Ο αντίκτυπος τεκτονικών πολιτικών μεταβολών και συγκυρίας
Πέραν της νίκης των Χριστιανοδημοκρατών, της ραγδαίας ανόδου της ακροδεξιάς AfD, της ανάστασης της Αριστεράς και της αποδοκιμασίας των πρώην κυβερνητικών εταίρων Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελευθέρων Δημοκρατών, οι γερμανικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας επιβεβαίωσαν ένα ρεύμα που εμφανίστηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης για να επεκταθεί στη συνέχεια: της αποδιάρθρωσης των ευρωπαϊκών κομματικών συστημάτων και της πολυδιάσπασης της ψήφου.
Φαινόμενο που φάνηκε αρχικά να επηρεάζει τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οι οποίες δέχθηκαν τα βαρύτερα πλήγματα από την κρίση χρέους της ευρωζώνης, απορρύθμισε στην πορεία ιστορικούς οργανισμούς όπως οι γάλλοι σοσιαλιστές και οι γκωλικοί, αναδιέταξε την ισορροπία δυνάμεων της ιταλικής Δεξιάς προς όφελος αρχικά της Λέγκας του Βορρά και έπειτα των Αδελφών της Ιταλίας, έφερε στο προσκήνιο τις «αντισυστημικές» δυνάμεις των Podemos και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Αν λάβει κανείς μάλιστα υπόψη του τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ακόμη και ο τελευταίος και παραδοσιακότερος ευρωπαϊκός προμαχώνας παραταξιακής σταθερότητας κινδυνεύει με άλωση: στο Ηνωμένο Βασίλειο το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα του Νάιτζελ Φάρατζ προσπερνά το Εργατικό Κόμμα και αφήνει πολύ πίσω του τους Συντηρητικούς, και με τα τρία κόμματα όμως να κινούνται κάτω από το 30%.
Δεν είναι το γεγονός της μεταβολής αυτό καθαυτό που ξενίζει. Στα μαζικά δημοκρατικά πολιτεύματα η διαδοχή κομματικών συστημάτων είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση: ο όψιμος 19ος αιώνας έχει τις δικές του διαιρέσεις, το σκηνικό του Μεσοπολέμου πολύ απέχει από αυτό του Ψυχρού Πολέμου. Περισσότερο προβληματίζει η ταχύτητα των αλλαγών σε συνδυασμό με την αυξανόμενη πόλωση του εκλογικού σώματος. Η απότομη καταβαράθρωση κραταιών κομμάτων δεν είναι προφανώς συνέπεια στιγμιαίων συμβάντων.
Υπάρχει ένα νήμα που τη συνδέει με τεκτονικά ρήγματα στο κοινωνικό υπέδαφος – εν προκειμένω ο αντίκτυπος των ψηφιακών τεχνολογιών, η ανατροπή του εργασιακού τοπίου, η αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων. Ενδείξεις όπως η πολιτική καρτελοποίηση, η άνοδος της αποχής, η πτώση της κομματικής ταύτισης, η άμβλυνση των ιδεολογικών διαφορών έχουν παρατηρηθεί πολύ προτού η συγκυρία της οικονομικής, υγειονομικής, γεωπολιτικής κρίσης κλονίσει ένα οικοδόμημα που ήδη εμφάνιζε ρωγμές. Το κατά πόσο όμως αυτή η νέα συνθήκη η οποία συνδυάζει έντονες πολιτισμικές αντιπαραθέσεις, περιορισμό της απήχησης των mainstream κομμάτων και διεύρυνση της ακροδεξιάς επιρροής είναι βιώσιμη για τη δημοκρατία στην Ευρώπη παραμένει άδηλο.
Μήπως δεν είμαστε αρκετά ρεαλιστές;
Του Γιάννη Τσίρμπα

Το να είμαστε υπεύθυνοι δημοκρατικοί πολίτες, όπως γράφουν οι υποψήφιοι των πανελληνίων εξετάσεων στο μάθημα της έκθεσης ή αναφέρουν τα μέλη της Βουλής των Εφήβων (αλήθεια, υπάρχει ακόμα;) στις ομιλίες τους, φαίνεται ότι γίνεται μια ολοένα και πιο δύσκολη υπόθεση. Το να επιλέγουμε πολιτικούς σύμφωνα με τις προτιμήσεις μας, οι οποίες συχνά αντανακλούν και μια διάσταση «κοινού καλού», και εκείνοι να εκλέγονται ώστε να εφαρμόσουν την εντολή μας, η κλασική δηλαδή προσέγγιση της δημοκρατίας, είναι πλέον εμφανώς αρκετά παρωχημένη.
Τι συμβαίνει όμως με τα υπόλοιπα διαθέσιμα ερμηνευτικά εργαλεία; Πώς εξηγείται η μετακίνηση πάνω από 700 χιλιάδων ψηφοφόρων από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα απευθείας στην Ακροδεξιά στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές; Πώς ερμηνεύεται η ψήφος του ίδιου ψηφοφόρου, στο ιδιαίτερο γερμανικό εκλογικό σύστημα, στο ένα ψηφοδέλτιο σε κεντρώο υποψήφιο και στο άλλο στην Ακροδεξιά; Στην πλευρά της πολιτικής προσφοράς, πώς γίνεται αριστερά και δεξιά κόμματα να έχουν κοινή ατζέντα σε ένα ζήτημα όπως το Μεταναστευτικό;
Σε αυτό το επίπεδο και η ορθολογική επιλογή, δηλαδή η υπόθεση ότι ψηφίζουμε με βάση το ατομικό συμφέρον, φαίνεται ότι αδυνατεί να μας προσφέρει πειστικές εξηγήσεις, όπως και η συγγενής υπόθεση ότι αξιολογούμε ενδελεχώς τις επιδόσεις των κυβερνήσεών μας και τις τιμωρούμε ή τις επιβραβεύουμε – δεν έχουμε τα προσόντα, τον χρόνο ή τις απαιτούμενες πληροφορίες για κάτι τέτοιο. Είναι, επίσης, μάλλον προφανές ότι και ο ρόλος της ιδεολογίας στην προσπάθεια εξήγησης τέτοιων φαινομένων είναι πεπερασμένος.
Ταυτόχρονα, η κοινωνικοδημογραφική ανάλυση της ψήφου έχει τους δικούς της περιορισμούς, αν και δεν στερείται εγκυρότητας σε αρκετά επιμέρους ζητήματα, ειδικά σε συνδυασμό με μια γεωγραφική προσέγγιση. Για παράδειγμα, διαφαίνεται σε πολλά εκλογικά σώματα ένα σαφές ηλικιακό χάσμα. Εδώ και αρκετά χρόνια βαίνει μειούμενη και η εξηγητική ισχύς της κομματικής ταύτισης. Ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι αναπτύσσουν μακροχρόνιους συναισθηματικούς δεσμούς με κάποιο κόμμα, το οποίο να ψηφίζουν ξανά και ξανά σε εκλογές. Δεν υπάρχουν καν πλέον πολλά κόμματα που να επιβιώνουν για τόσο πολύ ώστε να ταυτιστεί κάποιος μαζί τους. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε παλιά, οι ψηφοφόροι ζουν πλέον περισσότερο από τα κόμματα.
Τι μας απομένει λοιπόν ώστε να εξηγήσουμε αυτές τις παράδοξες έως και σοκαριστικές συναντήσεις ψηφοφόρων και πολιτικών κομμάτων στην κάλπη; Σύμφωνα με δύο επιφανείς αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, τους Εϊκεν και Μπαρτέλς, μας απομένει ο ρεαλισμός. Σε έναν κόσμο που φαίνεται ανάποδος, ίσως πρέπει να δούμε και τα πράγματα αντίστροφα. Ας σκεφτούμε ότι η φαινομενική συμφωνία κομμάτων και ψηφοφόρων πάνω σε συγκεκριμένα θέματα μπορεί να είναι δευτερεύουσα και, τελικά, να μην αποτελεί κύριο στόχο καμιάς από τις δύο πλευρές.
Από αυτή την άποψη, αυτό που μετράει είναι η ταυτότητα του ανήκειν σε συγκεκριμένες ομάδες, στις οποίες μπορεί να μετέχει μια ψηφοφόρος και να εκφράζει συγκυριακά ένα κόμμα. Οι ομάδες αυτές μπορεί, για παράδειγμα, να είναι εθνοτικές, θρησκευτικές, επαγγελματικές, έμφυλων ταυτοτήτων ή και lifestyle. Η κάθε ταυτότητα μπορεί να αναδεικνύεται περισσότερο όταν προκύπτουν ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος που αφορούν την αντίστοιχη ομάδα.
Ενας ψηφοφόρος μπορεί να έχει πολλαπλές ταυτότητες προς ενεργοποίηση, ανάλογα κάθε φορά με την επικαιρότητα και τη συγκυρία. Στο παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε και τους ηγέτες. Σε μια πολιτική αρένα που γίνεται ολοένα και πιο προσωποκεντρική και ταυτόχρονα οι ηγετικές φυσιογνωμίες ολοένα και πιο οικείες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ποιος μας ταιριάζει περισσότερο, ενώ φανταζόμαστε ότι κάνουμε ακόμα και προσωπική παρέα του, παίζει ρόλο και (επαν)ενισχύει το αίσθημα του ανήκειν σε μια ομάδα.
Συνεπώς, τα εκλογικά αποτελέσματα δεν εξηγούνται ως το αποτέλεσμα σύγκλισης προτιμήσεων μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων, αλλά ως συχνά επιφανειακή και συγκυριακή σύγκλιση ταυτοτήτων μεταξύ τους. Και τι συμβαίνει, θα αναρωτηθούμε, με τις προτιμήσεις πολιτικής; Δεν υπάρχουν; Σύμφωνα με την αντίστροφη αυτή λογική, υπάρχουν κυρίως ως εκ των υστέρων προσπάθειες δικαιολόγησης προαποφασισμένων επιλογών.
Τελικά, σε έναν κόσμο που οι εκλογές έχουν μικρότερη αντιληπτή σημασία συγκριτικά με το παρελθόν, η ρευστότητα φαίνεται μεγαλύτερη από ποτέ και τα σοκαριστικά παράδοξα πληθύνονται, εγείροντας σοβαρά ζητήματα δημοκρατίας, ίσως πρέπει, για το απαραίτητο στάδιο της κατανόησης πριν από τη δράση, να σκεφτούμε τη σχέση των πολιτών με την πολιτική με έναν περισσότερο ρεαλιστικό τρόπο, δηλαδή ως κάτι λιγότερο βαθύ και περισσότερο ευκαιριακό και επιφανειακό – όσο και αν μας ξενίζει κάτι τέτοιο.
Ο κ. Γιάννης Τσίρμπας είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κατάτμηση στην εποχή της διαρκούς κρίσης
Του Σωτήρη Ριζά

Ο κατακερματισμός χαρακτηρίζει τα κομματικά συστήματα των δυτικών δημοκρατιών. Διασπάσεις ή ιδρύσεις νέων κομμάτων δεν είναι κάτι νέο στην πολιτική σκηνή. Χαρακτηρίζουν όμως τις μεταμοντέρνες δημοκρατίες του 21ου αιώνα πολύ περισσότερο από τις δημοκρατίες του Ψυχρού Πολέμου. Κατά την περίοδο της συνεχούς τριακονταετούς ανάπτυξης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα δυτικοευρωπαϊκά κομματικά συστήματα συνιστούσαν τα συντηρητικά ή χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, συνήθως μικρότερα φιλελεύθερα κόμματα που αναζητούσαν έναν ρόλο στο κέντρο, ενώ αριστερά του κέντρου κινούνταν τα μαζικά μεταρρυθμιστικά εργατικά, σοσιαλιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και πιο αριστερά ακόμα τα κομμουνιστικά κόμματα, συνήθως υποστηρικτές του σοβιετικού συστήματος.
Υπήρχαν άπειρες εθνικές παραλλαγές που προέκυπταν από την ιστορική κληρονομιά, την πολιτική κουλτούρα, τις διαιρέσεις της κάθε χώρας καθώς και το εκλογικό σύστημα, αλλά η βασική διάρθρωση των κομματικών συστημάτων ήταν αυτή.
Στη δεκαετία του 1980 έκαναν την εμφάνισή τους τα οικολογικά κινήματα, πιο χαρακτηριστικό οι Πράσινοι στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. Ηταν αποτέλεσμα της έλευσης της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και της ανάδυσης νέων μορφωμένων στρωμάτων που έδιναν έμφαση στις λεγόμενες μετα-υλικές αξίες. Η παρακμή της εργατικής τάξης και της βιομηχανικής κοινωνίας είχε ως συνέπεια την αλλαγή της φύσης των κομμάτων.
Σταδιακά τα κόμματα, ιδίως μετά τη δεκαετία του ’90, έχαναν τον χαρακτήρα του πειθαρχημένου μαζικού κόμματος, μετεξελίχθηκαν σε εκλογικούς μηχανισμούς που αποβλέπουν στη χρήση των μέσων ενημέρωσης, και αργότερα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προκειμένου να επικοινωνήσουν απευθείας με τις κοινωνίες των ποικίλων ατομικιστικών μεσαίων στρωμάτων. Η κομματική πειθαρχία εξασθένησε, συναρτάται πια με την ικανότητα της ηγεσίας να κερδίσει την εξουσία ή να έχει προοπτική νίκης. Οι ηγεσίες αναδεικνύονται συχνά απευθείας από ενδιαφερόμενους ψηφοφόρους που συμμετέχουν στις σχετικές διαδικασίες και τα κόμματα από την άποψη αυτή διεκδικούνται από παράγοντες εκτός του στενού κυκλώματος της κομματικής ελίτ και των οργανώσεων.
Υπάρχει όμως και ένα ιστορικό πλαίσιο που συντελεί στον κατακερματισμό. Συγκροτείται από μεγάλες παγκόσμιες κρίσεις του 21ου αιώνα, τη χρηματοπιστωτική του 2008, την πανδημία του 2020. Από την κρίση του 2008 αναδείχθηκαν σημαντικά πολιτικά ρεύματα. Το πρώτο ήταν η ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία εδραιώθηκε ως πολιτικό ρεύμα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας. Ορισμένα σχήματα προϋπήρχαν, όπως το Linke στη Γερμανία και ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Επιχειρούσαν να κινηθούν εναλλακτικά προς τη Σοσιαλδημοκρατία αλλά και τα κομμουνιστικά κόμματα που έδειχναν προσκολλημένα στη θεματολογία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Με την έκρηξη της κρίσης του 2008 δημιουργήθηκαν νέα σχήματα, όπως οι Podemos στην Ισπανία και η Ανυπότακτη Γαλλία. Ολα, παλαιά και νέα, είναι ασταθή. Η ρευστότητά τους οδηγεί συχνά σε διασπάσεις, όπως το ΜέΡΑ25, η Πλεύση Ελευθερίας, το Κίνημα Δημοκρατίας στην Ελλάδα, ή το Κίνημα της Σάρα Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία.
Η ρευστότητα αυτή δεν οφείλεται οπωσδήποτε στην ιδεολογία που είναι ευέλικτη και όχι κατ’ ανάγκη συμβατή με τη μαρξιστική παράδοση, καθώς συχνά έχει λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Ενυπάρχει έντονο το προσωπικό στοιχείο στη δράση της ηγεσίας ή των διεκδικητών της ηγεσίας των κινημάτων αυτών.
Το δεύτερο ρεύμα που αναδείχθηκε στο πλαίσιο της κρίσης ήταν φιλελεύθερο αλλά κυρίως κεντροαριστερής προέλευσης και έντονα μεσοαστικό. Εκφράστηκε από τους Ciudadanos στην Ισπανία, το Ποτάμι στην Ελλάδα και τον μετέπειτα πρόεδρο Μακρόν στη Γαλλία. Ηταν κοινωνικά φιλελεύθερο, επέκρινε τις κατεστημένες δυνάμεις για κοινωνική και πολιτική αδράνεια και απέβλεπε σε φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία. Το ρεύμα αυτό, εκλογικά υποσχόμενο στην αρχή, τελικά απορροφήθηκε από προϋπάρχουσες συντηρητικές και φιλελεύθερες δυνάμεις, όπως συνέβη στην Ελλάδα, απέκλινε προς τα δεξιά, όπως συνέβη με το κίνημα του Μακρόν, ή συνεθλίβη μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς στην Ισπανία όταν σταθεροποιήθηκε η οικονομική κατάσταση.
Τέλος, το πολιτικό ρεύμα που αποκτά μόνιμη παρουσία στα κομματικά συστήματα της Ευρώπης είναι η άκρα Δεξιά. Η μετανάστευση, η απώλεια επαφής της Κεντροαριστεράς με τα λαϊκά στρώματα, το σχίσμα υπαίθρου – αστικών κέντρων, πολιτισμικά-κοινωνικά ζητήματα που αφορούν τον γάμο, τα φύλα αλλά και, μετά την πανδημία, η σχέση των κοινωνιών με την επιστήμη, η απώλεια εμπιστοσύνης προς την πολιτική τάξη και πρόσφατα ο πληθωρισμός είναι ζητήματα που ισχυροποιούν την άκρα Δεξιά. Ο χώρος δεν είναι απαραίτητα συμπαγής καθώς συνυπάρχουν ισχυρά κόμματα, όπως η Εθνική Συσπείρωση στη Γαλλία ή η Εναλλακτική για τη Γερμανία, με νέα σχήματα, ιδίως αφ’ ότου έγινε σαφές ότι υπάρχει εκλογικό δυναμικό με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι διεκδικητές. Λόγοι τακτικής αλλά και προσωπικές στρατηγικές παίζουν επίσης τον ρόλο τους.
Η ροπή προς τον κατακερματισμό πιθανώς θα εξακολουθήσει καθώς οι κοινωνίες βρίσκονται σε διαρκή κατάσταση «κρίσης» και η γενικευμένη διαμαρτυρία, όπως και η έλλειψη ιδεολογικών αναφορών, υπονομεύουν την πειθαρχία και τη συνοχή παλαιών και νέων κομμάτων.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
Oικονομική κρίση και κομματικός ανταγωνισμός
Του Χρύσανθου Δ. Τάσση
Η διεθνής οικονομική κρίση της περιόδου 2007-2009 φαίνεται πως έχει επηρεάσει σημαντικά τα κομματικά συστήματα σε όλη την Ευρώπη με βασικό χαρακτηριστικό την απο-ευθυγράμμιση σημαντικού τμήματος των πολιτών από τα παραδοσιακά κυρίαρχα κόμματα (Χριστιανοδημοκρατία, Σοσιαλδημοκρατία) με αποτέλεσμα την πολιτική και εκλογική άνοδο αντι-συστημικών κομμάτων είτε από τη ριζοσπαστική Αριστερά, είτε από την άκρα Δεξιά.
Η οικονομική κρίση και η υγειονομική κρίση που ακολούθησε ενέτειναν τις κυρίαρχες τάσεις στη διεθνή οικονομία που σχηματοποιήθηκαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και την οικονομική κρίση του 1973/1974 με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού.
Με την έμφαση στην ανεμπόδιστη (χωρίς δασμούς και περιορισμούς) διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε μια συνέχεια της οικονομικής σκέψης των Ανταμ Σμιθ και Ντέιβιντ Ρικάρντο, με την κυριαρχία ωστόσο των πολυεθνικών επιχειρήσεων, τον κατακερματισμό των μεγάλων παραδοσιακών βιομηχανικών επιχειρήσεων και τη μεταφορά τους από τα παραδοσιακά βιομηχανικά κέντρα (ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη) σε παγκόσμιο επίπεδο, την έμφαση στα οικονομικά της προσφοράς, τη λειτουργία του κράτους ως «επιχείρησης» μέσω της υιοθέτησης του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ και την έμφαση στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό με την ανάπτυξη του επενδυτικού σκέλους στις εμπορικές τράπεζες, αρχικά από την Deutsche Bank στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και την καθολικοποίησή του σε διεθνές επίπεδο με την κατάργηση στις ΗΠΑ το 1999 του νόμου των Glass-Steagall όπου είχε υιοθετηθεί το 1932 για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 1929/30 με εισαγωγή περιορισμών στην επενδυτική δραστηριοποίηση των εμπορικών τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό διαφάνηκε πως σημαντικά αγαθά τα οποία θεωρούνταν κρίσιμα για το κοινωνικό σύνολο και λειτουργούσαν κάτω από κρατική παρέμβαση ώστε να εξασφαλιστούν η καθολική πρόσβαση και η χαμηλή τιμή (μεταφορές, νερό, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια), θεωρούνται πλέον αγαθά που μπορούν να διαπραγματευτούν ελεύθερα με βάση τον νόμο προσφοράς και ζήτησης. Μέσω των ιδιωτικοποιήσεων δημιουργήθηκαν νέα πεδία κερδοφορίας για τον ιδιωτικό τομέα (χρηματιστήριο ενέργειας για παράδειγμα).
Η ίδια λογική φαίνεται πως ασκείται και στις πολιτικές του κοινωνικού κράτους, όπου υιοθετούνται προνοιακές επιλογές (επιδόματα μόνο σε αυτούς που έχουν ανάγκη, ιδιωτικοποίηση υγείας / παιδείας, μείωση ή στασιμότητα συντάξεων, μεγαλύτερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων).
Επιτομή αυτής της στρατηγικής είναι η υιοθέτηση πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής (Μνημόνια στην Ελλάδα, χρυσός κανόνας σε Γερμανία και Ιταλία για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς). Ετσι, η άκριτη αποδοχή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος από τη Χριστιανοδημοκρατία και τη Σοσιαλδημοκρατία έχει δημιουργήσει τους όρους για έναν «καθολικό/ολικό καπιταλισμό» με τον συνδυασμό ανταγωνιστικότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας, μια διαδικασία συσσώρευσης μέσω αποστέρησης (accumulation by dispossession) με βάση την ανάλυση του Ντ. Χάρβεϊ.
Ετσι, την περίοδο της κρίσης, οι επιλογές στην οικονομική πολιτική έπληξαν με μεγαλύτερη ένταση κοινωνικά στρώματα τα οποία βρίσκονται σε πιο επισφαλή θέση (εργατική τάξη) και αποτελούσαν τους «παραδοσιακούς» συμμάχους των σοσιαλδημοκρατών, καθώς και ένα τμήμα των μεσαίων στρωμάτων που είτε ήταν σύμμαχοι της Χριστιανοδημοκρατίας, είτε είχαν μετακινηθεί προς την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία μετά την υιοθέτηση του εκσυγχρονιστικού Τρίτου Δρόμου τη δεκαετία του 1990 (Τόνι Μπλερ / Νέοι Εργατικοί, Γκέρχαρντ Σρέντερ / SPD, Κώστας Σημίτης / ΠαΣοΚ) και οδήγησαν στην αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων από τον υψηλό πληθωρισμό λόγω των κερδών των επιχειρήσεων και των ολιγοπωλιακών τάσεων σε βασικούς κλάδους της οικονομίας (πληθωρισμός κόστους), αλλά και την έκρηξη στις τιμές του real estate.
Ετσι, η ιδεολογική σύγκλιση Χριστιανοδημοκρατίας / Σοσιαλδημοκρατίας που επισφραγίζεται με κυβερνητικές συνεργασίες (CDU – SPD στη Γερμανία, ΝΔ – ΠαΣοΚ στην Ελλάδα), εντείνει την κρίση πολιτικής με την απομάκρυνση των κομμάτων από την κοινωνία (συνδικάτα, κινήματα)· με την υιοθέτηση χαλαρής οργανωτικής δομής κατά τα πρότυπα των πολιτικών κομμάτων στις ΗΠΑ· με έμφαση στην τεχνοκρατία και στην κοινωνία του θεάματος, μια τάση που έχει αναλυθεί ως πολιτική καρτελοποίηση.
Επιλογές που αυξάνουν τις κοινωνικές ανισότητες και συρρικνώνουν τη δημοκρατία, καθώς ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν εστιάζει σε διαφορετικές πολιτικές αλλά σε απλή διαχειριστική επάρκεια, η οποία ωστόσο ακόμα και αυτή τίθεται πλέον σε αμφιβολία και αποτελεί αιτία για την εκλογική υποχώρηση των βασικών πολιτικών κομμάτων.
Ο κ. Χρύσανθος Δ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Σίπενσμπεργκ της Πενσιλβάνια στις ΗΠΑ.