Το Συνέδριό μας εξετάζει τη Μεταπολίτευση στη βραχεία της διάρκεια, πρακτικά στη διετία 1974-75, που με ιστορικούς χρόνους μπορεί να θεωρηθεί μια «στιγμή». Ομως, αυτή η «στιγμή» έβαλε σε νέα τροχιά την εθνική εξέλιξη για πολλά χρόνια, έδωσε όνομα σε μια ολόκληρη εποχή, που στον καθημερινό λόγο αποκαλούμε «Μεταπολιτευτική Ελλάδα».

Και μόνο αυτό το γεγονός δείχνει πως το «1974» πήρε μια θέση πλάι με τις άλλες σημαδιακές ημερομηνίες που δομούν τη μνήμη αυτού του έθνους. Και δικαίως. Εδώ και χρόνια διαθέτουμε μια ογκώδη διεθνή συγκριτική βιβλιογραφία για τη «μετάβαση από τα αυταρχικά καθεστώτα στη δημοκρατία», μπορούμε έτσι τεκμηριωμένα να διαπιστώσουμε ότι η «ελληνική μετάβαση», όπως θα είναι ο επιστημονικός όρος για τη βραχεία διάρκεια της Μεταπολίτευσης 1974-1975, αποτέλεσε ένα πολιτικό επίτευγμα, μια ταχεία και «βελούδινη μετάβαση».

Το αντίθετο από ό,τι είχε συμβεί στη διαχείριση της κρίσης του 1964-1967 που κατέληξε στη δικτατορία, κατάληξη που δεν ήταν ούτε νομοτελειακή ούτε αναπότρεπτη, αλλά προϊόν αλλεπάλληλων κακών επιλογών των πρωταγωνιστών της περιόδου.

Οι μεταβάσεις είναι εξ ορισμού φάσεις αστάθειας, εύκολων υποτροπών και η έκβασή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική πρωτοβουλία και την ικανότητα της πολιτικής ηγεσίας. Στην περίπτωσή μας ο ρόλος του Κωσταντίνου Καραμανλή ήταν κατά γενική παραδοχή καθοριστικός. Αλλά η απολυτοποίηση είναι υπερβολική και παραγνωρίζει το ευρύτερο πλαίσιο και την ιστορική συγκυρία που συνέτειναν στην ελληνική βελούδινη μετάβαση.

Η διεθνής συγκριτική βιβλιογραφία έχει επισημάνει μια σειρά παραμέτρων που διευκόλυναν ή δυσκόλεψαν τις εθνικές μεταβάσεις από το αυταρχικό καθεστώς στη δημοκρατία. Ιδιαίτερη σημασία για την «ελληνική περίπτωση» είχαν ο χαρακτήρας του προηγούμενου αυταρχικού καθεστώτος, η διάρκειά του, οι εσωτερικές αντιθέσεις του, η ισχύς και η στάση των αντιπολιτεύσεων, η ύπαρξη πολεμικού γεγονότος (στην περίπτωσή μας το φιάσκο της χούντας στο Κυπριακό) και τέλος το διεθνές περιβάλλον.

Οι περισσότερες από αυτές τις παραμέτρους στην περίπτωση της Ελλάδας ευνόησαν τη γρήγορη μετάβαση και διευκόλυναν την πολιτική διαχείρισή της. Σε κάθε περίπτωση, η Μεταπολίτευση έκλεισε τρεις δραματικές εποχές του ελληνικού 20ού αιώνα: την ίδια την επταετή δικτατορία κατ’ αρχάς, το αυταρχικό πλαίσιο της μετεμφυλιακής περιόδου και τον εθνικό διχασμό με το καθαρό και έντιμο δημοψήφισμα για το Πολιτειακό τον Δεκέμβριο 1974.

Η Μεταπολιτευτική Ελλάδα θεμελιώθηκε σε μια νέα νομιμοποιητική βάση, σε νέες κοινές παραδοχές, ανατρέποντας ένα προς ένα τα πολιτικο-ιδεολογικά θεμέλια στα οποία είχε οικοδομηθεί η Ελεγχόμενη Δημοκρατία 1949-1967. Εχω συνοψίσει αυτή την αλλαγή με την εικόνα «από τον Γράμμο στον Γοργοπόταμο».

Η αρχική και κρίσιμη φάση της Μεταπολίτευσης εκτυλίχθηκε σε δύο επίπεδα. Η ανανεωμένη συντηρητική παράταξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή επέβαλε την αντίληψή της στην πολιτειακή-θεσμική οργάνωση και κυρίως στον διεθνή προσανατολισμό της χώρας.

Από την άλλη, το ΠαΣοΚ και η κομμουνιστική Αριστερά επέβαλαν την ηγεμονία τους στο πεδίο της οργάνωσης των μαζών και στο επίπεδο της ιδεολογίας και των συμβόλων. Αυτή η δυαδικότητα καθόρισε τη δυναμική της Μεταπολίτευσης.

Με την πάροδο του χρόνου και την κανονικοποίηση της Δημοκρατίας αυξήθηκε η ομογενοποίηση των συμπεριφορών τόσο των κυβερνώντων όσο και των κυβερνωμένων. Αυτό από τη μια ήταν απόδειξη της επιτυχίας της Μεταπολίτευσης, από την άλλη όμως, η «ομογενοποίηση» γενίκευσε και τις αρνητικές συμπεριφορές πατρωνίας, συντεχνιασμού, δημαγωγίας και πολιτικής ανευθυνότητας.

 

Ο κ. Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.