Δεύτερον, η βασική συναίνεση γύρω από τα θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι μια απόλυτα επιθυμητή κατάσταση (πολύ περισσότερο η εθνική ενότητα που θα πρέπει να είναι αρραγής στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας). Αλλά όχι και μια τυφλή συναίνεση σε έναν παρονομαστή που ουσιαστικά ακυρώνει τη δημοκρατική αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω στις κεντρικές επιλογές και στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Γιατί αυτή τη στιγμή αυτό το πρότυπο συναίνεσης εν πολλοίς επικρατεί ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Διαφωνούν σε επιμέρους χειρισμούς, αλλά μέχρι εκεί. Δεν προσφέρουν ριζικές εναλλακτικές προτάσεις και ιδέες. Ετσι το λεγόμενο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής τελειώνει πάντα «σε κλίμα συναίνεσης». Ναι, αλλά το Συμβούλιο έγινε για ουσιαστικό διάλογο, αντιπαράθεση επιχειρημάτων και κατάθεση προτάσεων και όχι για να καταγράφει συναινέσεις, γνήσιες ή πλαστές. Αυτό το φαινόμενο της συναίνεσης δεν παρουσιάζεται σε καμιά απολύτως δημοκρατική χώρα. Ο Τζο Μπάιντεν έχει φτάσει μέχρι το σημείο να πει ότι προωθεί «μια ταξική πολιτική για τη μεσαία τάξη» (βλέπε λόγο του στο State Department, 4 Φεβρουαρίου 2021). Κανένας δεν θα ήθελε μια τέτοια πολιτική σε μια χώρα στην οποία διακυβεύονται ύψιστα αγαθά. Ενας υψηλός βαθμός συναίνεσης είναι αναγκαίος, αλλά όχι όμως τέτοιος που να μην επιτρέπει την έκφραση διαφορετικής εναλλακτικής άποψης. Θα είχε ενδιαφέρον αν υπήρχε και στην Ελλάδα θεσμοποιημένη (στον Οργανισμό του ΥΠΕΞ) διαδικασία τύπου Dissent Channel που υπάρχει στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες και που επιτρέπει στους διπλωμάτες να εκφράζουν τη ριζική διαφωνία τους και εναλλακτικές προτάσεις για επιλογές της εξωτερικής πολιτικής χωρίς τιμωρητικές συνέπειες (διαφωνία και προτάσεις πέρα από τις τρέχουσες γραφειοκρατικής μορφής).
Τρίτον, το περίφημο «δίλημμα των φυλακισμένων» διδάσκει ότι επιτυγχάνονται άριστα (optimum) καλύτερα αποτελέσματα πολιτικής εάν μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών υπάρχει εμπιστοσύνη (trust), επικοινωνία, ανταλλαγή πληροφοριών κ.λπ. Το ερώτημα είναι εάν θέλουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα και για π.χ. τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πόσο φροντίζουμε για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Η πρόσφατη «ελληνοτουρκική θετική ατζέντα» είναι ένα καλό βήμα (και) προς την κατεύθυνση αυτή. Αλλά ο λόγος που εκπέμπεται λ.χ. από σημαντική μερίδα του επικοινωνιακού σύστηματος όχι μόνο δεν συμβάλλει αναλογικά στη δημιουργία και εμπέδωση εμπιστοσύνης, αλλά μάλλον προς το αντίθετο – την κλονίζει. Αυτό είναι ένα θεμελιακό έλλειμμα για τη Ελλάδα, όπως επισήμανε πρόσφατα σε συνέντευξή του και ο Φράνσις Φουκουγιάμα («ΤΑ ΝΕΑ», 10/7).
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος
του επιστημονικού συμβουλίου του FEPS. Από
τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».