Η τροχιά των μελετών της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης από τους Ναζί αποτυπώνεται ανάγλυφα στους διαδοχικούς προλόγους του Ραούλ Χίλμπεργκ στην τελική έκδοση του μνημειώδους τρίτομου έργου του The Destruction of the European Jews (εκδ. Yale University Press, 2003). Εκείνος του 1960 παρατηρεί ότι η γενοκτονία έξι εκατομμυρίων ανθρώπων «δεν έχει ακόμη προσληφθεί ως ιστορικό γεγονός»∙ εκείνος του 1985 επισημαίνει ότι το ζήτημα «δεν είναι πλέον αποσιωπημένο, έχει κινήσει το ενδιαφέρον του κοινού»∙ εκείνος του 2003 αναφέρει ότι το θέμα του βιβλίου «καλύπτεται από μια γραμματεία που θα γέμιζε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη».
Εκτοτε, έχουν μεσολαβήσει δύο δεκαετίες εντατικής και συστηματικής μελέτης, η μεθοδική διερεύνηση των αρχείων της Ανατολικής Ευρώπης τα οποία έμεναν ουσιαστικά κλειστά ως την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η παραγωγή μειζόνων αφηγηματικών ιστοριών που συνόψισαν τα πορίσματα (και τις ερμηνευτικές διαμάχες) των ιστορικών για ένα ευρύ κοινό. Παρόμοια διαδρομή με αυτήν της έρευνας από την ακαδημαϊκή κοινότητα θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακολούθησε η μνήμη του Ολοκαυτώματος.
Οι δυσχέρειες που αντιμετώπισε το 1947 ο Πρίμο Λέβι στην ανεύρεση εκδότη για το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, τη συγκλονιστική του μαρτυρία από το Αουσβιτς, είναι γνωστές. Η ανάδυση και η καταγραφή της μνήμης των επιζώντων υπήρξε μια αργή διαδικασία, ενώ ακόμη πιο βραδεία ήταν η ενσωμάτωσή της στον δημόσιο χώρο, σε επετείους, αναμνηστικές τελετές, μνημειακές αναπαραστάσεις της δυτικής κοινωνίας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο ορισμός από τον ΟΗΕ της 27ης Ιανουαρίου, ημέρας απελευθέρωσης του στρατοπέδου του Αουσβιτς από τον σοβιετικό στρατό το 1945, ως Διεθνούς Ημέρας Μνήμης Θυμάτων του Ολοκαυτώματος χρονολογείται μόλις από τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα.
Αντίστοιχη πορεία, με μεγαλύτερη ακόμη καθυστέρηση, ακολούθησε η ένταξη του Ολοκαυτώματος στην ελληνική συλλογική μνήμη. Η σιωπή της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας γύρω από την εξόντωση 60.000 ατόμων, του 83% του προπολεμικού πληθυσμού των Ελλήνων Εβραίων, συνεχίστηκε με περιστασιακές μόνο ρωγμές, διαρκώντας πρακτικά ως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η θεσμική μνήμη με τη μορφή δράσεων, τελετών, μνημείων ενεργοποιήθηκε μόλις τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Πέρα ωστόσο από τη μνημόνευση και την επεξεργασία του Ολοκαυτώματος ως γεγονότος της ελληνικής ιστορίας, αλλά και ως δείγματος αυτογνωσίας, ο αναστοχασμός του αποτελεί χρέος προς την ίδια την ανθρωπότητα.