Από μικρό παιδί στην οικογένεια η σημαντική γιορτή ήταν η ονομαστική. Τα γενέθλια τα θεωρούσαμε ξενόφερτο έθιμο και δεν είχε εφευρεθεί ακόμη η σαχλότερη ελληνική παραλλαγή του σαχλού Happy Birthday («Να ζήσεις, Νικάκη, και χρόνια πολλά…»). Τώρα που έχω και άσπρα μαλλιά, αναρωτιέμαι αν, σύμφωνα με το άσμα, έγινα και σοφός…
Κατά ευτυχή σύμπτωση και οι δύο παππούδες μου ονομάζονταν Νικόλαοι (δεν γνώρισα κανέναν τους) κι έτσι ουδείς προβληματισμός γύρω από την ονομασία του μοναχογιού. Νίκος λοιπόν εγώ και μία εικόνα του γέροντος Αγίου, επισκόπου Μύρων της Λυκίας, συμπλήρωσε το οικογενειακό εικονοστάσι.
Οπότε, από την παραμονή γίνονταν ετοιμασίες στο σπίτι, γιατί την επομένη οι γονείς (εγώ συνήθως κρυπτόμενος) θα δέχονταν επισκέψεις. Μεγάλο το πατρικό σόι, άφθονοι οι επισκέπτες. Μέχρι που ήρθε η Κατοχή και κόπηκαν μαχαίρι επισκέψεις και τραταρίσματα. (Τι να τρατάρεις; Χαρούπια;)
Ο Αγιος Νικόλαος με συνόδεψε και αργότερα, όταν πήγα στο Ναυτικό. Σε όλα τα σκάφη υπήρχε κάπου αναρτημένη μια εικόνα του. Προστάτης γαρ των θαλασσοπόρων (ακόμα και των πολεμικών), ανέμιζε τη σεπτή του γενειάδα και μας σκέπαζε. Θυμάμαι στο καταδρομικό «Ελλη» (στο οποίο έζησα αρκετούς μήνες, μια και το Αρχηγείο Κρητικού και Ιονίου Πελάγους, στο οποίο υπηρετούσα, δεν είχε ακόμη κτίρια και καταλύματα στον όρμο της Σούδας) υπήρχε παντού η μορφή του. Ακόμα και στο γραφείο του ναυάρχου του οποίου ήμουν – τρομάρα μου – διαγγελεύς.
Μέχρι που – πριν από δέκα χρόνια – έγινε ο αποτρόπαιος και αναίτιος φόνος του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια. Ολη η νεολαία ξεσηκώθηκε και για πολλές μέρες η Αθήνα και οι περισσότερες ελληνικές πόλεις πήραν φωτιά.
Θυμήθηκα τον φόνο – πάλι από αστυνομικό – του δεκαπεντάχρονου Μιχάλη Καλτεζά στις 17 Νοεμβρίου 1985. Είχα γράψει τότε ένα σκληρό σχόλιο στο «Βήμα» με τίτλο: «Που με βία μετράει τη γη».
Ωστόσο οι συνθήκες το 2008 ήταν διαφορετικές. Ο Καλτεζάς ξεχάστηκε σχετικά γρήγορα (καμία εκδήλωση δεν γίνεται στη μνήμη του), ενώ ο Γρηγορόπουλος έγινε σύμβολο, που πυροδοτεί κάθε χρόνο εξεγέρσεις και διαδηλώσεις.
Ετσι συνέβη που η 6η Δεκεμβρίου έπαψε να είναι η γιορτή του Αγίου Νικολάου και έγινε η επέτειος της δολοφονίας ενός νέου μαθητή. Και φυσικά δεν έχω αντίρρηση. Σκαιή η πράξη – δίκαιη η αγανάκτηση! Ούτε, προσωπικά, με πειράζει. Εδώ και πολλά χρόνια έχω πάψει να γιορτάζω γιορτές και γενέθλια.
Αλλά ο Αγιος τι φταίει να χάσει τη γιορτή του; Και οι απανταχού Νίκοι, Νικόλαοι, Νίκες και Νικολέτες τη δική τους;
Συνονόματος φίλος, που μένει στη γειτονιά των Εξαρχείων, όχι μόνο δεν γιορτάζει, αλλά εκείνη την ημέρα εγκαταλείπει το σπίτι του.
Με όλον τον σεβασμό στη μνήμη του αδικοχαμένου μαθητή, μήπως είναι υπερβολή η εξέγερση που γίνεται κάθε χρόνο προς τιμήν του; Και μήπως δεν είναι ο σωστός τρόπος να μνημονεύουμε την απουσία του, με βανδαλισμούς και μολότοφ; Υπάρχουν και ουσιαστικές τελετές, που δεν θυμίζουν πόλεμο.
Είμαστε σίγουρα η κοινωνία της αγανάκτησης και της υπερβολής. Δεν γνωρίζω άλλη χώρα που να αντιδρά με παρόμοιο τρόπο.
Είμαστε επίσης η κοινωνία των επετείων και των εθνικών εορτών. Αλλα κράτη δεν έχουν ούτε μία – εμείς έχουμε δύο επίσημες, μια ημιεπίσημη (Πολυτεχνείο) και πολλές τοπικές ή ιδιωτικές.
(Αν τιμούσαμε το παρόν και το μέλλον με τον ίδιο τρόπο που συνεχώς τιμούμε το παρελθόν… μάλλον θα ήμασταν πολύ πιο μπροστά.)
Σκεφθείτε λίγο και τον Αγιο Νικόλαο που έχασε τη γιορτή του. Σοφός άνθρωπος ήτανε – και πολύ δημοφιλής σε όλον τον κόσμο ως Σάντα Κλάους (που εμείς τον κάναμε Αγιο Βασίλη). Το Κλάους είναι σύντμηση του «Nikolaus» – γιατί ο μύθος στις βόρειες χώρες λέει ότι ο καλός Αγιος ελέγχει όλα τα παιδιά στις 6 Δεκεμβρίου και επιλέγει σε ποια θα φέρει δώρα τα Χριστούγεννα.
Ισως σε μερικά να ξαναφέρει την ονομαστική τους εορτή…
Γράφω αυτό το κείμενο την παραμονή της επετείου. Ελπίζω αυτή τη χρονιά να αλλάξουν λίγο τα πράγματα και να μην πληρώσουν πάλι μερικοί μαγαζάτορες και κάτοχοι αυτοκινήτων το πένθος για την απώλεια του άτυχου παιδιού.