Η αποτύπωση μιας παγκόσμιας ιστορίας όχι ως παρατακτικής σύνδεσης εθνικών ή τοπικών ιστοριών, αλλά ως διάκρισης της ροής των ιδεών, αναγνώρισης της διάχυσης πολιτισμικών ρευμάτων και εντοπισμού της σύνθετης διαστρωμάτωσης που οδηγεί σε μείζονες κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς της νεωτερικότητας αποτελεί πρόσφατη εξέλιξη. Ο βρετανός ιστορικός του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ Σερ Κρίστοφερ Αλαν Μπέιλι (1945-2015) υπήρξε πρωτοπόρος της διαδικασίας αυτής τόσο ως ερευνητής όσο και ως εκλαϊκευτής της. Με επίκεντρο την οργάνωση και τον επαναπροσδιορισμό δραστηριοτήτων και ταυτοτήτων, των ελίτ όπως και των εμπόρων, εισήγαγε μια νέα οπτική αντιστρέφοντας το βλέμμα του ιστορικού: από την περιφέρεια προς το κέντρο, από την Ασία προς την Ευρώπη, από τις εκβιομηχανιζόμενες προς τις βιομηχανικές χώρες. Ταυτόχρονα, ανοιγόταν στις νέες κατευθύνσεις της ιστοριογραφίας επιδιώκοντας τον διάλογο και τη γόνιμη υιοθέτηση μεθόδων από τις ανθρωπιστικές και τις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα από την ανθρωπολογία. Υποδειγματική έκφραση της αντίληψης αυτής που έδινε έμφαση στην αλληλεξάρτηση των μεταβολών και έβλεπε φαινόμενα όπως ο εξαστισμός, ο εθνικισμός, η εξάπλωση του κράτους ως παγκόσμιες διεργασίες υπήρξε Η γέννηση του νεωτερικού κόσμου, 1780-1914 (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2013). Η επερχόμενη έκδοση του δεύτερου μέρους ενός διπτύχου με τίτλο Η αναδιαμόρφωση του νεωτερικού κόσμου, 1900-2015, έργο που ο Κρίστοφερ Μπέιλι ολοκλήρωσε μόλις πριν από το θάνατό του από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 70 ετών, διευρύνει και ολοκληρώνει την προοπτική του προηγούμενου προεκτείνοντας το όραμά του για τη συγγραφή μιας γνήσιας παγκόσμιας ιστορίας ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Και εδώ, όπως και στον πρώτο τόμο, ο βρετανός ιστορικός επεξεργάζεται ένα ευρύτατο ανάπτυγμα πηγών, εντάσσει στην έρευνα του τα πορίσματα συναφών επιστημών και ακολουθεί ποικίλες μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Στο τμήμα της εισαγωγής που «Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα σε προδημοσίευση, ο συγγραφέας εκθέτει το πρίσμα υπό το οποίο μελετά την εποχή και τις παρατηρήσεις του για τις κινητήριες δυνάμεις του μεταψυχροπολεμικού κόσμου.
«Στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων, η παγκόσμια ιστορία έχει σχεδόν γίνει μόδα στους κόλπους των επαγγελματιών ιστορικών. Αν και ο αριθμός των έργων με θέμα τις παγκόσμιες διασυνδέσεις και συγκρίσεις εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά μικρότερος σε σχέση με τα έργα τοπικής, εθνικής ή θεματοκεντρικής ιστορίας, μια σειρά καταπληκτικών έργων έχει δει το φως της δημοσιότητας. Το βιβλίο του Γιούργκεν Οστερχάμελ με τίτλο The Transformation of the World (Ο μετασχηματισμός του κόσμου), το οποίο καταπιάνεται με τον 19ο αιώνα, καθώς και ο πρώτος τόμος της σειράς του ιδίου και του Ακίρα Ιριγε με τίτλο A World Connecting 1870-1945 (Ενας συνδεόμενος κόσμος 1870-1945) και υπό την επιμέλεια της Εμιλι Ρόζενμπεργκ, αποτελούν ιδιαιτέρως σημαντικές εκδοχές του είδους, τόσο από πνευματική όσο και από υλική άποψη. Ανάμεσα στις μη συλλογικές μονογραφίες, οι δύο τελευταίοι τόμοι του έργου του Μάικλ Μαν με τίτλο The Sources of Social Power (Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας) ξεχωρίζουν για την ιστορική λεπτομέρεια και τη θεωρητική συνοχή τους. Ολα τα παραπάνω θα πρέπει να ιδωθούν στο φως της συνεχιζόμενης σπουδαιότητας του τετράτομου έργου του Ερικ Χομπσμπάουμ – ειδικά του The Age of Extremes (H Εποχή των Ακρων) -, το οποίο, εν μέρει λόγω του μαρξιστικού προσανατολισμού του, εκφράζει, συν τοις άλλοις, έναν βαθμό διανοητικής συνέπειας που απουσιάζει από κάποιες άλλες συμβολές. Τα προβλήματα οπτικής, κλίμακας και χρόνου, τα οποία ανακύπτουν κατά τη συγγραφή αυτού του είδους «συνδεδεμένης ιστορίας» (connected history), έχουν αναλυθεί θεωρητικά από τους Μίχαελ Βέρνερ και Μπενεντίκτ Ζίμερμαν, καθώς και άλλους ιστορικούς και κοινωνιολόγους που επιδιώκουν την υπέρβαση του λεγόμενου «μεθοδολογικού εθνικισμού».
Εν γνώσει τους ή όχι, οι ιστορικοί επιλέγουν τα θέματά τους λόγω των ισχυρών δεσμών που τα συνδέουν με την επικαιρότητα. Το γεγονός αυτό ίσχυε τόσο για τις ριζοσπαστικές δεκαετίες του 1960 και 1970, όταν η «Αγγλική Επανάσταση» του 17ου αιώνα αποτέλεσε το κυρίαρχο θέμα, όσο και για τη δεκαετία του 1990 και το ενδιαφέρον που επέδειξε για τον ατλαντικό κόσμο και την πρώιμη παγκοσμιοποίηση. Ο αντίκτυπος όμως της επικαιρότητας ενέχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και προβλήματα για τους ιστορικούς που καταπιάνονται με τον προηγούμενο αιώνα, ειδικά αν έχουν ζήσει μεγάλο μέρος του. Το ζήτημα χρήζει εκτενέστερης αναφοράς από μια απλή μνεία σε αυτόν τον πρόλογο καθώς, όπως έλεγε σε έναν δημοσιογράφο ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν, «Τα γεγονότα, αγαπητό μου παιδί, τα γεγονότα!» είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα όχι μόνο για τους πολιτικούς αλλά και για τους σύγχρονους ιστορικούς. Πέραν των αναμνήσεων της οικογένειάς μου από τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κοσμογονικές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική και το διανοητικό περιβάλλον με ώθησαν να επανεξετάσω, περισσότερες από μία φορά, ορισμένες από τις παραδοχές πάνω στις οποίες βασίζεται το ανά χείρας βιβλίο. Ενας «Αραβικός Χειμώνας» διαδέχτηκε την Αραβική Ανοιξη. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, η εμφανής επαναδραστηριοποίηση της ιδρυθείσας το 1928 Μουσουλμανικής Αδελφότητας άνοιξε τον δρόμο για μια νέα περίοδο διακυβέρνησης που υποστηρίζεται από τον στρατό, όχι και πολύ διαφορετική από εκείνη των δεκαετιών του 1960 έως και του 1990. Την ίδια στιγμή, ο ριζοσπαστικός μουσουλμανικός εξτρεμισμός υπό τη μορφή της Χεζμπολάχ, της Χαμάς ή του Ισλαμικού Κράτους εγείρει ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη ηθική και πολιτική συγκρότηση της σύγχρονης «Μέσης Ανατολής», ειδικά όταν οι ηγέτες ορισμένων ισλαμιστικών κινημάτων αποκηρύσσουν κατηγορηματικά τη Συμφωνία Σάικς-Πικό (Sykes-Picot) του 1916, η οποία προδιέγραψε τη διχοτόμηση της περιοχής.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η συντριπτική νίκη του Κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) στις ινδικές εκλογές του 2014 θέτει τους ιστορικούς – προπαντός ίσως αυτούς του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ – ενώπιον της πρόκλησης να επανεκτιμήσουν την από καιρό καθιερωμένη έμφαση που έδιναν στον τοπικισμό και τις κάστες ως βάσεις της ινδικής πολιτικής. Επιπλέον, η δύναμη της χριστιανικής «ηθικής πλειοψηφία» στις Ηνωμένες Πολιτείες και η αφύπνιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία φαίνεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να ενισχύουν την άποψη εκείνων των ετερόδοξων πολιτικών επιστημόνων που είχαν προ πολλού απορρίψει την ιδέα ότι ο κοσμικισμός αποτελεί την επικρατούσα ηθική μορφή του δυτικού κόσμου του 20ού αιώνα. Μέχρι ποιο σημείο υπονόμευσε η άνοδος των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του ευρωπαϊκού πολιτικού φάσματος, καθώς και η σύρραξη στην Ουκρανία μετά το 2010 την παραδοχή των ιστορικών ότι η μακρά πορεία της ευρωπαϊκής ηπείρου προς την κατεύθυνση της ειρηνικής οικονομικής και πολιτικής ένωσης μετά τη δεκαετία του 1950 ήταν μη αναστρέψιμη;
Τα παραπάνω ερεθίσματα που παρείχε η σύγχρονη πολιτική για την επανεξέταση μιας αναδυόμενης επίσημης ιστοριογραφίας συνδυάστηκαν με εξελίξεις που συντελέστηκαν σε επίπεδο ιδεών. Η κεντρική θέση που κατέλαβε η ιδέα περί παγκοσμιοποίησης και ο θρίαμβος της νεοφιλελεύθερης δημοκρατίας τη δεκαετία του 1990, όπως εξαγγέλθηκε πανηγυρικά από τον Φράνσις Φουκουγιάμα, ήταν μια σαφής κατάληξη της πτώσης της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, η θεωρία της παγκοσμιοποίησης, υποθέτοντας αξιωματικά την «ολοένα στενότερη» παγκόσμια ένωση, την απεδαφικοποίηση και τη διεθνή διακυβέρνηση, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη θεωρητική κριτική αρκετό καιρό πριν η επανεμφάνιση επιθετικών εθνικών κρατών και ο μαρασμός των διεθνών οργανισμών ρίξουν πάνω της τη σκιά της αμφιβολίας. Στο μεταξύ, οι ιστορικοί είχαν προσχωρήσει στην παγκόσμια ιστορία, προτού υπαναχωρήσουν και πάλι από αυτή.
Ολως προσφάτως, ο δημόσιος διάλογος που πυροδοτήθηκε από το βιβλίο του Τομά Πικετί Le Capital au XXIe siècle (Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα) αντανακλά αυτή την πιο απαισιόδοξη αντίληψη για τις πρόσφατες παγκόσμιες οικονομικές αλλαγές. Γιατί άραγε ο Γάλλος οικονομολόγος έγινε «un rock star» ή «un bulldozer» (αξίζει να σημειωθεί η χρήση αυτών των δύο γλωσσικά παγκοσμιοποιημένων λέξεων), σύμφωνα με τα γραφόμενα των γαλλικών εφημερίδων; Αλλωστε, οι Τζόζεφ Στίγκλιτς και Πολ Κρούγκμαν επισήμαιναν την ταχεία άνοδο των εισοδηματικών ανισοτήτων σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο ήδη από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρέιγκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, και ακόμα περισσότερο μετά τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2007-2008. Τα επιστημονικά περιοδικά της δεξιάς αμφισβήτησαν τα νούμερα του Πικετί· αυτά της αριστεράς υποστήριξαν ότι δεν ήταν αρκετά μαρξιστής. Ωστόσο, από τη σκοπιά ενός ιστορικού της νεωτερικότητας, η σημασία του βιβλίου συνίστατο στο ευρύ ιστορικό πεδίο αναφοράς του. Εφόσον οι κεφαλαιακές αποδόσεις από επενδύσεις σε ακίνητα ή μετοχές υπήρξαν σταθερά μεγαλύτερες από τον ευρύτερο οικονομικό ρυθμό ανάπτυξης, όπως συνέβη από τις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν αναπόφευκτο να αναδυθεί μια προνομιούχος, κληρονομούσα ελίτ και να αυξηθούν οι εισοδηματικές ανισότητες. Σύμφωνα με τον Πικετί, η τάση αυτή διακόπηκε μόνο από τις δραματικές επιπτώσεις των δύο παγκόσμιων πολέμων και της Μεγάλης Υφεσης της δεκαετίας του 1930. Υπό αυτό το πρίσμα, η περίοδος από το 1950 έως το 1980 αποτέλεσε εξαίρεση ως προς το ότι παρέκκλινε από τη μακροχρόνια τάση προς την κοινωνική ανισότητα, την οποία ο Πικετί ανήγαγε χρονικά στα χρόνια που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση. Μάλιστα, μετά το 2000, η τάση προς την άνοδο των ανισοτήτων εντός των ταχέως αναπτυσσόμενων χωρών, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, φάνηκε να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση, παρόλο που οι διακρατικές ανισότητες σε ολόκληρο τον κόσμο σιγά σιγά έφθιναν.
Το παρόν βιβλίο αποδέχεται το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας του Πικετί. Ακόμα και αν η πραγματική στατιστική τάση δεν είναι τόσο σαφής ή καθολική όσο υποστηρίζει, ο λόγος περί ανισοτήτων είχε από μόνος του μεγάλη κοινωνική και πολιτική σημασία. Στη διάρκεια της Μπελ Επόκ που προηγήθηκε του 1914, ο λόγος αυτός ενίσχυσε τη θέση των Ευρωπαίων σοσιαλιστών και του Αμερικανικού Προοδευτικού Κινήματος. Μετά το 2010, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κατέφυγε και αυτός στο επιχείρημα των αυξανόμενων ανισοτήτων προκειμένου να αποκρούσει τις επιθέσεις που δεχόταν από τους ρεπουμπλικάνους επικριτές του. Θα πρότεινα ωστόσο η έννοια των ανισοτήτων να διευρυνθεί πολύ πέραν των εισοδηματικών ανισοτήτων, προκειμένου να συμπεριλάβει διαφοροποιήσεις που βασίζονται στην κληρονομημένη κοινωνική θέση, την εθνοτική καταγωγή, το γένος και τη λεγόμενη «φυλή» (tribe). Μια καθοριστικής σημασίας δύναμη στη δημιουργία αυτών των μορφών ανισότητας ήταν η κληρονομιά των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών του 19ου αιώνα και η άτυπη «αυτοκρατορία» της δυτικής εμπορικής και ιδεολογικής ηγεμονίας που ακολούθησε μετά την πτώση τους. Ως προς το σημείο αυτό, ο 20ός αιώνας σημαδεύτηκε επίσης από μια σημαντική μετατόπιση από τις πολυεπίπεδες ανισότητες που συντηρούνταν από τις κυρίαρχες ελίτ στις συλλογικές – όπως θα μπορούσαμε ενδεχομένως να τις ονομάσουμε – ανισότητες, στο πλαίσιο μιας κατάστασης φαινομενικής πολιτικής ελευθερίας. Ετσι, για παράδειγμα, οι μαύροι που εργάζονταν στα μεγάλα κτήματα των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών το 1850 είχαν πλέον μετατραπεί το 1950 σε ανομοιογενή σύνολα πολύ φτωχών αλλά κατά τα φαινόμενα ελεύθερων ανθρώπων των πόλεων. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις έμφυλες ανισότητες. Το 1850, οι γυναίκες ήταν στην ουσία δούλες που βρίσκονταν στην υπηρεσία διευρυμένων οικογενειών. Το 2000, ήταν πλέον φαινομενικά ελεύθερες, ωστόσο η πρόσβασή τους στα υψηλότερα εισοδήματα, τις καλύτερες θέσεις εργασίας και την ιδιοκτησία εξακολουθούσε να κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνη των ανδρών, και μάλιστα σε ορισμένες περιοχές – κυρίως στις μουσουλμανικές κοινωνίες – δυσχέραινε.
[…]
Η νεοφιλελεύθερη περίοδος που εκτείνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως το 2008 και που έπεται του «σημείου καμπής (1979-1991)», όπως αποκαλείται στο παρόν βιβλίο, αποτελεί ομολογουμένως ό,τι το πλησιέστερο έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα στο τζίνι του παν-περιεκτικού κεφαλαίου που τρέφεται από το διεθνές εμπόριο και την παραγωγή εις βάρος των πιο φτωχών, εκείνο το τζίνι που είχαν καλέσει οι Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν. Εταιρείες και ολιγάρχες τοποθέτησαν τα πλούτη τους σε υπεράκτιες εταιρείες, ζημιώνοντας τις κυβερνήσεις τους, πρώην στελέχη κομμουνιστικών κομμάτων έκαναν περιουσίες ως διοικητικά στελέχη, ενώ δημιουργήθηκαν χρηματοπιστωτικές φούσκες και φούσκες στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων που υπερέβησαν τη δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων. Οι παλαιοί θεωρητικοί του κομμουνισμού του 19ου αιώνα μάλλον είχαν «πέσει έξω» κατά έναν μόλις αιώνα. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στην παγκόσμια αύξηση του πλούτου και των ανισοτήτων, μια κατάσταση που ουδόλως αντιβαίνει στην εικόνα που αποτύπωναν οι διάφορες εκδόσεις του Κομμουνιστικού Μανιφέστου μετά το 1848 και, πιο πρόσφατα, οι Χαρντ και Νέγκρι. Η διαφορά σε σχέση με την εν λόγω εικόνα εξακολουθεί ωστόσο να έγκειται στην εξέχουσα θέση που συνεχίζουν να καταλαμβάνουν το έθνος και η θρησκεία, υπερβαίνοντας την εξουσία του κεφαλαίου. Το γεγονός ότι, το 2013 και το 2014, τα έθνη που συνόρευαν με τη νότια Σινική Θάλασσα θα συγκρούονταν για μια συστάδα μη παραγωγικών νησιών δεν οφειλόταν σε κανέναν λόγο που θα μπορούσε εύκολα να αναχθεί στο κεφάλαιο ή στα οικονομικά συμφέροντα και μόνο. Δεν υπήρχε κανένας οικονομικός λόγος που οι σουνίτες αντάρτες στο Ιράκ και τη Συρία έπρεπε να καταστρέψουν πόλεις και ιστορικά κειμήλια ή να δολοφονήσουν παραγωγικούς πολίτες, επειδή ανήκαν στην κοινότητα των σιιτών ή ήταν Γεζίντι ή χριστιανοί. Τίποτα από τα παραπάνω ωστόσο δεν θέτει εν αμφιβόλω το γεγονός ότι το κεφάλαιο συνέπραξε σε αυτές τις συγκρούσεις. Για παράδειγμα, η νότια Σινική Θάλασσα περιείχε πετρελαϊκά αποθέματα, η σουνιτική εξέγερση στο Ιράκ και τη Συρία ενισχύθηκε από τον πετρελαϊκό πλούτο, το παράνομο εμπόριο και την πώληση κειμηλίων σε δυτικούς εμπόρους τέχνης.
Παρ’ όλα αυτά, η πιο χαρακτηριστική διαφορά της δεκαετίας του 2010 από την περίοδο λίγο πριν και μετά το εκρηκτικό έντυπο του Λένιν με τίτλο Κράτος και επανάσταση (1917) ήταν η εξής: η απουσία στη διάρκεια της πρώτης ενός διεθνώς οργανωμένου κινήματος εναντίον του κράτους και του κεφαλαίου, αν εξαιρέσει κανείς, σε μεγάλο βαθμό, τα κινήματα που αναπτύχθηκαν εντός της λαϊκιστικής θρησκευτικής σφαίρας. Είναι εντυπωσιακό ότι η οργή των νέων, των φτωχών και των περιθωριοποιημένων εθνοτήτων στις αρχές του 21ου αιώνα δεν εκδηλώθηκε στο πλαίσιο ενός ενιαίου κοσμικού κοινωνικού κινήματος, όπως είχε συμβεί παλαιότερα με τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό ή τον αναρχισμό, αλλά μέσα από μια πλειάδα τοπικών αντιπαραθέσεων και ξεσηκωμών που έφεραν συνήθως τα ίχνη της θρησκείας, της ταυτοτικής πολιτικής και του σοβινισμού. Ελάχιστες είναι οι ενδείξεις ότι υπάρχει μια παγκόσμια «πρωτοπορία» πνευματικών ηγετών που εμπνέεται από τον ταξικό ανταγωνισμό, αν και θεωρητικοί όπως οι Αλέν Μπαντιού και Σλάβοϊ Ζίζεκ μας συνιστούν να αναμένουμε, μάλλον μέσα στα επόμενα 25 ή 50 χρόνια, το ξέσπασμα της επερχόμενης επανάστασης ενάντια στη νέα παγκόσμια ελίτ. Διότι ακόμα και οι ισλαμιστικές εξεγέρσεις διασπάστηκαν με βάση τους εθνοτικούς και δογματικούς προσανατολισμούς τους, όντας ανίκανες για κάτι περισσότερο από την αποσταθεροποίηση του μη μουσουλμανικού κόσμου μέσω της τρομοκρατίας».