Από το 1974 έως τις ημέρες μας η δικαιοσύνη επιλαμβάνεται υποθέσεων μείζονος πολιτικής σπουδαιότητας, με αντικείμενο τον έλεγχο είτε της συνταγματικότητας σημαντικών νομοθετημάτων είτε πράξεων και παραλείψεων πολιτικών προσώπων. Οι δικαστές και οι αποφάσεις τους επί των υποθέσεων αυτών προσελκύουν το ενδιαφέρον των πολιτικών που επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν τις δικαστικές κρίσεις ανάλογα με το αν το αποτέλεσμα είναι επωφελές ή όχι για τα κομματικά τους συμφέροντα. Η άσκηση κριτικής, ακόμα και οξείας, είναι καλοδεχούμενη στη δημοκρατία, βασικό θεμέλιο της οποίας είναι η λογοδοσία της δικαιοσύνης, χωρίς να ενδιαφέρουν τα κίνητρά της.
Ομως, συχνά ο πολιτικός λόγος για τη δικαιοσύνη είναι συνθηματολογικός, αφοριστικός και εντάσσεται στην αντίληψη που κυριαρχεί στην πολιτική τάξη, σύμφωνα με την οποία οι δικαστές όταν διατυπώνουν κρίση για υποθέσεις με πολιτικές προεκτάσεις, στην πραγματικότητα ενεργούν συνειδητά υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος. Αυτή η πρόσληψη της δικαιοσύνης αποτελεί μέρος της κομματικής αντιπαράθεσης που χαρακτηρίζεται από διχαστικά διλήμματα και κλίμα πόλωσης, με σκοπό εκλογικά οφέλη. Ετσι, ο πολιτικός λόγος λειτουργεί επικοινωνιακά στοχεύοντας στο συναίσθημα και όχι στη λογική του ψηφοφόρου, με βαριές συνέπειες για το πολίτευμα καθώς ο πολίτης ταυτίζει τη δημοκρατία με την ανελέητη και δίχως φραγμούς σύγκρουση για τη διεκδίκηση της εξουσίας, στην οποία συμμετέχουν και οι δικαστές ως σύμμαχοι και αντίστοιχα αντίπαλοι κομμάτων. Η επικοινωνιακή προσέγγιση οδηγεί σε κραυγαλέες ανακολουθίες καθώς τα κόμματα άλλοτε εκθειάζουν τους δικαστές ως ανεξάρτητους, όταν η κρίση τους είναι κατ’ αποτέλεσμα επωφελής για αυτά, και άλλοτε τους αποδοκιμάζουν ως χειραγωγούμενους, όταν η κρίση δεν συμφέρει πολιτικά.
Απέναντι στην απαξιωτική συνθηματολογία οι δικαστές το μόνο που μπορούν να αντιτάξουν είναι η πιστή τήρηση των συνταγματικών επιταγών που καθορίζουν την αποστολή τους. Συγκεκριμένα, ο δικαστής δεν υπηρετεί κομματικά ή επιχειρηματικά συμφέροντα, δεν «αφουγκράζεται» την κοινωνία ικανοποιώντας τις επιθυμίες της, δεν υπολογίζει προσωπικό κόστος ούτε αναμένει οφέλη. Κρίνει με βάση τη νομική παιδεία και τη συνείδησή του στην οποία αποτυπώνεται το αξιακό του σύστημα. Ο δικαστής δεν πολυπραγμονεί στη δημόσια σφαίρα λαμβάνοντας θέση επί πολιτικών ζητημάτων τα οποία είναι πιθανό να δικάσει. Αν τούτο συμβεί οφείλει να αυτοεξαιρεθεί από την εκδίκαση της υπόθεσης. Αιτιολογεί εμπεριστατωμένα τις αποφάσεις του και τις δημοσιεύει εγκαίρως, προσηλωμένος στην αποτελεσματική επίλυση των διαφορών. Δεν συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο για τις αποφάσεις του, ακόμα και αν τα σχόλια είναι απαξιωτικά. Η τήρηση των ως άνω επιταγών συγκροτεί συνεπή στάση που πρέπει να διακρίνει τη σταδιοδρομία του και αποτελεί απτή απόδειξη ακεραιότητας. Και μπορεί οι πολιτικοί να μη συγκινούνται από τη συνεπή διαδρομή ενός δικαστή, αλλά το κέρδος είναι μεγάλο για την κοινωνία, έστω και αν δεν προβάλλεται.
Η ευθύνη των δικαστών για τήρηση του Συντάγματος είναι μεγάλη καθότι η ιστορία μας έχει σφραγιστεί από σφοδρές παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στη δικαιοσύνη από τις αρχές του 20ού αιώνα έως το 1974. Το δικτατορικό καθεστώς της 21/4/1967 χρησιμοποίησε δικαστές, εν ενεργεία και συνταξιούχους, σε πρωθυπουργικές και υπουργικές θέσεις θέλοντας να συγκαλύψει τον πραγματικό του χαρακτήρα πίσω από το κύρος του δικαστή. Κλασική πρακτική αυταρχικών καθεστώτων ή μορφωμάτων είναι η δημιουργία νομιμοφανούς εικόνας με τη χρησιμοποίηση προσώπων που έχουν ασκήσει πολιτειακά λειτουργήματα, προκειμένου να πείσουν ότι δεν αποβλέπουν στην κατάλυση της δημοκρατίας που είναι όμως ο πραγματικός τους σκοπός.
Παρά τα θετικά βήματα τα τελευταία πενήντα χρόνια προς την κατεύθυνση της πολιτικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας, η χώρα έχει δρόμο να διανύσει για να επιτύχει υψηλής ποιότητας δημοκρατικό πολίτευμα. Η πολωτική πολιτική πρακτική ταλανίζει τον τόπο πάνω από έναν αιώνα, εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και επιδρά αρνητικά στη δικαιοσύνη. Ετσι καθίσταται βαρύτερη η ευθύνη των δικαστών για οικοδόμηση εμπιστοσύνης των πολιτών στο έργο τους. Αλλά και αν οι δικαστές αναλάβουν πλήρως το μερίδιο που τους αναλογεί αυτό δεν αρκεί, διότι κόμματα και πολιτικοί έχουν υψηλό βαθμό επιδραστικότητας στην κοινή γνώμη. Για τούτο είναι αναγκαία η υιοθέτηση σύγχρονων πρακτικών από την πολιτική τάξη με στόχο την κριτική ικανότητα του πολίτη σε συνθήκες διαλόγου, επιχειρημάτων και συναινέσεων.
Ο κ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος είναι αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ.