Μία από τις λιγότερο συζητημένες πτυχές της Συνθήκης της Λωζάννης είναι αυτή που αφορά τον προσδιορισμό και την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Τούτο συνδέεται βεβαίως με το γεγονός ότι η Σύμβαση για την Ανταλλαγή Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας προηγήθηκε χρονικώς κατά περίπου έξι μήνες. Την 30ή Ιανουαρίου 1923 ελήφθησαν δύο κρίσιμες αποφάσεις για τον χαρακτήρα της ανταλλαγής. Πρώτον ότι η ανταλλαγή θα είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα και δεύτερον ότι η θρησκεία – και όχι η γλώσσα, η εθνότητα ή η συνείδηση – θα αποτελούσε το κριτήριο εκτοπισμού. Αυτό που απέμεινε να προσδιορισθεί την 24η Ιουλίου 1923 ήταν τα δικαιώματα όσων θα εξαιρούντο της ανταλλαγής, αλλά και των άλλων μειονοτήτων της Τουρκίας.

Ξεχωρίζει η αναφορά στο Αρθρο 14 στο ειδικό διοικητικό καθεστώς των νήσων Ιμβρου και Τενέδου με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων του ελληνικού πληθυσμού. Αυτή αποτελούσε σιωπηρά παραδοχή ότι η παραχώρηση των νήσων στην Τουρκία παρεβίαζε ευθέως την αρχή της αυτοδιαθέσεως των πληθυσμών, δεδομένου του γεγονότος ότι η Ιμβρος διέθετε αμιγή ενώ η Τένεδος κατά συντριπτική πλειοψηφία ελληνικό πληθυσμό. Η αναγνώριση του ειδικού καθεστώτος σκοπό είχε επομένως να απαλύνει την αδικία, καθώς τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας και ο έλεγχος των Στενών θεωρήθηκαν πλέον υπέρτερα των δικαιωμάτων των Ιμβρίων και Τενεδίων.

Επιπλέον, το Αρθρο 38 παρέχει σε όλους τους κατοίκους – και όχι μόνον τους πολίτες – της Τουρκίας το δικαίωμα σεβασμού της ζωής και της ελευθερίας, συμπεριλαμβανομένης ρητώς και της ελευθερίας της θρησκείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αναφορά έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει όλους τους πολίτες και όλες τις μειονότητες της Τουρκίας, Κούρδους, Αλεβίτες αλλά και όλες τις μη μουσουλμανικές μειονότητες. Επίσης είναι σημαντική η προσπάθεια εισαγωγής ενός καθεστώτος θετικής αμοιβαιότητος με το Αρθρο 45 της Συνθήκης η οποία απονέμει τα δικαιώματα που η Συνθήκη της Λωζάννης εξασφαλίζει στις μη μουσουλμανικές μειονότητες της Τουρκίας και στη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδος.

Η πραγματικότης ωστόσο διέψευσε τις προσδοκίες των μειονοτήτων, καθώς το καθεστώς προστασίας της Συνθήκης απεδείχθη ανεπαρκές και ατελέσφορο. Η εφαρμογή του συστήματος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέστη διαδοχικούς περιορισμούς. Το Αρθρο 14 της Συνθήκης για την ειδική προστασία Ιμβρου και Τενέδου παρέμεινε κενό γράμμα. Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε να εφαρμόσει τους όρους της Συνθήκης για όλους τους κατοίκους της χώρας. Αντιθέτως, περιόρισε την εφαρμογή της στις τρεις μείζονες μη μουσουλμανικές μειονότητες, οι οποίες πλέον εγκαταβιούσαν κατά κύριο λόγο στην Κωνσταντινούπολη: την αρμενική, την εβραϊκή και την ελληνική.

Αυτή η πολιτική οδήγησε και στην άρνηση προστασίας των δικαιωμάτων και πολιτών που ανήκαν στην πλειονότητα, στην οποία συγκαταλέγονταν και πολίτες κουρδικής, αραβικής, λαζικής και άλλων εθνοτικών καταγωγών, αλλά και αλεβιτικών και ισλαμικών θρησκευτικών πεποιθήσεων που δεν ταυτίζονταν με το κυρίαρχο δόγμα του χανεφιτικού σουνιτικού Ισλάμ. Η περιοριστική αρίθμηση των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων σε τρεις αγνοούσε την ύπαρξη και τα δικαιώματα αρχαίων και νεοτέρων μη μουσουλμανικών κοινοτήτων εντός των συνόρων της Τουρκίας. Οι Συροϊακωβίτες, οι Χαλδαίοι, οι Νεστοριανοί, οι Καθολικοί, οι Προτεστάντες, οι Βούλγαροι και Γεωργιανοί Ορθόδοξοι αλλά και οι Ελληνες και Αρμένιοι Καθολικοί ανήκαν στις μη μουσουλμανικές κοινότητες της Τουρκίας οι οποίες όμως στερήθηκαν κάθε καθεστώτος προστασίας.

Χαρακτηριστική υπήρξε και η απόλυτη αποτυχία της προσπάθειας εισαγωγής καθεστώτος θετικής αμοιβαιότητος, όσον αφορά στα μειονοτικά δικαιώματα στην Ελλάδα και την Τουρκία και η εν τοις πράγμασι αντικατάστασή του από ένα καθεστώς αρνητικής αμοιβαιότητος. Σύμφωνα με το τελευταίο, η παραβίαση θεμελιωδών μειονοτικών δικαιωμάτων σε μια από τις δύο χώρες παρείχε τη «νομιμοποίηση» για την επιβολή «αντιμέτρων» εις βάρος της οικείας μειονότητος κατά παράβασιν του Συντάγματος, του γράμματος και του πνεύματος της Συνθήκης της Λωζάννης. Με τη ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το 1955 και τις διαδοχικές κρίσεις του Κυπριακού προβλήματος, η αρνητική αμοιβαιότητα εξέθεσε συχνά τις μειονότητες σε τιμωρητικά αντίποινα. Η κατάσταση βελτιώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως να αρθούν όλα τα προβλήματα. Η διαρκής αναφορά στην ανάγκη τηρήσεως των όρων της Συνθήκης της Λωζάννης δεν συνεπάγεται πάντοτε και την επιμελή εφαρμογή των όρων της.

Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.