Tο αρχαίο δράμα ως είδος θεατρικό έχει επιβιώσει μέσα στους αιώνες επειδή ο τεράστιος πλούτος των νοημάτων και η ύψιστη ποιητική αξία που διαθέτουν τα διασωθέντα έργα, σε συνδυασμό με τη δραματική τους ισχύ, τα καθιστούν υλικό διαχρονικό, ανθεκτικό και ανοικτό σε άπειρες ερμηνείες. Τα έργα αυτά είναι μνημεία ελευθερίας. Οφείλουμε εμείς οι δημιουργοί που τα αγαπάμε – όχι όλοι, δεν είναι όλοι υποχρεωμένοι να αγαπούν τα ίδια κείμενα άλλωστε – να τα διαβάζουμε με τη φαντασία μας ελεύθερη, με τόλμη αλλά, κυρίως, με την πρόθεση, αφού τα μελετήσουμε, να προσφέρουμε στο κοινό το δικό μας φως, τη δική μας οπτική στα αιώνια ερωτήματα που θέτουν – ερωτήματα υπαρξιακά, αισθητικά, φιλοσοφικά, αλλά και δραματουργικά, σκηνικά.
«Είμαι σκηνοθέτις» σημαίνει ότι ανεβάζω το έργο στην εποχή μου, με τα διδάγματα και την επίδραση των δικών μου ερεθισμάτων, με ηθοποιούς που ζουν στο τώρα, με συντελεστές που είναι παιδιά της εποχής τους και μπολιάζονται από αυτήν, με όποια τεχνολογικά μέσα έχω την ευτυχία να διαθέτω ως καλλιτέχνις του 21ου αιώνα και κρίνω ότι εξυπηρετούν την παράσταση σε επίπεδο λειτουργικό, αισθητικό και δραματουργικό. Και φυσικά ανεβάζω το έργο για το κοινό της εποχής μου, όχι το υποθετικό κοινό της εποχής του Ευριπίδη ή το ρετρό κοινό της δεκαετίας του 1950, όταν γεννιόταν το Φεστιβάλ και μαζί του η παράδοση των νέων – τότε – σκηνοθεσιών αρχαίου δράματος, όπως τις οραματιζόταν ο εκάστοτε σκηνοθέτης που έφερε τους δικούς του προβληματισμούς και την αισθητική των δικών του δασκάλων, Ελλήνων και μη.
Νομίζω πως υπάρχει ένας μεγάλος φόβος που μας κρατάει πίσω – ως κοινό: ο φόβος της δήθεν «προδοσίας» των ιερών μας κειμένων, της παράδοσής μας. Ωστόσο, ο δισταγμός απέναντι στη νέα ανάγνωση των τραγικών αποτελεί μικρογραφία ενός μεγαλύτερου φόβου, μια απόδειξη του βαθιά ριζωμένου συμπλέγματός μας απέναντι σε καθετί αρχαιοελληνικό. Αισθανόμαστε ασφαλείς όταν έχουμε την αρχαιότητα σε γυάλινη βιτρίνα, αποστειρωμένη, χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο, άρα απρόσβλητη. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουμε εμείς οι μεταγενέστεροι μια κάποια σιγουριά: καταγόμαστε από τον τέλειο πολιτικό, τον ιδανικό πολεμιστή, τον πάνσοφο φιλόσοφο ή τον ύψιστο ποιητή (από άνδρες πάντα, αλλά είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης αυτό). Εφόσον εκείνοι βρίσκονται στο βάθρο τους, τότε κάτι κλέβουμε κι εμείς οι ταπεινοί από την αιώνια λάμψη τους, κάτι παραμένει πάντα ανέγγιχτο ως πρότυπο και φυσικά επαναπαυόμαστε – αφού έφτασαν εκείνοι σε αυτά τα ύψη, δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε εμείς και πολύ. Καλά είμαστε εδώ!
Αλλά και ως καλλιτέχνες, μυριζόμαστε το «σηκωμένο φρύδι» του θεατή ή του ειδικού απέναντι σε κάθε ρίσκο, σε κάθε νέο βήμα προς το άγνωστο και σκεπτόμαστε συχνά: «Αραγε θα το αντέξουν; Να το τολμήσω;». Ετσι η συντήρηση μας κάνει όλους δειλούς και εξακολουθούμε να βαδίζουμε με δισταγμό στα χνάρια των αρχαίων, που όμως ήταν πολύ πιο τολμηροί στην εποχή τους από ό,τι εμείς. Αυτό το ξεχνούν όσοι – δήθεν – φρίττουν από ιδέες και εικόνες ξένες προς τις συνήθειές τους! Κι έτσι η τέχνη του θεάτρου πάει ένα βήμα μπρος και δύο πίσω.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε δύο πολύ σημαντικά στοιχεία. Πρώτον: τα έργα αυτά γράφτηκαν ως νέες εκδοχές αρχαιότερων μύθων και μυθολογικών κύκλων, άρα ήδη στην εποχή τους αποτελούσαν διασκευές, και μάλιστα πολύ ελεύθερες. Σήμερα έχουμε τη χαρά να ξαναθυμόμαστε τον μύθο της Ηλέκτρας, για παράδειγμα, και μέσα από τον Αισχύλο και από τον Σοφοκλή αλλά και από τον Ευριπίδη (και από πάμπολλους μεταγενέστερους συγγραφείς). Υπάρχει άραγε κάποιος «σωστότερος» από τους τρεις ή κάποιος «ασεβής»;
Δεύτερον: τα έργα του αρχαίου δράματος γράφτηκαν για να παίζονται. Ο λόγος για τον οποίο τα συζητάμε είναι όχι μόνο επειδή στο πρωτότυπο έχουν τεράστια λογοτεχνική, ιστορική αξία αλλά επειδή αποτελούν ανεξάντλητη πηγή σκηνικών αναζητήσεων και δοκιμών. Ο θεατής πηγαίνει στο θέατρο να τα δει ξανά και ξανά διότι επιζητά τη νέα ανάγνωσή τους, και μάλιστα μέσα από συγκεκριμένες σκηνοθετικές υπογραφές, ή μέσα από τον ψυχισμό μιας ορισμένης πρωταγωνίστριας ή ενός αγαπημένου πρωταγωνιστή.
Αν κάποιος θέλει να τα αντιμετωπίσει ως μνημεία που δεν τα αγγίζουμε γιατί είναι εύθραυστα, τότε μπορεί κάλλιστα να ανοίξει ένα βιβλίο και να αρχίσει την ανάγνωση στο ασφαλές περιβάλλον του οίκου του.
Η κυρία Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι σκηνοθέτις, καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.