Αναδιφώντας στο αρχείο μου για τον αντιδικτατορικό αγώνα διαπίστωσα ότι είχα κρατήσει το φύλλο του «Βήματος» της 15ης Απριλίου 1970, επειδή αναφερόταν στις μεταγωγές πολιτικών κρατουμένων από τις φυλακές της Αίγινας σε άλλες μακρινές φυλακές, όπως της Κέρκυρας, των Τρικάλων και της Χαλκίδας.
Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν διαπίστωσα ότι στο ίδιο φύλλο υπήρχε ένα πρωτοσέλιδο δημοσίευμα με τίτλο «Η Μόσχα παρενέβη εις το Μακεδονικόν» και υπότιτλο «Σοβιετική Αντιπροσωπεία ηρνήθη να υπογράψει κείμενον συντεταγμένον εις την «Μακεδονικήν»».
Η ανάγνωση του κειμένου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και σήμερα, που η αμφιλεγόμενη συμφωνία των Πρεσπών προωθείται προς κύρωση. Παραθέτω για ιστορικούς λόγους το σχετικό δημοσίευμα, ώστε κάθε αναγνώστης να βγάλει τα συμπεράσματά του.
«Η ΜΟΣΧΑ ΠΑΡΕΝΕΒΗ ΕΙΣ ΤΟ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ»
Σοβιετική αντιπροσωπεία ηρνήθη να υπογράψη κείμενον συντεταγμένον εις την «Μακεδονικήν»
Κατά τηλεγράφημα εκ Βελιγραδίου του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων, συνομιλίαι μεταξύ εκπροσώπων της Ενώσεως Γιουγκοσλάβων Συγγραφέων και αντιπροσωπείας της Ενώσεως Σοβιετικών Συγγραφέων έληξαν χωρίς την υπογραφήν πρωτοκόλλου συνεργασίας, δοθέντος ότι η σοβιετική αντιπροσωπεία ηρνήθη να προσυπογράψη κείμενον συντεταγμένον εις την μακεδονικήν γλώσσα. Κατά το αυτό πρακτορείον, «συμφώνως προς την αρχήν της ισότητος των γλωσσών των λαών της Γιουγκοσλαβίας και εν απουσία επισήμου γλώσσης, τα διεθνή κείμενα συντάσσονται εις την γλώσσαν του αρχηγού της γιουγκοσλαβικής αντιπροσωπείας», ο οποίος εις την προκειμένην περίπτωσιν ετύγχανε να είναι ο πρόεδρος του Συνδέσμου Συγγραφέων της Μακεδονίας κ. Τοντορόφσκι. Ανάλογον επεισόδιον, καταλήγει το Γαλλικόν Πρακτορείον Ειδήσεων, «είχε σημειωθή εις τα Σκόπια την 8ην Απριλίου, οπότε βουλγαρική αντιπροσωπεία είχεν αρνηθή να προσυπογράψη το συντεταγμένον εις την μακεδονικήν γλώσσαν κείμενον που αφεώρα τας εργασίας γιουγκοσλάβο-βουλγαρικής ομάδος, δοθέντος ότι αι αρχαί της Σόφιας αρνούνται να αναγνωρίσουν την πράξιν μακεδονικής γλώσσης και υποστηρίζουν ότι η γλώσσα η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια είναι βουλγαρική».
Η άρνησις των Σοβιετικών να υπογράψουν ανακοινωθέν συντεταγμένον εις την μακεδονικήν γλώσσαν αποτελεί ασφαλώς ένδειξιν της υποστηρίξεως που παρέχει η Σοβιετική Ενωσις εις την βουλγαρικήν θέσιν επί του περίφημου Μακεδονικού ζητήματος, επί του οποίου, ως γνωστόν, αι απόψεις Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων διίστανται διαμετρικώς. Είναι ίσως η πρώτη φορά που από σοβιετικής πλευράς παρέχεται τοιαύτη ένδειξις προτιμήσεως επί του επιμάχου αυτού θέματος. Και η εκδήλωσις αυτή έχει ίσως σημασίαν και πέραν του Μακεδονικού. Μαρτυρεί την απεριόριστον υποστήριξιν που παρέχει η Σοβιετική Ενωσις εις την Βουλγαρίαν και την οποίαν η Βουλγαρία ανταποδίδει με την ανεπιφύλακτον ένταξίν της εις το πολιτικόν και οικονομικόν σύστημα του σοβιετικού συνασπισμού, όπως προκύπτει από το συζητούμενον τώρα 6ον  πενταετές πρόγραμμα και το σχέδιον του νέου βουλγαρικού Συντάγματος.
Ως γνωστόν, η διένεξις περί την μακεδονικήν γλώσσαν είναι μία πλευρά της γιουγκοσλαβο-βουλγαρικής διενέξεως περί το Μακεδονικόν ζήτημα. Οι Γιουγκοσλάβοι ισχυρίζονται ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ιδιαιτέραν εθνότητα εντός της οικογενείας των σλαβικών λαών και ότι η γλώσσα των είναι ιδιαιτέρα γλώσσα και μάλιστα η γνησιωτέρα απόγονος της παλαιάς σλαβονικής, εις την οποίαν είναι συντεταγμένη η φιλολογία της ορθοδόξου σλαβικής εκκλησίας. Οι Βούλγαροι αντιθέτως ισχυρίζονται ότι οι Μακεδόνες ανήκουν εις την βουλγαρικήν εθνότητα και ότι ή γλώσσα των αποτελεί ιδίωμα της βουλγαρικής. Ως προς την ομόσπονδον γιουγκοσλαβικήν δημοκρατίαν της Μακεδονίας, την αναγνωρίζουν ως διοικητικόν διαμέρισμα της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, αλλά δεν την παραδέχονται ως κρατικήν έκφρασιν ιδιαιτέρας τινός εθνότητος, της Μακεδονικής.
Ζήτημα ανάλογον προς το σημειωθέν μεταξύ Σοβιετικών και Γιουγκοσλάβων είχε σημειωθή προ έτους περίπου μεταξύ Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων κατά την τακτικήν σύνοδον της μονίμου μικτής μεθοριακής ελληνογιουγκοσλαβικής επιτροπής. Οπως αναφέρεται εις το συνταχθέν κοινόν πρωτόκολλον επί των εργασιών της επιτροπής (βλ. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τ. Α’ φ. 151/13.7.1970) η ελληνική αντιπροσωπεία ηρνήθη να αποδεχθή αλληλογραφίαν προς την επιτροπήν συντεταγμένην εις την μακεδονικήν γλώσσαν, επί τω λόγω ότι η ελληνογιουγκοσλαβική συμφωνία, βάσει της οποίας συνεστήθη η επιτροπή, ανέφερεν ως επισήμους γλώσσας την σερβακροατικήν και την ελληνικήν.  Εις τας αντιρρήσεις αυτάς της ελληνικής αντιπροσωπείας η γιουγκοσλαβική απήντησεν ότι ο γλωσσικός περιορισμός της συμφωνίας αφεώρα μόνον εις την σύνταξιν του πρωτοκόλλου περί των εργασιών της επιτροπής και όχι εις την σύνταξιν της αλληλογραφίας, ότι η χρήσις της μακεδονικής εις την αλληλογραφίαν παρουσιάζει πρακτικά πλεονεκτήματα και ότι εν πάση περιπτώσει, το γλωσσικόν ζήτημα εκάστης πλευράς αποτελεί εσωτερικήν υπόθεσιν και ρυθμίζεται υπό του συνταγματικού συστήματος».
Ο κ. Φοίβος Ιωαννίδης είναι πρώην βουλευτής.