Το ζήτημα της ανόδου του ναζισμού στην εξουσία στη διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής Ιστορίας του 20ού αιώνα. Η ανάδυση από το περιθώριο ενός κομματικού σχηματισμού υπό την ηγεσία ενός ερασιτέχνη πολιτικού, η γρήγορη πολιτική του επικράτηση, η τρομοκρατία που τη συνόδευσε, ο ολοκληρωτικός στραγγαλισμός της γερμανικής κοινωνίας που ακολούθησε, η επιβολή μιας ρατσιστικής δυστοπίας και η γενοκτονία των ευρωπαίων Εβραίων στην οποία επιδόθηκαν οι Ναζί δίκαια λογίζονται ως ιστορικό προηγούμενο που χρήζει λεπτομερούς αναστοχασμού, ανάλυσης και ερμηνείας.
Είτε θεωρήσει κανείς τον ναζισμό ως «προειδοποίηση της Ιστορίας» κατά τη γνωστή φράση του συγγραφέα και ιστορικού Λόρενς Ρις είτε τον δει ως αναπόφευκτη συνέπεια του «ιδιαίτερου δρόμου» (sonderweg) της γερμανικής νεωτερικότητας, όπως ο Α. Τζ. Π. Τέιλορ, είτε τον εγγράψει στις βαθιές κοινωνικές διεργασίες της δεκαετίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο Ρίτσαρντ Εβανς, η 30ή Ιανουαρίου 1933 συνιστά μια εγκάρσια τομή με το παρελθόν.
Διαβάστε επίσης:
Επέκεινα της μιας ημέρας – Του Γιάννη Μεταξά
Πολιτισμικές παραναγνώσεις του ναζισμού – Του Βαγγέλη Τζούκα
Ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φρανς – Του Κώστα Β. Κατσουλάρη
Η ευθύνη των ελίτ – Του Σωτήρη Ριζά
Τα ερωτήματα που θέτει ωστόσο η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία δεν έχουν ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Χαρακτηρίζονται από σαφείς προεκτάσεις με αναφορά στη σημερινή πραγματικότητα. Η στάση της συντηρητικής ελίτ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που διευκόλυνε τη μετάβασή του στην καγκελαρία υποσχόμενη στον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ ότι θα τον έθετε υπό τον έλεγχό της, υποδηλώνει ότι μια αποδυναμωμένη δημοκρατία παύει να εξαρτάται αποκλειστικά από θεσμικούς παράγοντες ή τη βούληση της πλειοψηφίας κινδυνεύοντας να φαλκιδευτεί και τελικά να εκλείψει, θύμα μερικών συμφερόντων, περιστασιακών μειοψηφιών, εξωθεσμικών παρεμβάσεων. Η στήριξη του Χίτλερ από μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος υποδεικνύει ότι μια κοινωνία μπορεί υπό συνθήκες απόκλισης από την κανονικότητα να υποστεί σταδιακά μιθριδατισμό και όχι μόνο να εξοικειωθεί με το αδιανόητο, αλλά και να το προσδοκά ως επιθυμητή λύση.
Επιβιώσεις του ναζισμού ως πολιτικού προγράμματος πέρα από περιθωριακούς νοσταλγούς δεν υπήρξαν, ωστόσο το ίζημά του συνδέθηκε υπογείως με μιμητικά του σχήματα στην Κεντροανατολική Ευρώπη, παρέμεινε εν υπνώσει στη διάρκεια της ψυχροπολεμικής πεντηκονταετίας, για να αναζωπυρωθεί στις αρχές του 21ου αιώνα. Πολιτισμικές παραναγνώσεις και κατάλοιπά του, τέλος, εντοπίζει κανείς κατά καιρούς σε διάφορα πεδία (κόμικς, κινηματογράφος, βιντεοπαιχνίδια) και παρά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν διακινούνται σε ευρεία ακροατήρια ο κίνδυνος της κανονικοποίησης μιας πιο «εύπεπτης» εικόνας του ναζισμού ελλοχεύει, ιδιαίτερα όσο οι γενιές που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες των εγκλημάτων του αποψιλώνονται. Η σκιά που έριξαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα δώδεκα χρόνια του Γ΄ Ράιχ από το 1933 ως το 1945 παραμένει – και κάθε εποχή οφείλει να αναμετριέται μαζί της.