Η υπόθεση του ενεχυροδανειστή «Ριχάρδου», κατά του οποίου κινήθηκε ποινική δίωξη για μια ανύπαρκτη λαθρεμπορία, μας κάνει να νιώθουμε αισθήματα ντροπής και για τη Δικαιοσύνη, αλλά και για τον πρωθυπουργό που έχουμε!
Και θα ήθελα να διατυπώσω τις παρακάτω παρατηρήσεις:
1 Οι ευθύνες της Αστυνομίας και του Εισαγγελέα. Πολλοί ρίχνουν την ευθύνη για το απαράδεκτο φιάσκο που έγινε στην Αστυνομία. Ομως αυτή η μομφή υποδηλώνει «εγκληματική άγνοια» για τον τρόπο που λειτουργεί το Δικονομικό μας σύστημα.
Τι θέλω να πω με απλά λόγια; Η Αστυνομία πάντοτε λειτουργεί υπό την αυστηρή εποπτεία των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών (ΠΔ 141/1991) και δεν έχει σε καμία περίπτωση την τεράστια εξουσία την οποία έχει λ.χ. η αγγλική Αστυνομία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, την πρωταρχική ευθύνη για τα ντροπιαστικά πράγματα που συνέβησαν έχει ο Εισαγγελέας, ο οποίος κίνησε την ποινική δίωξη για μια κακουργηματική λαθρεμπορία (άρθρο 27 ΚΠΔ).
Γεγονός που σημαίνει εντελώς απαράδεκτα ότι κίνησε την ποινική δίωξη για ένα κακούργημα, χωρίς να έχει μπροστά του τη βεβαίωση των αρμόδιων τελωνειακών αρχών για το εάν υπήρχε όντως ζημία του Ελληνικού Δημοσίου από την εξαγωγή χρυσού που έκανε ο περίφημος «Ριχάρδος» προς την Τουρκία!
Και όταν μάλιστα θα έπρεπε να γνωρίζει ότι έχουν καταργηθεί μεταξύ της Κοινότητας και της Τουρκίας οι εξαγωγικοί δασμοί.
Και τούτο γιατί στο δικό μας Δίκαιο ισχύει η θεμελιώδης αρχή Jura novit curia, δηλαδή ότι ο Δικαστής και ο Εισαγγελέας γνωρίζουν – ή πρέπει να γνωρίζουν – τους νόμους!
Και εάν υπήρχε άγνοια εκ μέρους του Εισαγγελέα, θα έπρεπε προηγουμένως – πάση θυσία – να έχει κατατοπιστεί για την ευρωπαϊκή νομοθεσία, προτού κινήσει την ποινική δίωξη «στα κουτουρού» (ή για λόγους σκοπιμότητας)!
Ωστόσο, η παραπάνω ολέθρια επιλογή παραβίασε την προσωπική ελευθερία ενός ανθρώπου! Και αυτό ανεξάρτητα από το εάν ο τελευταίος ανήκε στον σκοτεινό κόσμο των ενεχυροδανειστών, οι οποίοι στα χρόνια της κρίσης εκμεταλλεύθηκαν με τον πιο χυδαίο τρόπο τη φτώχεια των Ελλήνων που πωλούσαν σε εξευτελιστικές τιμές τα οικογενειακά τους κειμήλια για να ζήσουν!
Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί πειθαρχικά η Εισαγγελική Αρχή για αυτά τα πρωτοφανή πράγματα που έκανε!
2. Ωστόσο, πειθαρχικά πρέπει να ελεγχθεί και η «ανακρίτρια Διαφθοράς» η οποία εξέδωσε το ίδιο επιπόλαια ένα «σκληρό» μέτρο Δικονομικού καταναγκασμού (μια προσωρινή κράτηση)! Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έκρινε πως υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής και έστειλε στη φυλακή ανθρώπους για μια ανύπαρκτη λαθρεμπορία (άρθρο 282).
Μάλιστα, προκαλεί κακή εντύπωση το γεγονός ότι, ενώ αντελήφθη το λάθος της, δεν προχώρησε στην άρση των «προφυλακίσεων» από μόνη της (και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα, όπως επιτρέπει το άρθρο 286 ΚΠΔ).
Τέλος, ντρεπόμαστε και για τον πρωθυπουργό που έχουμε, γιατί ως μακιαβελιστής πολιτικάντης πήγε να εκμεταλλευτεί μια εκκρεμή ποινική υπόθεση για να μας πείσει ότι διώκονται «οι άνθρωποι της νύχτας» και ότι ζούμε ασφαλείς. Ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο!
Το συμπέρασμα; Για να μην ντρεπόμαστε, η Δικαιοσύνη πρέπει να διορθώσει τα λάθη της, και όχι να τα καλύψει, γιατί «μια αδικία κάπου είναι αδικία παντού» (Samuel Johnson)!
Ο κ. Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.