Από τη «Χρυσή Εποχή» στην προσμονή του μέλλοντος
Κάποτε το μέλλον ήταν το παρελθόν. Στον Ησίοδο το χρύσεον γένος των ανθρώπων σηματοδοτεί μια αντίστοιχη περασμένη εποχή, την οποία διαδέχονται στη συνέχεια άλλες που αναλογούν σε ολοένα και πιο ευτελή μέταλλα υποδεικνύοντας τη σταδιακή έκπτωση από την αρχική τελειότητα. Ο Βιργίλιος στα Γεωργικά του, τη λατινική εκδοχή της ησιόδειας παράδοσης, θα περιγράψει και αυτός έναν χαμένο καιρό ευδαιμονίας όπου ο άνθρωπος βρισκόταν σε αρμονία με τη φύση.
Την ίδια περίπου περίοδο ο Οβίδιος θα συνδέσει την πάλαι ποτέ Χρυσή Εποχή με μια ιδανική συνθήκη όπου φυσική κατάσταση των ανθρώπινων όντων ήταν η καλοσύνη. Οταν στις Εκλογές του ο Βιργίλιος, εισάγοντας τον λογοτεχνικό τόπο της Αρκαδίας, θα αλλάξει προοπτική υπαινισσόμενος ότι μια νέα Χρυσή Εποχή επίκειται (εν είδει πολιτικής αλληγορίας για την εξουσία του Αυγούστου), προοικονομεί τη μετέπειτα επένδυση στο μέλλον. Καθώς βαδίζουμε προς την ύστερη αρχαιότητα, για τους πιστούς χριστιανούς η ελπίδα πια βρίσκεται στη μετά θάνατον ζωή αλλά και στην ολοκλήρωση της Ιστορίας με τη Δευτέρα Παρουσία και την τελική κρίση, γεγονότα που αναμένονταν σύντομα κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, παρέμεναν επομένως στον ανοικτό ορίζοντα των όσων έπονταν, όχι στην επικράτεια όσων είχαν ήδη συμβεί.
Από τα χρόνια του Διαφωτισμού και μετά η έννοια της προόδου θα εγκαθιδρύσει το μέλλον ως πεδίο εκπόνησης ουτοπικών σχεδίων και εκπλήρωσης ονείρων. Ο νεωτερικός άνθρωπος, προϊόν της απομάγευσης του κόσμου, δικαιούται να επιζητεί τομές, νέες αρχές, νέες αφετηρίες. Αν το αρχαίο ημερολόγιο λοιπόν βλέπει στην έναρξη του έτους την αναγέννηση του φυσικού κόσμου, η νεωτερικότητα την ταυτίζει με τη δυνατότητα αναμόρφωσης του ατόμου.
Πριν από τη βαθμιαία καθιέρωση της σημερινής ποπ κουλτούρας των new year resolutions έχει προηγηθεί η συνάντηση παραδοσιακών λαϊκών δοξασιών για το νέο έτος, ανασημασιοδοτημένων εννοιών των απαρχών, καταναλωτικών προτύπων, με τις νεωτερικές θεωρήσεις της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας και της επιστήμης για τον άνθρωπο ως ον που μπορεί να αλλάξει με τις δικές του δυνάμεις. Προϋπόθεση της ανάπτυξης του μηχανισμού της προσδοκίας για τον εαυτό μας και τον κόσμο είναι προφανώς η πεποίθηση σε ένα μέλλον δυνητικά καλύτερο από το παρελθόν. Προσμένουμε έναν γραμμικό χρόνο στον οποίο προσβλέπουμε για την επίτευξη των επιθυμιών μας.
Eνας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός
Της Εφης Γαζή
Οι άνθρωποι ανέκαθεν προσπαθούσαν να φανταστούν καλύτερους κόσμους. Στη δυτική παράδοση, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Τόμας Μορ, οι οραματισμοί για το μέλλον είναι ποικιλόμορφοι. Μέρος αυτών περιλαμβάνει την έννοια της προόδου. Στην εποχή του Διαφωτισμού, η ανθρώπινη ιστορία ερμηνεύθηκε μέσα από το πρίσμα της προόδου. Στον 19ο αιώνα, μεγάλα ρεύματα σκέψης όπως ο δαρβινισμός, ο μαρξισμός και οι σοσιαλιστικές ιδέες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην εικόνα του μέλλοντος.
Η πορεία του μοντέρνου κόσμου επηρέασε βαθιά συγγραφείς όπως ο Χ. Τζ. Γουέλς. Το κλασικό έργο του Η μηχανή του χρόνου (1895) τοποθετείται σε μια μελλοντική εποχή όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν ταξίδια στο χθες και το αύριο. Η επιστημονική φαντασία στράφηκε στο μέλλον, ειδικά σε σχέση με τις τεχνολογίες, την ανάπτυξη των πόλεων, τις μορφές διακυβέρνησης και τη μαζική κουλτούρα. O Αλντους Χάξλεϊ εξέφρασε αυτή την τάση με τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο (1932). Ο «φουτουρισμός» της εποχής αποτελούσε ένα ταξίδι εξερεύνησης στην τεχνολογία και την ευγονική, στις δυνατότητες παρέμβασης στο ανθρώπινο σώμα, στην επέκταση των ανθρώπινων δυνάμεων. Δεν είχαν πάντα ευτυχή κατάληξη αυτά τα ταξίδια.
Οι εκδοχές του μέλλοντος συχνά εμπεριείχαν εφιαλτικές όψεις της πορείας του ανθρώπου και των μηχανών. Στον Ψυχρό Πόλεμο το ενδεχόμενο μιας νέας σύγκρουσης με καταστροφικά πυρηνικά όπλα, οι βιοτεχνολογικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων δυνάμεων της εποχής τροφοδότησαν δυστοπικές εικόνες του μέλλοντος. Από την άλλη πλευρά, τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και ο κομμουνισμός διατηρούσαν την ιδεολογική τους ισχύ. Αποτελούσαν τα μεγάλα πολιτικά προγράμματα οραματισμού και σχεδιασμού του μέλλοντος. Μετά την πτώση του κομμουνισμού, ο ιστορικός Εντσο Τραβέρσο περιέγραψε την «αριστερή μελαγχολία» μέσα στη δυναμική της ιστορικής συγκυρίας, προτείνοντας τον μετασχηματισμό της μνήμης και του πένθους σε δυνάμεις ενεργοποίησης μιας χειραφετητικής παράδοσης.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, η περιβαλλοντική κρίση, η βία και οι μαζικές καταστροφές καλλιέργησαν την κρίση των «μεγάλων αφηγήσεων» με προοδοκεντρικό χαρακτήρα. Στην εποχή μας, μια μεγάλη πρόκληση είναι το να αποφύγουμε τις παγίδες των ντετερμινιστικών σχημάτων που χαρακτηρίζουν τόσο τον δυστοπικό πεσιμισμό όσο και την αφελή αισιοδοξία μιας απρόσκοπτης και γραμμικής προόδου, χωρίς να βυθιστούμε στον σκεπτικισμό, την αδράνεια ή τον κυνισμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αξίζει να στραφούμε στην ιστορία αλλά και στην ιστορική σκέψη και φαντασία. Σε πείσμα όσων προφήτευσαν το τέλος της, η ιστορία συνεχίζεται και παραμένει ανοικτή στην ενδεχομενικότητα, στο απρόβλεπτο και στην αλλαγή. Η ιστορία μας μαθαίνει ότι ακόμη και οι εικόνες του μέλλοντος αποτελούν συστατικά στοιχεία κάθε παρόντος. Σήμερα διαπιστώνουμε ολοένα και περισσότερο την ανάγκη της συνεχούς εγρήγορσης αλλά και της δράσης για το μέλλον και την ανθεκτικότητα των δημοκρατιών, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διασφάλιση της ειρήνης.
Περιγράφουμε συχνά τον κόσμο μας μέσα από τα λεξιλόγια της κρίσης. Οι κρίσεις όμως δεν επιδρούν μόνο στον χώρο της εμπειρίας αλλά και στον ορίζοντα των προσδοκιών μας.
Ο προηγούμενος αιώνας έδειξε ότι δεν είναι νομοτελειακή ούτε η πρόοδος αλλά ούτε και η καταστροφή. Πολλές ουτοπίες για τον «τέλειο κόσμο» διαλύθηκαν αλλά και πολλές δυστοπικές προβλέψεις για μια ολοκληρωτική καταστροφή δεν επαληθεύτηκαν. Η κατανόηση της ενδεχομενικότητας στην ιστορία μπορεί και πρέπει να μπολιάσει τη σκέψη μας για το μέλλον, πέρα από τη γλώσσα της κρίσης. Ισως αυτή η σκέψη δεν περιλαμβάνει πια την αδιατάρακτη πρόοδο, την έλευση του «τέλειου κόσμου» μέσω σταδίων ή αντίθετα, την πορεία προς μια αναπόδραστη καταστροφή. Ενας καλύτερος κόσμος όμως είναι εφικτός, μόνον αν τον φανταστούμε στο παρόν – ίσως όχι ως νομοτέλεια αλλά ως πιθανότητα.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Τις νύχτες ονειρεύομαι συντέλειες
Του Γιάννη Αντιόχου
Ελκομαι σε σκοτεινές ρωγμές. Με καταδικάζει ο αυτοπαρατηρητικός μου έλεγχος – ενδελεχής –, απότοκος της εξοικείωσής μου με την ανθρώπινη φθορά και τον θάνατο· με υποβαστάζει – σκυφτό – σ’ ένα ανεπίγνωστο φαντασιακό αξιακό σύστημα. Αλίμονο γερνώντας να μη λέω την αλήθεια, έστω κι αν έτσι δικαιολογώ την ελάχιστη ύπαρξή μου, ως σημαντική. Κι αφού κάθε πρωί ανοίγω τα μάτια μου κι αντικρίζω την ορεινή γραμμή που αφορίζει το λεκανοπέδιο της Αττικής, έχω την υποχρέωση να μην παραιτηθώ απ’ ό,τι ονομάζεται επιβίωση.
Γι’ αυτό, ευθύνεται ένα είδος σαλής θεοφάνειας· εντός μου φανερώνεται ο Θεός. Πιθανώς απέχει πολύ από το θεολογικό και φιλοσοφικό δόγμα, αλλά είναι ένας Θεός εβραίος και ορθόδοξος, οικείος του κλίματος και του τόπου μου, απλούστερος και αισθητικός. Μοιάζει κάπως με τον Θεό του Σεφέρη, όπως εκείνος τον περιγράφει σε μια επιστολή του στον Λορεντζάτο: «Δεν πιστεύω πως πηγαίνει κανείς στο Θεό από κριτικές της ιστορίας. Λαλεί μέσα του ή δε λαλεί, κι όταν λαλεί χρειάζεται άσκηση της ανθρωπιάς, αγάπη και προσευχή εν-ενεργεία. Ζόρικα πράγματα» – και το ξεκαθαρίζω: έτσι εγκατοικεί στο φτενό μυαλό μου η άκτιστη εικόνα Του.
Φέτος, είναι αλήθεια, Τον χρειάστηκα περισσότερες φορές απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η εξάμηνη νοσηλεία κι ο θάνατος της Τζένης Μαστοράκη στο νοσοκομείο μου μ’ εκτροχίασαν κι ο χρόνος που φεύγει με βρίσκει αναπόφευκτα ηττημένο.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, χρόνια πυκνής ανθρώπινης δυστυχίας (κρίση χρέους, πανδημία, ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανάφλεξη στη Μ. Ανατολή κ.λπ.) με βεβαιώνουν πως όλες οι φιλοσοφίες, οι ιδεολογίες και οι τέχνες δεν θα ‘ναι ποτέ ικανές να εξημερώσουν το ανθρώπινο θηρίο. Μετά την έκδοση του βιβλίου Αυτός, ο κάτω ουρανός, σχεδόν αμέσως άρχισα την προσωπική μου ιστόρηση, ένα ημερολόγιο δίχως εκδοτικές βλέψεις (για όσο ζήσω). Μια ξεκάθαρη συνομιλία μου με το παρελθόν ή ό,τι καθένας παραβλέπει κρατώντας σημειώσεις για τα μη ουσιαστικά, ένας παράδοξος μηχανισμός προσδοκίας. Αντιλαμβάνομαι τον κόσμο από τις αναλογίες του κι είναι διαφορετικός.
Στα δεκαοκτώ, η αλλαγή της χιλιετίας μού φαινότανε μακρινό ορόσημο κι αίφνης, στα πενήντα πέντε, έχει ήδη συμπληρωθεί το πρώτο τέταρτο του αιώνα. Οσο γερνώ, ο κόσμος ως εικόνα κι αντίληψη γίνεται πολύπλοκος. Με πιάνει ίλιγγος διακρίνοντας το ανθρώπινο πλήθος, τους ακίνητους δρόμους, τη ροή της μάζας προς τις ουτοπίες, τις θεωρίες συνωμοσίας και το ψέμα. Κάθε σχέδιό μου καταρρέει. Αναζητώ ως πυξίδα το υπαρκτικό μου μέτρο. Μη φανταστείτε μεγαλομανίες και αυτονομήσεις. Το μέτρο μου είναι απολύτως πεπερασμένο, ένα πεδίο δίχως έκταση.
Σ’ αυτόν τον τόπο που οι γραμμές των οριζόντων ορθώνονται προστατευτικές, είτε είναι βουνά είτε νησιά, μη επιτρέποντάς μου να ξεστρατίσω, επιδίδομαι σε μια τέχνη κλειστή και με όρια, την ποίηση· η μυθοπλασία θέλει τόπο ανοικτό κι έκταση. Καθώς μ’ αλέθουν τα χρόνια, οι μήνες κι οι μέρες, διαβάζω σχεδόν αποκλειστικά ποίηση και σκόρπια δοκίμια που αναγνωρίζουν όρια. Δεν κάνω πια σχέδια, δεν βάζω στόχους. Με φοβίζει η έκταση κι η αναμονή, μιας και κατανοώ όλο και περισσότερο την ισχύ ενός μη γραμμικού χρόνου που επισυμβαίνει παράλληλα με τον γραμμικό χρόνο των ανθρώπων.
Παράλληλα, αυτό που ονομάζω déjà vu – προμνησία – δεν είναι παρά φάσματα των νεκρών μου εαυτών. Εχω υπάρξει τόσο πολλοί άλλοι· λεγεώνα. Αυτή η εμπειρία είναι που με σώζει βαστώντας με περιδινούμενο γύρω από ένα ανθρώπινο και χρονικά κατασκευασμένο κέντρο, οπωσδήποτε υποκειμενικό. Για παράδειγμα, η έκδοση του βιβλίου μου στα ισπανικά, αυτόν τον μήνα, είναι μια καθαρή νίκη, μια δικαίωση στον ιδεόπλαστο αξιακό μου κώδικα, αλλά και το χρονικό σημείο εκπλήρωσης ενός στόχου. Επειτα από μία εβδομάδα, δεν θα σημαίνει τίποτα για μένα ή για την ποίηση, αφού θα ‘ναι μόνο ένα κλασματικό μέρος της ύπαρξής μου.
Ζηλεύω τους ανθρώπους που βάζουν στόχους κι όσους μπορούν και ξεκινούν απ’ την αρχή, αλλά ως σήμερα βάσισα τη διαδρομή μου σε προμνησίες και χωροχρονικές συμπτώσεις. Εχω πολλαπλές αφετηρίες κι αναμφισβήτητα ο δρόμος μου είναι μια σπειροειδής χρονική ανάβαση όπου το φυσικό μου σώμα γερνώντας χάνει τη σπαργή του, αλλά η επαναληψιμότητα των ονείρων μου ομοιάζει με μια χαρτογραφική καθήλωση· δηλαδή, αναγνωρίζω πως ονειρεύομαι και είτε επιστρέφω είτε συνεχίζω ν’ ανακαλύπτω τους τόπους του ασυνειδήτου μου από εκεί που τους άφησα.
Πώς θα μπορούσα να έχω δομημένο σχέδιο για το μέλλον; Ο μηχανισμός της προσδοκίας μου είναι ξεχαρβαλωμένος, τις νύχτες/ ονειρεύομαι συντέλειες.
Ο κ. Γιάννης Αντιόχου είναι ποιητής και μεταφραστής.
Ο ορίζοντας των προσδοκιών
Της Βασιλικής Πέτσα
Μια οικιακή σκηνή, τα πρώτα βήματα»: έτσι τιτλοφορείται ένας πίνακας του 1865 από τον Γκαετάνο Κιέριτσι, διάσημο ρωπογράφο της εποχής, στην Ιταλία και διεθνώς. Η σύνθεση του έργου περιλαμβάνει τα μέλη μιας εκτεταμένης αγροτικής οικογένειας (πατέρας, μητέρα, γιαγιά), που ενθαρρύνουν ένα βρέφος να κατευθυνθεί προς το μέρος τους. Η διάθεση που κυριαρχεί είναι εύ̶θυμη- μοναδική «παραφωνία», η κόπωση που διαφαίνεται στο πρόσωπο του ανυπόδητου και ρακένδυτου πατέρα. Η μητέρα, αρκετά νεότερη, λάμπει.
Η διαδρομή του βρέφους μοιάζει αβέβαιη. Μολονότι το βλέμμα του είναι καρφωμένο στη μητέρα, η κατεύθυνση των βημάτων του αντιστοιχεί μάλλον προς τη θέση του πατέρα, προδιαγράφοντας συμβολικά τους όρους της απαρέγκλιτης κοινωνικής περιχαράκωσης και εγγράφοντας ένα υπόστρωμα κοινωνικής κριτικής κάτω από την περιρρέουσα ιλαρότητα. Ο Κιέριτσι θα επανέλθει σ’ εκείνα τα πρώτα βήματα, αναπαράγοντας το ίδιο θέμα σε παραλλαγές, πλέον δίχως σκιές ή υπόγεια νοήματα. Ο πατέρας είτε απουσιάζει, όπως στην ομότιτλη εκδοχή του 1871, είτε, δραστήριος, καλεί εκείνος το μωρό προς το μέρος του, όπως στον πίνακα «Παράτολμο εγχείρημα» του 1879. Μόνο που, εδώ, το μωρό δείχνει να κατευθύνεται όχι προς εκείνον, αλλά προς τα σκόρπια παπούτσια που είναι ριγμένα δίπλα του, προς την ανακάλυψη και το παιχνίδι, προς το ανεξερεύνητο.
Το 1889 ο Κιέριτσι θα συμμετάσχει σε ένα παράτολμο εγχείρημα: τη δημιουργία μιας αγροτικής αποικίας κοντά στην πόλη Κερέν της αφρικανικής Ερυθραίας, με στόχο, όπως διευκρίνιζαν τα μέλη της αποστολής, τον εκπολιτισμό και όχι την κατάκτηση. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο θα ναυαγήσει συντόμως, λόγω έλλειψης έμπρακτης κυβερνητικής στήριξης, ατυχημάτων (μια κλωτσιά αλόγου θα στοιχίσει στον Κιέριτσι ένα σπασμένο πόδι), θανάτων.
Στο αιώνιο γέλιο των μικρών μοντέλων του: εκεί θα αποδώσει τελικά την ευτυχία του, παρά τις δυσοίωνες σκέψεις και τα θλιβερά, όπως το παραπάνω, παθήματα της ζωής. Φαντάζει ίσως παράδοξη η συνύπαρξη μιας ήδη, τότε, παραδοσιακής, ξεπερασμένης τεχνοτροπίας (ο συμβολισμός εδραιωνόταν ως αισθητικό ρεύμα) με θέματα που αντιπροσωπεύουν το αύριο. Οχι το ιστορικό, διότι ο Κιέριτσι έστρεφε την προσοχή του στην εξοχή σε μια εποχή όπου κυριαρχούσε η εικονοποιία των ανεπτυγμένων μεγαλουπόλεων, αλλά το διαχρονικά ανθρωπολογικό. Το αέναο παρόν ως συγχώνευση παρελθόντος και μέλλοντος, ο χώρος της εμπειρίας και ο ορίζοντας προσδοκιών σε αγαστή συνύπαρξη, μεταφέροντας το τώρα σχεδόν έξω από τον χρόνο. Εξω και από την Ιστορία, σε μια πλασματική ειδυλλιακότητα, ή στο πέρας της, στην κατάκτηση της ουτοπίας, που ίσως είναι ήδη εδώ ως δυνατότητα, ως φυσική απόρροια της φροντίδας; Της οικογενειακής, για τις ανάγκες της αναπαράστασης, που όμως αντιπροσωπεύει παράλληλα τη μέριμνα για τις επόμενες και προηγούμενες γενιές, για το επερχόμενο και το ήδη βιωμένο. Το μέλλον ή θα είναι χαρούμενο ή δεν θα είναι μέλλον· το παρελθόν ή θα βρει τη θέση του ανάμεσά μας ή δεν θα είναι παρελθόν, μοιάζει να λέει ο Κιέριτσι.
«Η μάσκα»: άλλο ένα από τα αγαπημένα θέματα του Κιέριτσι. Πίνακες αυτής της επανερχόμενης θεματικής απεικονίζουν ένα νήπιο που εμφανίζεται ξαφνικά, κρατώντας μια γκροτέσκα μάσκα. Το θέαμα του απειλητικού, (καθότι) πρόωρα γερασμένου, μέλλοντος προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Ισχυρό φόβο στα μικρότερα παιδιά, που αναζητούν καταφύγιο στην προστασία των γύρω τους, διστακτική θυμηδία στα λίγο μεγαλύτερα, αγανάκτηση στη μητέρα, όταν είναι παρούσα. Στις περισσότερες, ωστόσο, εκδοχές υπάρχει κάτι κοινό: το τρομαγμένο, ανυποψίαστο, παιδί χάνει, ή του κλέβουν, το φαγητό του.
Ο Κιέριτσι υπήρξε σοσιαλιστής· για την ακρίβεια, ο πρώτος σοσιαλιστής δήμαρχος της Ρέτζο Εμίλια. Επηρεασμένος, τότε, από τις θέσεις του Καμίλο Πραμπολίνι, θα δώσει ιδιαίτερη βάση στον αγροτικό πληθυσμό και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής του, μαχόμενος ενάντια στον αναλφαβητισμό και λαμβάνοντας πρωτοβουλίες κοινωνικής μέριμνας: θα στηρίξει, μεταξύ άλλων, την ίδρυση Λαϊκού Πανεπιστημίου και Βιβλιοθήκης στην περιοχή. Σταδιακά, ανέκαθεν πολιτικά μετριοπαθής, αποχώρησε από το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και συστρατεύτηκε με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Ρεφορμιστικό Κόμμα, υιοθετώντας τη γραμμή Μπισολάτι, που πρέσβευε τη συνεργασία με κυβερνητικές δυνάμεις προς την κατεύθυνση προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και, λίγο αργότερα, τη γραμμή του «δημοκρατικού επεμβατισμού» στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, όμως, εξαιτίας μιας σοβαρής παραλυτικής ασθένειας, ο Κιέριτσι είχε ήδη σταματήσει να ζωγραφίζει.
Η κυρία Βασιλική Πέτσα είναι συγγραφέας και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.