Τον περασμένο μήνα εγκαινιάστηκε στο Ερενφελντ, προάστιο της Κολονίας, ένα διαδραστικό μουσείο που δεν εκθέτει τίποτα. Τα εκθέματά του είναι στην ουσία οι επισκέπτες του, οι οποίοι πληρώνουν μάλιστα το τσουχτερό εισιτήριο των 29 ευρώ.
Σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της ICOM (International Council of Museums) με τον όρο μουσείο εννοείται «ένα μόνιμο ίδρυμα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτό στο κοινό, που έχει ως έργο του τη συλλογή, τη μελέτη, τη διατήρηση, τη γνωστοποίηση και την έκθεση τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού και περιβάλλοντος, με στόχο τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία».
Ας κρατήσουμε την τελευταία λέξη αυτού του τυπικό ορισμού: την ψυχαγωγία, μια και ο λόγος που οι επισκέπτες του συγκεκριμένου μουσείου πληρώνουν για να μη δουν τίποτα είναι για να… βγάλουν φωτογραφία τον εαυτό τους και να σκηνοθετήσουν τη φωτογραφία αυτή στα δωμάτια που υπάρχουν σε αυτό το πρωτότυπο μουσείο.
Είναι βέβαιο ότι πλέον ζούμε στην εποχή του φαίνεσθαι, αφού η υπόστασή μας κατά κανόνα κρίνεται από την εικόνα που προβάλλουμε και το είναι μας μπορεί να αναιρείται από την υποκριτική συμπεριφορά προς τα έξω. Ο όρος έκθεση δεν έχει αυτόν τον αμφίσημο χαρακτήρα όπως παλιά, αυτήν τη δυσκολία της δράσης και συμμετοχής μας σε έργα πολιτισμού που μορφώνουν και εξευγενίζουν αισθητικά τον άνθρωπο. Ολοι πλέον θέλουν να φαίνονται, οπότε γιατί να μην έχουν και το μουσείο τους;
Με αφορμή την ίδρυση του συγκεκριμένου μουσείου στην Κολονία η Deutsche Welle συνομίλησε με τον ψυχολόγο Μάρκους Απελ, ο οποίος είναι και καθηγητής Νέων Μέσων στο Πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ. Ο Μάρκους Απελ έχει κάνει μια έρευνα που αφορά τη σχέση ναρκισσισμού και νέων μέσων.
Στο τέλος καταλήγει ως εξής: «Το συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι πράγματι υπάρχει ένας συσχετισμός ανάμεσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον ναρκισσισμό. Εννοούμε όμως τον ναρκισσισμό ως στοιχείο της προσωπικότητας και όχι ως διαταραχή. Διαπιστώσαμε πως οι ναρκισσιστές βγάζουν και ανεβάζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συχνότερα φωτογραφίες για να εισπράξουν τον θαυμασμό των άλλων. Πιστεύουμε πως η ενασχόληση με τον εαυτό τους και στη συνέχεια τα σχόλια που δέχονται τροφοδοτούν ακόμα περισσότερο αυτήν τη ναρκισσιστική τάση. Αυτό στη συνέχεια έχει ως αποτέλεσμα να ποστάρουν ακόμα περισσότερες φωτογραφίες κ.τ.λ. κ.τ.λ.».
Η generation me, η γενιά που στρέφεται γύρω από τον εαυτό της, είναι άραγε πιο ερωτευμένη, πιο ναρκισσιστική από τις προηγούμενες, ή απλώς εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνολογίες για να τον περάσει προς τα έξω; Και είναι άραγε αυτός ο ναρκισσισμός πανδημία; Το κύριο χαρακτηριστικό του ναρκισσιστή είναι η αλαζονεία, το αίσθημα ανωτερότητας και η έλλειψη ενσυναίσθησης. Αυτό όμως που θα πρέπει να καταλάβουμε για τους ναρκισσιστές είναι πως δεν είναι εγωιστές, μια και αυτό με το οποίο είναι ερωτευμένοι είναι η περσόνα τους και όχι ο ίδιος τους ο εαυτός. Οπως ακριβώς συμβαίνει με τον ομώνυμο μύθο του Νάρκισσου που γοητευμένος από την εικόνα του θέλησε να την αιχμαλωτίσει, και, καθώς αυτό ήταν ανέφικτο, έμεινε εκεί να αυτοθαυμάζεται αλλά και να μαραζώνει.
Σήμερα έχουμε ορδές νέων που κοπιάρουν ο ένας τον άλλο, σε μια προσπάθεια αυτοπροβολής που δεν μοιάζει να έχει κανέναν άλλο λόγο παρά τη μίμηση. Οχι, δεν είναι ωραιοπαθείς, ούτε περνούν όλη τη μέρα μπροστά στον καθρέφτη. Το θέμα τους είναι να δηλώσουν τη φυσική τους παρουσία προς τα έξω. Να πολλαπλασιάσουν το είδωλό τους. Να μοιραστούν το me. Ενα me ωστόσο που θα πρέπει να είναι σκηνοθετημένο, να δημιουργεί μια αφήγηση, ώστε να είναι ελκυστικό και με γνώμονα τα likes. Οι νέοι επιδιώκουν να εξερευνήσουν τον εαυτό τους με τα μάτια των άλλων. Στο πλαίσιο δε του politically correct πολλές φορές μπορεί η εικόνα να συμπεριλαμβάνει και κάποια στοιχεία που παλαιοτέρα θεωρούσαμε ταμπού και κάθε οικογένεια ή κάθε παθών τα έκρυβε κάτω από το χαλί. Σήμερα λοιπόν έχουμε αμέτρητες φωτογραφίες από νοσοκομεία, από ανθρώπους που μόλις έπαθαν κάποιο ατύχημα και φρόντισαν να βγάλουν μια σέλφι ακόμα και στο φορείο, και άλλους που μεταδίδουν σχεδόν live την πορεία της πάθησής τους (προς τι;).
Ο Εριχ Φρομ πίστευε πως ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται να αντικρίσει τον εαυτό του κατάματα. Φοβάται τις ένδον αντιφάσεις και την οδύνη που εκλύεται όταν συνειδητοποιείς ότι δεν είναι στο χέρι σου να αλλάξεις και πολλά. Φυσικά η διαμόρφωση της αυτοεικόνας είναι μια διεργασία υπερβολικά πολύπλοκη. Ο εαυτός μας μας κοιτάζει δύο μέτρα μπρος μας ή πίσω μας, ανάλογα. Τι είναι αυτό; Βούληση ή παράσταση; Τι είμαστε, δεν το ξέρουμε. Η αντανάκλαση του εαυτού μας; To διαβολικό στοιχείο του καθρέφτη, της αναπαράστασης; Μήπως μοιάζουμε με εκείνο που βλέπουμε αλλά δεν είμαστε; «Ενα πουκάμισο αδειανό», ίσως πνιγμένο στον καταιγισμό των κοινωνικών απαιτήσεων της τεχνολογικής λαίλαπας, με αποστραγγισμένο εγκέφαλο, κολλημένο στην εικόνα; Οπως και να έχει, δεν μπορούμε να ειπωθούμε επακριβώς. Το εσωτερικό μας, η υπόστασή μας είναι αρχαιότερη από τη γλώσσα. Και αυτό είναι ένα τεράστιο εμπόδιο, όταν μάλιστα υπάρχει και ένα υπερεγώ που μας καταδιώκει.
Αυτός ο «ιδανικός εαυτός», τον οποίο ο καθένας έχει θεσμοθετήσει, αντικρούεται από τον ψηφιακό. Η στίλβουσα εικόνα με το ανειλικρινές περιτύλιγμα, με το πλαστό ύφος που πλασάρει, είναι ανεπαρκής να εξασφαλίσει την αυτοπεποίθηση, την αυτοκυριαρχία, το αυτεξούσιο. Οταν ο άνθρωπος νιώσει ψυχοσωματικές επιδράσεις, από κρίση πανικού μέχρι κατάθλιψη, η εικόνα αποδεικνύεται ανίκανη να συγκρατήσει τις κλωστές της ύπαρξης. Τα αποτελέσματα είναι πολλές φορές τραγικά, ιδίως στην εφηβεία. Πόσα παιδιά δεν έχουν οδηγηθεί ακόμα και στην αυτοκτονία μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα… Αλλά η επιδημία δεν έχει μόνο ένα target group. Παιδιά, έφηβοι αλλά και ενήλικοι εξαρτώνται απόλυτα από ένα κλικ ακόμα και ενός αγνώστου αναζητώντας βουλιμικά την ντοπαμίνη του like.
Οσο για την πολιτική διάσταση του φαινομένου, το «1984» επιβεβαιώνεται ανάποδα. Εμείς βάλαμε τον «εχθρό» στο σπίτι μας, στη ζωή μας, στο κύτταρό μας. Εμείς βάλαμε τις κάμερες να μας παρακολουθούν, εμείς επιτρέψαμε στους αλγορίθμους να αποκωδικοποιήσουν τις ζωές μας. Εμείς επιλέξαμε. Εμείς ανταλλάξαμε την εικόνα μας με την ταυτότητά μας.
Ενα μουσείο λοιπόν χωρίς εκθέματα το οποίο λειτουργεί ως σκηνικό για σέλφι φαντάζει το άκρον άωτον του μετανεωτερισμού, εάν μπορούμε να μεταχειριστούμε αυτόν τον όρο για το μεταιχμιακό σήμερα. Αποτελεί ωστόσο ένα αυτιστικό, αποκλειστικά αυτοαναφορικό εγχείρημα που αντανακλά την πορεία του πολιτισμού μας και μας υπογραμμίζει την ένδεια, την έλλειψη στοχασμού και το ναρκισσιστικό γίγνεσθαι των φαντασιώσεων που ζούμε.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.