Την άνοιξη του 1945 ο Μπέντζαμιν Φέρεντς ήταν ένας 25χρονος νέος που υπηρετούσε στον αμερικανικό στρατό πολεμώντας για την απελευθέρωση της Ευρώπης από τους Ναζί.
Γιος αναλφάβητων μεταναστών από την Τρανσυλβανία, είχε αποφοιτήσει από την περίφημη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ και αυτό το γεγονός όρισε τη μετέπειτα πορεία του, όταν η διοίκηση της 3ης Αμερικανικής Στρατιάς το ανέθεσε τη διερεύνηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, Μαουτχάουζεν και Νταχάου στο πλαίσιο της συγκέντρωσης αποδείξεων για τα ναζιστικά εγκλήματα πολέμου. «Είδα τα κρεματόρια εν λειτουργία ακόμη, τους νεκρούς και τους ετοιμοθάνατους να κείτονται στο χώμα» έλεγε αργότερα.
Το φθινόπωρο του 1947 ορίστηκε ως δημόσιος κατήγορος στην ένατη από τις 13 δίκες της Νυρεμβέργης, αυτή που αφορούσε τη δράση των διαβόητων Einsatzgruppen, των αποσπασμάτων θανάτου τα οποία κατά την πρώτη φάση του Ολοκαυτώματος, μεταξύ 1941 και 1942, δολοφόνησαν διά τουφεκισμού περισσότερους από 1 εκατομμύριο Εβραίους στη Σοβιετική Ενωση. Από τα 3.000 άτομα που συμμετείχαν στα εγκλήματα αυτά, δικάστηκαν 24 μέλη της ανώτατης ηγεσίας τους, ανάμεσά τους και επιφανή στελέχη των SS όπως ο Οτο Ολεντορφ. Δεκατέσσερις καταδικάστηκαν σε θάνατο, μόνο τέσσερις όμως εκτελέστηκαν. Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Φέρεντς εργάστηκε στο δικηγορικό γραφείο του στρατηγού Τέλφορντ Τέιλορ, βασικού μέλους του δικαστηρίου σε όλες τις δίκες της Νυρεμβέργης.
Αποχώρησε από την ενεργό δικηγορία στις αρχές της δεκαετίας του ’70, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Πέις μεταξύ 1985 και 1996 και αφοσιώθηκε στην προώθηση του σκοπού της ζωής του – τη συγκρότηση ενός διεθνούς δικαστηρίου για τα εγκλήματα πολέμου. «Η Νυρεμβέργη με δίδαξε ότι η δημιουργία ενός κόσμου ανοχής και συμπόνιας θα είναι μακρά και κοπιαστική διαδικασία» έλεγε. Ως έναν βαθμό η επιθυμία του εκπληρώθηκε το 2002 με τη θέσπιση του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων στη Χάγη. Το γεγονός ωστόσο ότι η δικαιοδοσία του δεν αναγνωρίστηκε από πολλά κράτη, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα και το Ισραήλ, μετρίαζε τη χαρά του. Στα 103 του χρόνια ήταν ο τελευταίος επιζών των δικαστών της Νυρεμβέργης.