Ο Ζαν Πιζανί-Φερί («Τα Νέα», 12.9.2018) ισχυρίζεται ότι ενώ ανέκαθεν η πολιτική της Ευρώπης διαρθρωνόταν με βάση τη διάκριση Αριστερά – Δεξιά, σε αρκετές χώρες σήμερα αυτή δεν χαρακτηρίζει την πολιτική σκηνή. Είναι αλήθεια πως θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα κανείς αν ψάξει να βρει μεγάλες προγραμματικές διαφορές, για παράδειγμα, μεταξύ των σουηδών σοσιαλδημοκρατών και του κόμματος των κεντροδεξιών μετριοπαθών ή των γερμανών σοσιαλδημοκρατών από τους χριστιανοδημοκράτες και γενικότερα μεταξύ των κομμάτων των πάλαι ποτέ δύο πανίσχυρων πόλων: της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και της Κεντροδεξιάς.
Ας δούμε τα πράγματα λίγο πιο ψύχραιμα και ίσως βαθύτερα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανέλαβαν την ευθύνη διαχείρισης της οικονομίας και ελέγχου της κοινωνίας. Αυτό έγινε κοινός τόπος και μετά τον πόλεμο. Τα σοσιαλδημοκρατικά και κεντροδεξιά μοντέλα που στήθηκαν στη μεταπολεμική Ευρώπη την εποχή της αφθονίας (1953-1971), αλλά και στις κεϊνσιανές ΗΠΑ, στηρίζονταν στο τρίπτυχο «υψηλές δαπάνες, προοδευτική φορολογία και λελογισμένες αυξήσεις μισθών». Οι διαφορές όσον αφορά τον ρόλο των συνδικάτων, τον βαθμό επέμβασης του κράτους στην οικονομία, την έκταση του δημόσιου τομέα δεν άγγιζαν τον πυρήνα του προαναφερθέντος τρίπτυχου. Αυτή η σύγκλιση των δύο πόλων συνοδευόταν με αποτελέσματα συνεχούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου, ατομικής και οικογενειακής ανοδικής κινητικότητας. Γι’ αυτό και δεν αμφισβητούνταν από κανέναν. Ενώ ριζοσπαστική Αριστερά και Δεξιά (και ο λαϊκισμός τους) ζούσαν στιγμές απίστευτης ήττας.
Η υπό και την πίεση της αναδυόμενης παγκοσμιοποίησης, αλλά όχι μόνο, απόφαση του 1971 για την ελεύθερη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και η επακολουθήσασα πολλά χρόνια αργότερα λογική της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» (1989) διέλυσαν εκ θεμελίων το προαναφερθέν τρίπτυχο. Προτεραιότητα δόθηκε στην επίπεδη φορολόγηση (tax flat), στη μείωση των δαπανών, στην απελευθέρωση των τραπεζών από μόνο καταθετικές να γίνονται και επενδυτικές, στην ελευθερία κίνησης των χρηματιστικών κεφαλαίων (δομημένα ομόλογα), στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στις ιδιωτικοποιήσεις.
Από το 1971 έως το 2008 κυριάρχησε η προτεραιότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ως μοχλός προόδου. Οπως κατά το 1953-1971 η Κεντροδεξιά είχε γίνει, εν μέρει, μέτοχος του σοσιαλδημοκρατικού «τρίπτυχου», το 1971-2008 η Σοσιαλδημοκρατία έγινε, εν μέρει, μέτοχος της συναίνεσης της Ουάσιγκτον.
Και οι δύο πόλοι όμως είχαν έναν στόχο: την πρόοδο των κοινωνιών και των ατόμων, όπως ο καθένας «διάβαζε» αυτή την πρόοδο. Σοσιαλδημοκρατία και Κεντροδεξιά (και νεοφιλελευθερισμός) δεν συγκρούονταν στο πεδίο πρόοδος ή συντήρηση, αλλά στο πεδίο δύο διαφορετικών αντιλήψεων για το τι είναι πρόοδος και πώς αυτή επιτυγχάνεται. Παραγωγή ως βάση για την αναδιανομή ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και μείωση κρατικών δαπανών ως βάση για τη μεγέθυνση της πίτας ο κεντροδεξιός – νεοφιλελεύθερος. Αλλά και οι δύο είχαν ως προτεραιότητά τους τις αρχές και τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υπό μόνο αυτή την έννοια – της προτεραιότητας της δημοκρατίας – αυτοί οι δύο πόλοι δεν ήταν ο ένας στρατηγικός αντίπαλος του άλλου.
Μετά το 2008 δεν υπάρχει ούτε το κλασικό τρίπτυχο, αλλά ούτε η συναίνεση της Ουάσιγκτον. Τώρα που καμία από τις δύο παραπάνω αντιλήψεις περί προόδου δεν κυριαρχεί, χάνουν δύναμη και οι δύο. Περισσότερο οι σοσιαλδημοκράτες. Σε αυτόν τον τοίχο παίζεται το έργο «Ο βασιλιάς διάκριση Αριστερά – Δεξιά είναι γυμνός». Και από μια άποψη είναι όντως γυμνός. Από μια όμως. Γιατί αν και όντως γυμνός, χρειάζεται να ξαναντυθεί με μοντέρνα ένδυση, για να μη στέργουν να καλύπτουν με δικά τους ψιμύθια αυτή τη γύμνια οι αναγεννημένες, μετά τη μεταπολεμική τους συντριβή, ριζοσπαστική Δεξιά και Ακροδεξιά αφενός και ριζοσπαστική Αριστερά αφετέρου.
Ο
ι Valerio Alfonso Bruno και James Downes σε άρθρο τους με τίτλο «Why Has The Populist Radical Right Outperformed The Populist Radical Left In Europe?», δημοσιευμένο στο «Social Europe», παραθέτουν από τη βάση δεδομένων τους τον πίνακα 1 και υποστηρίζουν ότι η άνοδος της ριζοσπαστικής Δεξιάς και της Ακροδεξιάς υπερακοντίζει αυτήν της ριζοσπαστικής Αριστεράς για δύο κυρίως λόγους. Η ριζοσπαστική Αριστερά σε πολλές περιπτώσεις δεν διατύπωσε μια σαφή και απλή αφήγηση για την οικονομία που να μπορεί να ανταγωνιστεί το μήνυμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς, ενώ ήταν επίσης λιγότερο πρόθυμη να επικεντρωθεί στο βασικό ζήτημα της μετανάστευσης το οποίο χρησιμοποιεί αποτελεσματικότερα η Ακροδεξιά.
Σε αυτόν τον πίνακα όμως φαίνεται και κάτι άλλο. Ακόμα πιο σημαντικό. Τόσο η ριζοσπαστική Δεξιά όσο και η ριζοσπαστική Αριστερά υπερακοντίζουν την Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά, τις δύο μεταπολεμικές αφηγήσεις της προόδου της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη μου σήμερα στην Ευρώπη η διάκριση Αριστερά – Δεξιά έχει μετατοπιστεί στα ριζοσπαστικά άκρα (σύστημα –  αντισύστημα). Αντιμετωπίζεται μήπως η άνοδος του ριζοσπαστισμού με συνασπισμούς των δύο μεγάλων πόλων; Τα προβλήματα διακυβέρνησης ίσως, αλλά δυναμώνουν και άλλο τα ριζοσπαστικά άκρα. Μήπως τότε να μπει η Σοσιαλδημοκρατία στη διεκδίκηση του ριζοσπαστικού αριστερισμού; Τίποτα πιο ανόητο δεν θα μπορούσε να κάνει.
Το ερώτημα είναι αν μπορούν οι δύο πόλοι να επιστρέψουν διατυπώνοντας διαφορετικές προτάσεις για την πρόοδο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και όχι οι αερολογίες περί σύγκρουσης της προόδου με τη συντήρηση. Η επάνοδος δηλαδή της διάκρισης Αριστερά – Δεξιά με εντελώς νέους όρους. Δύσκολη η απάντηση. Αφάνταστα. Αναγκαία όμως όσο ποτέ. Αλλά πού να βρουν τον αναγκαίο για την ανάκαμψη της Σοσιαλδημοκρατίας αυτοστοχασμό όσοι ανακαλύπτουν το 2018 τα εύφορα λιβάδια της Σοσιαλδημοκρατίας του 1953-1971;
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.