκητο ήταν εν μέρει και το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου του 1958. Οχι ως προς τον νικητή, μια και η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή επιβεβαίωσε τον τίτλο του αδιαφιλονίκητου φαβορί. Αλλά ως προς τον δεύτερο, καθώς για πρώτη φορά αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχθηκε ένα κόμμα της Αριστεράς, η ΕΔΑ.

Ενίοτε προέκυπταν συντριπτικές εκλογικές νίκες. Τον Νοέμβριο του 1974 η νεοϊδρυθείσα Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε το 54,37% των ψήφων: στις πρώτες μεταπολιτευτικές κάλπες, ο Καραμανλής εμφανίστηκε (και ήταν) ο εγγυητής της ομαλής μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Ποσοτικά συγκρίσιμο είναι το 52,72% που πήρε τον Φεβρουάριο του 1964 η Ενωση Κέντρου με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου: όμως αυτό το τεράστιο ποσοστό δεν στάθηκε αρκετό για να τον κρατήσει στην εξουσία για πάνω από ενάμιση χρόνο. Κοντά στο 50% έφτασε τον Νοέμβριο του 1952 ο Ελληνικός Συναγερμός του Αλέξανδρου Παπάγου ο οποίος, λόγω του εκλογικού συστήματος εξασφάλισε τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη μεταπολεμική εποχή (247 έδρες επί συνόλου 300).

Εντυπωσιακό ήταν και το σχεδόν 47% που συγκέντρωσε τον Αύγουστο του 1928 το Κόμμα των Φιλελευθέρων με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο: επρόκειτο να είναι η τελευταία νίκη του Βενιζέλου σε βουλευτικές εκλογές. Θριαμβευτικό για το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών του Οκτωβρίου του 1981 (πήρε λίγο πάνω από το 48% των ψήφων), όπως και για τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη εκείνο του Απριλίου του 1990 (σχεδόν 47%, το οποίο όμως, λόγω του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής που ίσχυε τότε, έδωσε μόλις 150 έδρες στον νικητή).

Στον αντίποδα βρίσκονται εκλογές των οποίων το αποτέλεσμα ήταν οριακό. Τον Σεπτέμβριο του 1932 η διαφορά του πρωτεύσαντος Λαϊκού Κόμματος από το Κόμμα των Φιλελευθέρων που κατέλαβε τη δεύτερη θέση ήταν μικρότερη της μισής ποσοστιαίας μονάδας (33,80% έναντι 33,42% αντίστοιχα). Τον Ιανουάριο του 1936, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση πριν από την επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, τα αντιβενιζελικά κόμματα άθροισαν ποσοστό περίπου τρεισήμισι μονάδες μεγαλύτερο από εκείνο των βενιζελικών (47,33% έναντι 43,86%), ωστόσο από πλευράς εδρών οι δύο παρατάξεις βγήκαν σχεδόν ισόπαλες (143 έναντι 141), με συνέπεια καμία να μην μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση.

Στις εκλογές του Μαρτίου του 1950 ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων ήταν τέτοιος ώστε το πρωτεύσαν Λαϊκό Κόμμα με ηγέτη τον Ντίνο Τσαλδάρη πήρε μόνο το 18,80% των ψήφων. Εν μέρει παράδοξη ήταν η έκβαση των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 1951, όταν ο Ελληνικός Συναγερμός του Παπάγου κατέλαβε την πρώτη θέση με ποσοστό 36,54%, όμως κυβέρνηση σχηματίστηκε με σύμπραξη του δεύτερου και του τρίτου κόμματος: της ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα και του Κόμματος Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου που στις κάλπες είχαν πάρει 23,49% και 19,04% αντίστοιχα.

Υπήρξαν, ακόμα, εκλογικές αναμετρήσεις που σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από την αποχή κάποιας παράταξης. Για παράδειγμα, από τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923 απείχαν οι αντιβενιζελικοί: έτσι, η Εθνοσυνέλευση που προέκυψε ήταν μονόπλευρα βενιζελική, γεγονός που επιτάχυνε την πορεία προς την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας τον Μάρτιο του 1924. Αντίστροφα, η αποχή των βενιζελικών από τις εκλογές του Ιουνίου του 1935 άνοιξε τον δρόμο για την παλινόρθωση της μοναρχίας, η οποία συντελέστηκε στο τέλος του ίδιου έτους. Ακόμα πιο δραματική ως προς τις επιπτώσεις της ήταν η αποχή που κήρυξε το ΚΚΕ από τις εκλογές του Μαρτίου του 1946: η Ελλάδα διολίσθησε στην άβυσσο του Εμφυλίου Πολέμου.

Δεν έλειψαν και εκλογές που το αποτέλεσμά τους αμφισβητήθηκε έντονα από τους ηττημένους. Τον Οκτώβριο του 1961 η ΕΡΕ επικράτησε της Ενωσης Κέντρου με διαφορά μεγαλύτερη των 17 ποσοστιαίων μονάδων (50,81% έναντι 33,66%). Ομως ο Γεώργιος Παπανδρέου χαρακτήρισε το αποτέλεσμα ως προϊόν «βίας και νοθείας», αρνήθηκε να το αναγνωρίσει και κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα».

Υπάρχει, τέλος, και μια ειδική περίπτωση που ξεφεύγει από τα μέτρα των 35 βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν κατά τον 20ό αιώνα. Πρόκειται για τις εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 28 Μαΐου 1967, αλλά που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ διότι μεσολάβησε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και η επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η Ελλάδα μπήκε στον γύψο της χούντας, από τον οποίο δεν απαλλάχθηκε παρά μόνο μετά από επτά χρόνια και τρεις μήνες.

Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του «1974. Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.