Μεγαλώνοντας, οφείλω να παραδεχτώ πως την κεντρική θέση στο ποιητικό μου εικονοστάσι την έχω παραδώσει στον διπλωμάτη μου. Ακόμα κι αν κάποιοι με παρεξηγούν, στα 54 μου, ο Σεφέρης είναι το ποιητικό μου μέτρο˙ ο κανόνας μιας άρτιας ελληνικής γλώσσας, η ακριβολογία του στίχου. 60 χρόνια μετά το Νόμπελ, με αμέτρητες θετικές και μετρημένες αρνητικές αποτιμήσεις ή μελανιές – σε επίπεδο αισθητικής και ιδεολογίας – του σεφερικού έργου, φυλλομετρούμε τις Μέρες του ολοκληρωμένες˙ ένα λογοτεχνικό ημερολόγιο που επιβεβαιώνει την αφοσίωσή του στη γραφή, διασώζοντας στιγμές νεοελληνικής και ψηφίδες ευρωπαϊκής ιστορίας, που όσο τις μελετώ, επιβεβαιώνουν προϊόντος του χρόνου την ορθή του κρίση.
Ο Σεφέρης καινοτομώντας στον στίχο, στη μορφή, στο περιεχόμενο και στην πύκνωση του ποιητικού λόγου, κυρίως με το Μυθιστόρημα και ό,τι ακολούθησε, επανακαθόρισε τον διαρκή αγώνα τού ανθρώπου απέναντι στην ιστορική του μοίρα. Είναι φορές, που συλλογίζομαι πως οι προσλαμβάνουσες που είχα από παιδί που μεγάλωνε με την τυφλή Σμυρνιά γιαγιά του σ’ έναν προσφυγικό κλήρο με σανίδια που έτριζαν σαν κατάστρωμα πλοίου σε θαλασσοταραχή, σχετίζονταν κυρίως με την αποδοχή μιας καθ’ ημάς Ανατολής που χάθηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η ξεριζωμένη Ανατολή του Σεφέρη εισέρχεται σαν ένας «εξωτικός» ιός για να μπολιάσει μια νέα ελληνικότητα, μεταστοιχειώνοντας τον καρπό του ιστορικού μας δέντρου, σε ό,τι πιο θρεπτικό και ανθεκτικό γέννησε ο ποιητικός μας κανόνας μετά τον Σολωμό˙ αυτή η ελληνικότητά του, δίχως να γίνεται εθνική, δεν απαντάται μόνο στα ποιήματα, αλλά και στις Δοκιμές, έργο που συνοδεύει το αφήγημα ενός αληθινού ποιητή, και στις Μέρες του.
Ο Σεφέρης, πιστός στο κάλεσμά του, να γίνει αυτό που ήθελε να γίνει, κατασκεύασε την υστεροφημία του. Δεν είναι ο επίτομος ποιητής, αλλά το έργο του έχει το βάθος και την έκταση που δικαιολογεί την επικράτησή του στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, 60 χρόνια μετά το Νόμπελ. Η εμβριθής ενασχόληση του Γ. Π. Σαββίδη με το σεφερικό έργο, αλλά και ο Δημήτρης Μαρωνίτης, εγκαθιστούν έναν Σεφέρη πατέρα-ποιητή, που ακόμα και σήμερα η πατροκτονία του είναι αδύνατη μ’ όσα μέσα, όσες φόρμες, όσα κριτικά σχήματα κι όσες ιδεολογικοπολιτικές μεμψιμοιρίες κι αν του προσάπτει μέρος της πανεπιστημιακής κριτικής.
Η ξεριζωμένη Ανατολή του Σεφέρη εισέρχεται σαν ένας «εξωτικός» ιός για να μπολιάσει μια νέα ελληνικότητα, μεταστοιχειώνοντας τον καρπό του ιστορικού μας δέντρου, σε ό,τι πιο θρεπτικό και ανθεκτικό γέννησε ο ποιητικός μας κανόνας μετά τον Σολωμό.
Σίγουρα δεν διαβάζω τον Σεφέρη μέσα από σχήματα αλλά ως ποιητής, ούτε οι αναγνώστες της ποίησης τον ερμηνεύουν με τον εργαλειακό τρόπο της μερίδας που τον αναθεωρεί. Αλλωστε, ό,τι αφορά την ιδεολογική παρήχησή του, αυτήν την υπερασπίζουν μεγάλοι Ελληνες, που το έργο και η πολιτική τους θέση είναι φανερά στον αντίποδα της ιδεολογικής αφοσίωσης του Σεφέρη. Αρκεί ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, το κινηματογραφικό έργο του οποίου είτε κρυπτικά είτε φανερά επικοινωνεί με οικείες συνδηλώσεις με το σεφερικό Μυθιστόρημα. Ή πώς να μην εμπιστευτεί κανείς τον Μάνο Χατζιδάκι, που αφιερώνει στον Σεφέρη τη Ρυθμολογία του, σημειώνοντας:
«…Οσο προχωρούσα στο σχεδίασμα του έργου, σκεφτόμουν τον ποιητή Σεφέρη. Γιατί αυτός πρώτος μας έκαμε να νιώσουμε τη σημασία ενός σοβαρού παιχνιδιού, με το Τετράδιο Γυμνασμάτων […]. Και υπήρξε αυθόρμητη η ανάγκη να του αφιερώσω τη Ρυθμολογία […]. Γράφτηκε για έναν ζωντανό Σεφέρη που εξακολουθεί να ζει ανάμεσά μας. Για τον ποιητή Σεφέρη που είχε τη δύναμη να μιλά, όταν μιλούσε, απλά, βαθιά και ελληνικά».
Είναι φορές, σε περιόδους προσωπικής αμφιβολίας, που επιστρέφω στις Μέρες διαβάζοντάς τον: «Τώρα πια – αυτές τις μέρες έκλεισα τα πενήντα – ξέρω τι είμαι. Ξέρω ποιοι μπορεί να με παραδεχτούν και ποιοι να με αρνηθούν. Μ’ ενδιαφέρουν οι πρώτοι, κι από τους δεύτερους οι καλύτεροί μου. Προσθέτω, χωρίς δισταγμό, πως εύχομαι να φανερωθούν καλύτεροι, έστω και αν πρόκειται να με σβήσουν από τη μνήμη των ανθρώπων. Δεν είναι το έργο μου που μ’ ενδιαφέρει πριν απ’ όλα˙ είναι το έργο, χωρίς κτητική αντωνυμία˙ αυτό πρέπει να ζήσει, έστω και αν οι προσωπικές μας συνεισφορές πρόκειται ν’ αναλωθούν μέσα σ’ αυτό» (Μέρες Ε΄, σ. 152).
Τ’ ομολογώ, με κατατρύχει το μιμίδιο ενός πατέρα-ποιητή που συνάρμοσε τόσο αρμονικά, στέρεα και ανθεκτικά ποιήματα, δομημένα με παύσεις και σιωπή – υλικά που ζηλεύω ως ποιητής – ανάμεσα στις λέξεις του. Ας μου επιτραπεί ως κατακλείδα, ο αποκομμένος στίχος, μια νάρκη του: Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη («Δ΄ Αργοναύτες», στα: Ποιήματα, εκδ. Ικαρος, 15η έκδοση, σ. 47).
Ο κ. Γιάννης Αντιόχου είναι ποιητής και μεταφραστής.
Την Κυριακή 10/12 κυκλοφορεί μαζί με Το Βήμα η ειδική επετειακή έκδοση «Το Βήμα στην Ιστορία», με αφορμή τη συμπλήρωση των 60 χρόνων από τη βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.