Η λογοτεχνία αποτελεί τη διατυπωμένη ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει προβληματισμούς και συγκινήσεις που προκαλούν τα ποικίλα ερεθίσματα στον ψυχισμό και τη νόησή του. Ενα κριτήριο για να μπορέσουμε να ονομάσουμε ένα λογοτεχνικό έργο σημαντικό είναι η έκταση της επίδρασής του διαχρονικά αλλά και ο βαθμός στον οποίο συμπυκνώνει τα βαθύτερα ερωτήματα του ανθρώπου, καταδεικνύει τις ανθρώπινες αντιφάσεις και δυνατότητες, εγείρει τον αναστοχασμό.
Τα λογοτεχνικά έργα προφανώς απηχούν τις αντιλήψεις των συγγραφέων τους, αλλά στην περίπτωση των έργων με διαχρονική αξία το κείμενο έχει αποκτήσει δική του «ζωή», έχει υπερβεί τις αντιλήψεις του γράφοντος και κατέχει μια δυναμική που κινητοποιεί αναγνώστες διαφορετικών εποχών και τόπων. Ως ιστορικοί της λογοτεχνίας γνωρίζουμε πως τα έργα που χαρακτηρίζονται από υπερβολικό διδακτισμό, ρητορεία, πρόθεση προπαγάνδισης των «ορθών» ιδεών, και εν γένει από μια εργαλειοποίηση της λογοτεχνίας, δεν έσπασαν το φράγμα του χρόνου.
Με λίγα λόγια: το να έχει κανείς τις «ορθές», κατά τη γνώμη του, ιδέες δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για να φτιαχτεί σημαντική λογοτεχνία.
Ο ιστορικός της λογοτεχνίας γνωρίζει τον κίνδυνο που ενέχει κάθε είδους index απαγορευμένων βιβλίων όπως και κάθε damnatio memoriae: από τους ιεροεξεταστές μέχρι τους σύγχρονους ολοκληρωτισμούς έγινε προσπάθεια να περιχαρακωθεί η λογοτεχνία. Στην τρέχουσα εκδοχή της όμως, η λογοκρισία έχει φορέσει ένα παράξενο προσωπείο που συνάδει με: α) μια ανιστορική θεώρηση των έργων (presentism): τα έργα δηλαδή άλλων εποχών κρίνονται με σύγχρονα κριτήρια και αν βρεθούν σε αυτά ίχνη μη αποδεκτών, κατά τους κριτές τους, θέσεων επιχειρείται εξάλειψη ή «διόρθωσή» τους∙ β) μια αυθαίρετη ταύτιση των απόψεων των μυθοπλαστικών χαρακτήρων, που οφείλουν να υπηρετήσουν την αληθοφάνεια του περιεχομένου, με τις απόψεις του συγγραφέα.
Προσωπικά είμαι απολύτως ενάντια σε κάθε είδους εξαλείψεις και παρεμβάσεις επί των κειμένων εξαιτίας των παραπάνω λογικών αυθαιρεσιών αλλά και για έναν ακόμη λόγο: αν αρχίσουν, δημιουργούν ένα προηγούμενο, το οποίο μπορεί να εκμεταλλευτεί όποιος έχει τη δύναμη να ασκήσει λογοκρισία. Μόνη δικλίδα ασφαλείας για τη δημοκρατία είναι η ελεύθερη έκφραση των ιδεών, ακόμη και εκείνων με τις οποίες διαφωνούμε ή τις οποίες θεωρούμε επικίνδυνες. Ο τρόπος να πολεμήσει κανείς τις ιδέες με τις οποίες διαφωνεί είναι μέσα από την παιδεία που καλλιεργεί την κριτική σκέψη. Με την κριτική σκέψη μπορούμε να διακρίνουμε το επωφελές από το καταστροφικό, θέτοντας στο κέντρο της κοινωνίας την αποδοχή και την κατανόηση.
Μια σημαντική διάσταση της cancel culture αναδύεται στην εκπαίδευση της λογοτεχνίας, όπου ενίοτε προτείνεται η διαμόρφωση νέων προγραμμάτων σπουδών με κριτήριο την ισόποση συμπερίληψη συγγραφέων που θα καλύπτουν κάθε φυλή/εθνότητα/μειονότητα. Δεν αποτελεί δηλαδή πλέον κριτήριο επιλογής η καλλιτεχνική αξία των έργων, αλλά τίθενται κριτήρια επιλογής εξωλογοτεχνικά, όπως η εθνική/κοινωνική/πολιτιστική προέλευσή τους.
Αυτή η τακτική καταδεικνύει μια θεώρηση σύμφωνα με την οποία η διαχρονικότητα ενός έργου, π.χ. της κλασικής αρχαιότητας, στην πραγματικότητα δεν προκύπτει από την πανανθρώπινη αξία του, αλλά από σχέσεις εξουσίας που επέβαλε ο πολιτισμός του «λευκού αρσενικού». Μια τέτοια θεώρηση όμως είναι μονομερής: ιστορικά γνωρίζουμε πως καμία σχέση εξουσίας δεν επιδρά καθοριστικά στην τελική επιβίωση ενός έργου σε μεγάλες χρονικές κλίμακες (αιώνων, χιλιετιών).
Αλλη αξιοσημείωτη πτυχή της cancel culture είναι η «καταδίκη» όσων κειμένων αναστοχάζονται περί της δύναμης των ενστίκτων και των παθών που προκύπτουν από τις φυσικές καταστάσεις. Αυτά τα κείμενα, που ανατέμνουν τη φύση των πραγμάτων, κρίνονται επικίνδυνα, αφού και μόνο η υπόνοια ύπαρξης φύσης θεωρείται ύποπτη για ρατσιστικές αντιλήψεις. Κατανοούμε όμως πως με αυτόν τον τρόπο θα έπρεπε να απορριφθεί το σύνολο της κλασικής λογοτεχνίας, η οποία θέτει στον πυρήνα της την κατανόηση της φύσης και της θέσης του ανθρώπου στον κόσμο.
Ας έρθουμε τέλος στη μεγαλύτερη αντίφαση του κινήματος: εφόσον οι θιασώτες του μιλούν στο όνομα των δικαιωμάτων, γιατί η ευαισθησία τους είναι επιλεκτική; Η ακύρωση αφορά πάντοτε συνιστώσες του δυτικού πολιτισμού, παρότι αν λειτουργούσαν αμερόληπτα θα έπρεπε να ακυρώσουν ολόκληρα κείμενα άλλων πολιτισμών που βρίθουν στοιχείων θρησκευτικής βίας και μηδενικής ανοχής έναντι των γυναικών και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Εν τέλει, η cancel culture αποτελεί μια όψη της ευρύτερης κρίσης της δυτικής ταυτότητας, εκείνης πάνω στην οποία όμως θεμελιώνεται το δικαίωμα όλων μας να κρίνουμε και να αμφισβητούμε.
Η κυρία Αννα Γρίβα είναι συγγραφέας και ιστορικός της λογοτεχνίας.