Η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό μου από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers είναι οι εκατοντάδες υπάλληλοι της τράπεζας – η οποία ετύγχανε να είναι στο πίσω ακριβώς κτίριο από αυτό στο οποίο εργαζόμουν στο Canary Wharf – οι οποίοι έβγαιναν απολυμένοι και απελπισμένοι με μια κούτα χάρτινη ή πλαστική στα χέρια τους και κατευθύνονταν ως τον κοντινό σταθμό του μετρό.
Αν κάποιος πάντως είχε συνθέσει το παζλ των πληροφοριών που έρχονταν, θα μπορούσε να προχωρήσει σε κάποιες διαπιστώσεις για το τι έρχεται. Σε ανύποπτη στιγμή, το 2006 και το 2007, διαπιστώσαμε εθελούσιες εξόδους υψηλά ισταμένων στελεχών του τραπεζικού συστήματος, κυρίως ανθρώπων που είχαν συμβάλει στην ανάπτυξη της φούσκας των ομολόγων, και προφανώς υποψιάζονταν το τι θα επακολουθούσε. Κάποια ομόλογα είχαν ήδη αρχίσει να «σκάνε» και αυτό το κύμα όλο ενδυναμωνόταν, ενώ η χρεοκοπία της Bear Sterns στις αρχές του 2008 και η εξαγορά της από την JP Morgan ήταν ένα ξεκάθαρο σήμα του τι θα ακολουθούσε.
Η δεύτερη εικόνα που έρχεται στο μυαλό μου είναι πως στα τέλη Αυγούστου του 2008, και ενώ η αξία της μετοχής της Lehman έχει ήδη χάσει άνω του 80%, ο κόσμος εξακολουθεί να πιστεύει ότι δεν θα ανακύψει πρόβλημα. Χαρακτηριστική συζήτηση έγινε ενώ ήμουν προσκεκλημένος σε γεύμα στο σπίτι ενός έλληνα εφοπλιστή. Στο ίδιο τραπέζι ήταν δύο ακόμα έλληνες εφοπλιστές. Η συζήτηση στράφηκε στο κατά πόσον θα έπρεπε να επενδύσουν στην αγορά νέων πλοίων, παρότι η ναυτιλιακή αγορά βρισκόταν τότε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 60 ετών.
Ο οικοδεσπότης εφοπλιστής κι εγώ, βλέποντας τα γκρίζα σύννεφα στην παγκόσμια οικονομία, παράλληλα με το γεγονός ότι η ναυτιλία έχει μια χρονική υστέρηση από τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία, ήμασταν κάθετοι θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα έπρεπε να αποφευχθεί.
Αντίθετα, οι δύο άλλοι εφοπλιστές πίστευαν ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Αγόρασαν από ένα-δύο πλοία τις επόμενες ημέρες, πράγμα που τους οδήγησε σε χρεοκοπία σε λιγότερο από έναν χρόνο.
Ο ένας από τους δύο, παρακολουθώντας με φρίκη το έργο της ζωής του να καταστρέφεται και να κοστίζει τις θέσεις εργασίας όλου τού πιστού προσωπικού του, προσεβλήθη από καρκίνο και πέθανε στο ίδιο διάστημα. Η ναυτιλία κατά τα επόμενα χρόνια υπέστη τη μεγαλύτερη πτώση τιμών που έγινε ποτέ στις αξίες των πλοίων και στις χρονοναυλώσεις.
Η τρίτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό μου αφορά την τράπεζα στην οποία εργαζόμουν. Υπήρχαν τους τελευταίους μήνες πριν από τη χρεοκοπία της Lehman απανωτές συναντήσεις – πολλές έκτακτες για το τι συμβαίνει στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Υπήρχε διάχυτη ατμόσφαιρα ότι η περίπτωση της Lehman είχε κακοφορμίσει, αλλά κυριαρχούσε η άποψη πως θα επιχειρούνταν κρατική διάσωση. Ακόμα και την ίδια ημέρα της ανακοίνωσης της χρεοκοπίας της, απόγευμα Κυριακής 15 Σεπτεμβρίου του 2008, όλοι οι άνθρωποι της αγοράς που συζητούσαμε πιστεύαμε ακράδαντα έως το πρωί της Δευτέρας και προτού ανοίξουν οι παγκόσμιες αγορές ότι η αμερικανική κυβέρνηση και η Fed θα ανακοίνωναν κάποιο πρόγραμμα διάσωσης της Lehman. Και όμως, αυτό ποτέ δεν ήρθε!
Ο πανικός και η φρενήρης κατάσταση μεταδόθηκαν από τα τμήματα διαχείρισης μετοχών, ομολόγων, νομισμάτων των τραπεζών και των χρηματιστηρίων, στα τμήματα διαχείρισης κινδύνου, στα νομικά τμήματα, ενώ οι διοικήσεις τραπεζών και οργανισμών είχαν να αντιμετωπίσουν κάτι πρωτόγνωρο.
Οι έκτακτες συναντήσεις στην τράπεζα αφορούσαν την έκθεση κινδύνου από δανεισμό της Lehman. Αυτό στην ουσία σήμαινε ότι η τράπεζα έμενε ανοιχτή μόνο για να δέχεται καταθέσεις και να μη δίνει ρευστότητα πουθενά. Τελικά και η τράπεζα στην οποία εργαζόμουν αναγκάστηκε να ενταχθεί σε κρατικό πρόγραμμα διάσωσης, όπως και το σύνολο του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος.
Η αγορά εξακολουθούσε να μην αποδέχεται ότι αφέθηκε ένας οργανισμός που ήταν εκτεθειμένος με 600 δισ. δολαριακά ομόλογα να καταρρεύσει, όταν αυτό ήταν βέβαιο ότι θα επηρέαζε το αμερικανικό κατ’ αρχάς αλλά και το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα στη συνέχεια. Τότε ακριβώς γεννήθηκε η έννοια «Too big to fail».
Η διάσωση της Lehman δεν θα είχε αποτρέψει την παγκόσμια κρίση, γιατί το πρόβλημα με τα ενυπόθηκα δάνεια ήταν σοβαρό και διευρυμένο, αλλά είναι βέβαιο ότι θα την έκανε πιο διαχειρίσιμη.
Οι ημέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες που ακολούθησαν ήταν ένας εφιάλτης. Κανένας τραπεζικός υπάλληλος δεν ένιωθε σίγουρος για το αν την επόμενη μέρα η τράπεζα στην οποία εργαζόταν θα συνέχιζε να υπάρχει – και δικαιολογημένα μετά την ένταξη όλων των τραπεζών στα υποστηρικτικά προγράμματα διαφόρων κυβερνήσεων, τα οποία δημιουργήθηκαν για να ελεγχθεί η πτώση στις αξίες των πάντων παγκοσμίως (μετοχές, ομόλογα, ακίνητα κ.λπ.). Προφανώς αυτό επηρέασε κάθε μορφή εργασίας και επένδυσης στην επόμενη τριετία και βέβαια ήταν και η απαρχή της κρίσης χρέους που ακολούθησε στην Ελλάδα και μετέπειτα στην Ευρώπη. Στα 30 χρόνια της τραπεζικής μου καριέρας έχω ζήσει και άλλες κρίσεις. Η συγκεκριμένη ήταν μία και μοναδική, και, παρότι προκάλεσε μεγάλο προβληματισμό και πόνο παγκοσμίως, παρατηρώ ανήσυχος πως τα λάθη τείνουν να επαναληφθούν.
Ο κ. Γιώργος Κοφινάκος ήταν τότε στέλεχος της Citigroup. Σήμερα είναι διευθύνων σύμβουλος της StormHarbour Securities LLP London και επισκέπτης καθηγητής στη Rutgers Graduate Business School.