Τι είναι η Ευρώπη για μας; Μην είναι οι πάλαι ποτέ αγροτικές επιχορηγήσεις; Μην είναι τα ΕΣΠΑ; Το Erasmus; Κάποια αφηρημένη αίσθηση ότι ανήκουμε στη Δύση; Οτι είμαστε οι ακρίτες και ταυτόχρονα το λίκνο του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού; Νιώσαμε ποτέ πραγματικά «Ευρωπαίοι»;

Η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε από ένα όνειρο συνεργασίας, αμοιβαίας προστασίας και ειρηνικής ζωής μετά τη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε μηχανή ανάπτυξης για τις φτωχότερες χώρες, πηγή πλουτισμού για τις ήδη πλούσιες, γραφειοκρατικός λαβύρινθος, έγινε δύσκολη, αλλοπρόσαλλη, καταπιεστική, ελεγκτική, ανεπιθύμητη, αδιάφορη. Αλλά ταυτόχρονα και πεδίο ελευθερίας, ευκαιρίας, ταξιδιού, ανταλλαγής, παιδείας, σύνδεσης.

Οσοι βρίσκονται μεταξύ 45-55 θυμούνται αμυδρά τα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», θυμούνται και μια εποχή όπου ο ορίζοντας διευρυνόταν, που ξαφνικά μπορούσαμε να φύγουμε για ένα τρίμηνο ή εξάμηνο σε κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού, σίγουρα όχι όλοι, αλλά σίγουρα πολύ περισσότεροι από πριν, θυμούνται μια εποχή όπου η «Ευρώπη» ήταν μια φιλική, ενωτική δύναμη.

Εζησαν – χωρίς ίσως να δώσουν μεγάλη σημασία – τη συζήτηση σχετικά με τη διεύρυνση ή την εμβάθυνση της Ενωσης. Εζησαν πάρα πολλά πράγματα που εκείνη τη στιγμή δεν έμοιαζαν σημαντικά, γιατί η πολιτική, ως έννοια και ως πρακτική, είχε υποχωρήσει, είχε δώσει τη θέση της στον εφησυχασμό. Το μέλλον προβλεπόταν όλο και λαμπρότερο.

Πλέον στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, αν όχι σε όλα, η διάθεση δεν είναι καλή. Οι λαοί της Ευρώπης καταφεύγουν όλο και πιο συχνά στην ιδέα πως μόνοι τους μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα, μοιάζουν να πιστεύουν πως για όλα τους τα δεινά φταίνε οι «άλλοι», απομονώνονται.

Κι ενώ νομίζουμε ότι αυτό είναι ένα πρωτοφανές σημείο της εποχής μας, δανείζομαι τα λόγια ενός σπουδαίου συγγραφέα: «Αν θεωρήσουμε την Ευρώπη έναν μοναδικό πνευματικό οργανισμό – δύο χιλιάδες χρόνια ενός πολιτισμού που οικοδομήθηκε από κοινού μάς δίνουν ανεπιφύλακτα αυτό το δικαίωμα – είναι αναπόφευκτο να παραδεχτούμε ότι αυτός ο οργανισμός, την παρούσα στιγμή, περνά μια σοβαρή ψυχική κρίση.

Σε όλα τα έθνη, ή σχεδόν, εκδηλώνονται τα ίδια φαινόμενα μεγάλης και αιφνίδιας ευερεθιστότητας παρά τη μεγάλη ηθική κόπωση, την έλλειψη αισιοδοξίας, τη δυσπιστία που είναι έτοιμη να ξυπνήσει σε κάθε ευκαιρία και τη νευρικότητα, την καταθλιπτική διάθεση που απορρέουν από το γενικό αίσθημα ανασφάλειας. […] Η αμοιβαία καχυποψία αποδεικνύεται απείρως ισχυρότερη από την εμπιστοσύνη».

Τα γράφει ο Στέφαν Τσβάιχ, πριν από έναν αιώνα περίπου, το 1932. Εχουμε ξαναβρεθεί εδώ. Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν κλειστεί ξανά στον εαυτό τους, έχουν προτάξει ξανά την «εθνική κυριαρχία» τους πάνω από οτιδήποτε άλλο. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά.

Εχοντας μεγαλώσει μέσα στην περίοδο της ευημερίας και της ανάπτυξης, και μετά το δυνατό χαστούκι της οικονομικής κατάρρευσης και όσων ακολούθησαν, αυτή ακριβώς η γενιά των 45-55 ένιωσε στο πετσί της πολύ καθαρά τι σημαίνουν οι πολιτικές αποφάσεις και πώς επηρεάζουν τελικά κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας, και δραστηριοποιήθηκε πολιτικά, ίσως για πρώτη φορά, την περίοδο των μνημονίων.

Ωστόσο η μελαγχολία, και η νοσταλγία για μια εποχή που όλα έμοιαζαν πιο απλά και εύκολα – αν και δεν ήταν, απλώς δεν ήμασταν ενήλικοι – φοβάμαι ότι δημιουργούν μια συλλογική εθελοτυφλία και μοιρολατρία.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το μόνο ευρωπαϊκό όργανο που τη σύνθεσή του αποφασίζουν άμεσα οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μιας ένωσης που στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο πεδίο είναι απαραίτητη απέναντι σε μια Αμερική που παραπαίει και μια Κίνα που επελαύνει.

Η ψήφος μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα – που επίσης κινδυνεύει – είναι το μοναδικό μας πετραδάκι προς την οικοδόμηση μιας νέας εμπιστοσύνης. Και μιας νέας αντίστασης απέναντι στην απελπισία, η οποία δεν λύνει, αλλά μόνο δημιουργεί προβλήματα.

Μέσα στο γενικό κλίμα ανησυχίας, αβεβαιότητας και φόβου, διατηρώ μια κατάκοπη, αδύναμη πίστη ότι μπροστά στην πλήρη απουσία οράματος είναι πιο επιτακτικό από ποτέ να συμμετέχει κανείς στις δημοκρατικές διαδικασίες κάνοντας την πιο αυτονόητη ίσως, αλλά ταυτόχρονα επαναστατική επιλογή.

Να ψηφίσει ανθρώπους που έχουν όντως κάτι να πουν και να προσφέρουν, με πλήρη επίγνωση ότι οι αποφάσεις τους, αναπόφευκτα, θα επηρεάσουν τη ζωή μας.

Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.