«Και η αγάπη, μέσα στην οποία όλα είναι εύκολα / κι η προσφορά είναι ακαριαία / υπάρχει καταμεσής στον χρόνο / η δυνατότητα ενός νησιού». Οι παραπάνω στίχοι έχουν γραφτεί από τον Μισέλ Ουελμπέκ, κατεξοχήν εκφραστή της σύγχρονης ανθρώπινης συνθήκης. Το νησί, αν και ακίνητο, διασχίζει σαν καράβι το φαντασιακό και τη λογοτεχνία του δυτικού κόσμου.
Σε περασμένους αιώνες το νησί έχει υπάρξει τόπος τρόμου, τόπος εξορίας, απομόνωσης, αποκοπής από τα ανθρώπινα, αλλά πολύ συχνά επίσης, χάρη, και λόγω όλων αυτών των ιδιοτήτων, και τόπος εξαγνισμού, επανεφεύρεσης του εαυτού, απελευθέρωσης και επικοινωνίας με κάτι βαθύ και ιερό μέσα μας.
Κάπου εκεί κινείται και η σύγχρονη, πολύ πρόσφατη κι όμως τόσο παγιωμένη μυθολογία και μυθοποίηση των ελληνικά νησιά. Μην ξεχνάμε ότι κι αυτά υπήρξαν τόποι εξορίας. Μην ξεχνάμε πως οι διακοπές με μετακίνηση σε νησιά, με μπάνια σε καταγάλανα νερά και αναζήτηση της πιο όμορφης και άγνωστης παραλίας έχουν, στην Ελλάδα, για τους Ελληνες, μια ιστορία που δεν φτάνει ούτε καν τον έναν αιώνα.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά κι από τον Εμφύλιο, ουσιαστικά από τη Μεταπολίτευση και πέρα, αρχίζουν οι Ελληνες να επισκέπτονται τα νησιά ως τουρίστες. Η ανήσυχη δεκαετία του ’60 έχει φέρει πρώτα ξένους επισκέπτες, καλλιτέχνες που δημιουργούν και ενσαρκώνουν τον μύθο: η Υδρα του Λέοναρντ Κόεν, οι μαγικές Σπέτσες του Τζον Φόουλς, νωρίτερα η Κέρκυρα των Ντάρελ.
Μια ολόκληρη γενιά που έχει διεκδικήσει και κατακτήσει το δικαίωμα του ελεύθερου χρόνου, σε μια Ευρώπη που έρχεται πιο κοντά και της οποίας οι, κατά κύριο λόγο, σοσιαλιστικές κυβερνήσεις προσφέρουν στη μεσαία τάξη τη δυνατότητα να ζήσει όλα αυτά που κάποτε μπορούσαν να χαρούν μόνο οι ελίτ, ξεκινούν κάθε καλοκαίρι «με σλίπινγκ μπαγκ και με καρπούζι» να κάνουνε τον γύρο των νησιών.
Εκ των υστέρων, μπορούμε να δούμε ότι, παρά τον αυξανόμενο ατομικισμό της, εκείνη ήταν μια εποχή όπου η συλλογικότητα ήταν κάτι πολύ πιο αυτονόητο και ουσιαστικό: οι παραθεριστές σχημάτιζαν παρέες, ή ταξίδευαν σε μεγάλες παρέες, που μεγάλωναν ακόμα περισσότερο στην πορεία, οι ντισκοτέκ των νησιών μετατρέπονταν σε διονυσιακές γιορτές έκστασης, τα καταστρώματα των καραβιών, στρωμένα με σλίπινγκ μπαγκ, ήταν μια χαρούμενη κατασκήνωση.
Εκεί γεννήθηκαν και οι μύθοι της άγονης γραμμής, των συγκλονιστικών παραλιών όπου δεν είχε πατήσει το πόδι του κανείς, όπου έστηνες τη σκηνή σου και ζούσες με καρπούζι και μερικά γεύματα στο ταβερνάκι, όλα αυτά που ακούγονται πια σαν τις διηγήσεις των μεγάλων κάποτε ότι κοιμόντουσαν στις ταράτσες και δεν κλειδώνανε τις πόρτες, οριστικά και αμετάκλητα συνθήκες μιας άγνωστης, περασμένης εποχής.
Σιγά-σιγά η χαλαρότητα και η ελευθεριότητα έδωσαν τη θέση τους στην «ανάπτυξη», οι άξιες θαυμασμού παραλίες και περιπέτειες έγιναν εκείνες στις οποίες είχες πρόσβαση μόνο με – ιδιωτικό – σκάφος, οι σκηνές έγιναν βίλες και πεντάστερα, αλλά υπήρχαν ακόμα νησιά όπου μπορούσες να κάνεις χαλαρές και, κυρίως, φτηνές, διακοπές.
Κάθε καλοκαίρι κάποιο άλλο νησάκι γινόταν της μόδας, κάποιο που δεν είχες ακούσει ποτέ, αλλά ήταν ο νέος παράδεισος, αμόλυντος από τις ορδές των τουριστών, όπου οι ντόπιοι παρέμεναν ανέγγιχτοι από την απληστία, φιλόξενοι και πρόσχαροι.
Αυτή τη φλέβα χτύπησε φέτος η Ψίμυθος, εν μέσω άρθρων για τα κρουαζιερόπλοια και τον περιορισμό του ντόπιου πληθυσμού στη Σαντορίνη, τη λειψυδρία και τις υποδομές που στενάζουν στις Κυκλάδες, την απώλεια της αυθεντικότητας στα ικαριώτικα πανηγύρια, σαν να αναδύθηκε από τα νερά του Αιγαίου ένα όνειρο, ένας αντικατοπτρισμός, η όαση του διψασμένου στην έρημο του υπερτουρισμού, η ελπίδα για κάποιο νησί που ίσως έχουμε ξεχάσει – γιατί όχι, είναι τόσα πολλά.
Η Ψίμυθος έγινε η νέα Ατλαντίδα, σύμβολο ενός χαμένου καλοκαιρινού πολιτισμού, ένα νησί που πλέον θα αλλάζει θέση διαρκώς και θα απομακρύνεται όποτε κάποιος πιστεύει πως το πλησιάζει, ένα φάντασμα περασμένων διακοπών.
Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.