Πόσο κρατάει μια εικοσαετία; Ανάμεσα στα άλλα, όσο η δύσκολη ενηλικίωση μιας πολιτικής οικογένειας. Πριν από 20 χρόνια, το καλειδοσκοπικό σύμπαν της μετα-κομμουνιστικής αριστεράς αποτελούνταν από κόμματα «παρίες» στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος. Ενας χώρος που αναβαπτιζόταν στον κινηματικό ριζοσπαστισμό πορευόμενος στους δρόμους της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, έμπλεος αριστερής μελαγχολίας και μιας νοσταλγίας βγαλμένης από το Goodbye, Lenin!
Την επόμενη δεκαετία, η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά είχε να επιδείξει ορισμένα όχι ευκαταφρόνητα επιτεύγματα: αύξηση εκλογικών ποσοστών, νέα κόμματα με σημαντικό ρόλο στα εθνικά κομματικά συστήματα (η France Insoumise του Μελανσόν), κόμματα κυβερνητικοί εταίροι (Unidos Podemos στην Ισπανία, Bloco στην Πορτογαλία), κόμματα διακυβέρνησης (ΑΚΕΛ πρώτα, έπειτα ΣΥΡΙΖΑ). Προφανώς η εικόνα είναι μερική και αφορούσε κατά κύριο λόγο τους κομματικούς παίκτες της Νότιας Ευρώπης, της περιοχής που υπέστη τα επίχειρα της κρίσης του 2008, και όπου η καθίζηση των mainstream κομμάτων συνοδεύθηκε από την άνθιση, βραχύβιων συχνά, αντισυστημικών μορφωμάτων σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Τα κομματικά συστήματα της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης είχαν δει σημαντικές αναδιάταξεις νωρίτερα, όχι ως απότοκο της κρίσης αλλά στην κορύφωση της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας. Τα ερωτήματα που έθετε ο οικονομικός μετασχηματισμός και η απώλεια του βιομηχανικού χαρακτήρα των κοινωνιών, το χάσμα χαμένων – κερδισμένων της παγκοσμιοποίησης, οι ρήξεις με επίκεντρο την ποιότητα ζωής και την αποδοχή ή την απόρριψη του πολιτισμικού πλουραλισμού, της πολυπολιτισμικότητας, αποτυπώθηκαν στην ανάδυση αφενός ακροδεξιών και αφετέρου πράσινων κομμάτων, χωρίς μείζονες διακυμάνσεις στα αριστερά του φάσματος.
Σήμερα που διανύουμε την τρίτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, το τοπίο της ευρωπαϊκής αριστεράς παραμένει ετερογενές και σαφώς σε κάμψη συνολικά. Η εκλογική άνοδος της προηγούμενης δεκαετίας ήταν μια αξεπέραστη στιγμή συνάντησης με ευρύτερα ακροατήρια πάνω στο κύμα των αναζητήσεων που γέννησε η κρίση. Είναι σαφές ότι αυτός ο κύκλος έκλεισε και δεν μπορεί να ξανανοίξει με το όχημα ενός παρωχημένου αντισυστημικού λαϊκισμού. Η πολιτική οικογένεια της ριζοσπαστικής αριστεράς αντιμετωπίζει πια τα προβλήματα της ενήλικης ζωής ευρισκόμενη σε ένα ιδεολογικο-πολιτικό λίμπο, που όμως δεν αφορά μόνο αυτή.
Αν η ριζοσπαστική αριστερά βρίσκεται σήμερα σε μια ρευστή κατάσταση, το ίδιο δεν ισχύει και για τους άλλους δύο όμορους ιδεολογικά χώρους, τη σοσιαλδημοκρατία και την πολιτική οικολογία; Ναι, η ριζοσπαστική αριστερά πέρασε μια σειρά υπαρξιακούς μετασχηματισμούς από τα τέλη του 20ού αιώνα. Αφησε πίσω την καθαρή αντικαπιταλιστική ταυτότητα, προσχωρώντας σε εκδοχές εθνικού ή υπερεθνικού κεϋνσιανισμού. Απαρνήθηκε τον σκληρό ευρωσκεπτικισμό. Απέκτησε εμπειρίες διακυβέρνησης, φλέρταρε με την οικολογική ατζέντα, αν και όχι σε βάθος.
Ούτε η σοσιαλδημοκρατία έμεινε ίδια. Υπέστη ιστορικές εκλογικές απώλειες, απειλήθηκε από το φάσμα του «pasokification» όταν στην κρίση βρέθηκε απολύτως αμήχανη, ένεκα της προηγούμενης σοσιαλ-φιλελεύθερης προσαρμογής της. Πιέστηκε από τη ριζοσπαστική αριστερά και υιοθέτησε εν μέρει πολλές από τις ευαισθησίες που εκείνη ανέδειξε. Σήμερα πειραματίζεται με την ενίσχυση του κοινωνικού και μεταϋλιστικού-οικολογικού προσήμου (Ισπανία, Πορτογαλία, Αυστρία), όταν δεν περνά απέναντι, επιλέγοντας την αντιμεταναστευτική στροφή με την ελπίδα να επαναπροσεγγίσει τα λαϊκά-εργατικά στρώματα που έχασε (Δανία).
Αλλά και οι Πράσινοι, από την πρώτη εμφάνισή τους στη δεκαετία του ’80, έγιναν λιγότερο ακτιβιστές, περισσότερο κοινοβουλευτικοί παίκτες και κυβερνητικοί εταίροι (Αυστρία, Φινλανδία, Σουηδία), εμπλούτισαν δειλά τη μονοθεματική ατζέντα τους.
Τρεις διαφορετικές διαδρομές, με στροφές και χάσματα, μεταλλάξεις και συνέχειες· μοιάζει να τέμνονται από κοινά μοτίβα μέσα στην ετερογένειά τους και ταυτόχρονα στην απαραμείωτη εγγύτητά τους ως «γείτονες» στα αριστερά του Κέντρου. Εξάλλου, και η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε, ο αναμφισβήτητος μεγάλος κυβερνητικός παίκτης που γύρω (ή εναντίον του) συγκροτούνταν οι αστερισμοί της ευρύτερης αριστεράς. Ρευστές δεν είναι μόνο οι ταυτότητες αλλά και οι συσχετισμοί· όπως και οι ταυτίσεις στην κοινή δεξαμενή ψηφοφόρων στην οποία απευθύνονται.
Η εξίσωση του καιρού μας – μετασχηματισμός της παραγωγής και της εργασίας στη βάση της κλιματικής κρίσης, της ενεργειακής δημοκρατίας και της ευφυούς διακυβέρνησης (τεχνολογίες AI) + πολιτισμικές-αξιακές πολώσεις και διεύρυνση της κοινωνικής δημοκρατίας – μοιάζει δυσεπίλυτη. Η πραγματική τοποθέτηση επ’ αυτής προϋποθέτει την ουσιαστική αναμέτρηση των κομμάτων με τις παραδόσεις από τις οποίες προέρχονται. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, πόσο διαφορετικές μπορούν να είναι τελικά, δεδομένης και της διαδρομής τους, οι απαντήσεις που καλούνται να δώσουν οι τρεις οικογένειες σε μια εποχή διηνεκούς κρίσης. Και μήπως, τελικά, το μέλλον του χώρου στα αριστερά του Κέντρου βρίσκεται όχι σε τεχνητές και ευκαιριακές συγκλίσεις του μέσου όρου αλλά σε πιο ευρύχωρες μορφές ενιαίας πληθυντικής συνύπαρξης;
Η κυρία Κατερίνα Λαμπρινού είναι διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.