Εξι μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 1972 κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα βιβλίο με τον τίτλο Catch the Falling Flag. Γραμμένο από τον Ρίτσαρντ Γουέιλεν, πρώην σύμβουλο του προέδρου Νίξον, κατέγραφε τη διαδρομή ενός νεοφώτιστου της πολιτικής σκηνής ο οποίος προσήλθε σε αυτήν με πολλές ελπίδες και απογοητεύθηκε από αυτήν πολύ γρήγορα. «Ντρεπόμουν που βρέθηκα εν μέσω μιας ομάδας μέτριων πωλητών πίσω από μια βιτρίνα που έκρυβε μια θλιβερή μείξη κυνισμού, επιφυλακτικότητας, καχυποψίας και φόβου – κυρίως, φόβου» έγραφε ο Γουέιλεν. Πέντε μόλις χρόνια πριν, το 1967, ο 32χρονος τότε υπάλληλος του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την πυρηνική άμυνα το οποίο είχε εντυπωσιάσει τον πρόεδρο σε βαθμό ώστε να τον εντάξει στην ομάδα των λογογράφων του. Για τον Νίξον ήταν μια αριστουργηματική κίνηση: ο Γουέιλεν είχε ήδη πίσω του μια δημοσιογραφική καριέρα για το «Time» και το «Fortune» και ήταν συγγραφέας της πρώτης πλήρους βιογραφίας του Τζόζεφ Κένεντι η οποία είχε τύχει εξαιρετικής υποδοχής από κριτικούς και κοινό το 1964. Για τον Γουέιλεν επρόκειτο όχι απλώς για αναβάθμιση αλλά για εφαλτήριο μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας. Εναν χρόνο μετά θα παραιτούνταν αηδιασμένος από το περιβάλλον του Λευκού Οίκου. Θα επανερχόταν ωστόσο σε αυτό τη δεκαετία του ’80 ως ανεπίσημος σύμβουλος των Ρόναλντ Ρέιγκαν και Τζορτζ Μπους, ενώ στο μεταξύ θα εργαζόταν στη «Saturday Evening Post», στην «Washington Post» και στο «Harper’s Magazine». Η παραβίαση του σιωπηρού πρωτοκόλλου που ήθελε τους πρώην συμβούλους να αποφεύγουν να επικρίνουν ανοιχτά τους προεδρικούς προϊσταμένους τους σε εκλογική χρονιά δεν τον έβλαψε, καθώς αποδείχθηκε προφητική. «Η μόνη μου αφοσίωση είναι στην επιβίωση της ελευθερίας στην Αμερική και σήμερα είμαστε πιο αδύναμοι και λιγότερο ελεύθεροι από όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον εισήλθε στον Λευκό Οίκο» έγραφε στον πρόλογο του βιβλίου του τον Μάιο του 1972. Εναν μήνα αργότερα πέντε διαρρήκτες θα συλλαμβάνονταν στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ.