Τα διεθνή ποινικά δικαιοδοτικά όργανα που συστάθηκαν μέσα από διαδικασίες του ΟΗΕ σηματοδότησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες μια ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση του ατιμώρητου για εγκλήματα πολέμου. Ενεργοποίησαν μια ορολογία εναλλακτικής επιβολής του διεθνούς δικαίου, διευρύνοντας τα διαθέσιμα εργαλεία απόδοσης ευθυνών ή απομάκρυνσης ακραίων πολιτικών. Αραγε, υπάρχουν ομοιότητες με τη σημερινή επιλογή του γενικού εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου να εκδώσει εντάλματα σύλληψης εναντίον Πούτιν και Νετανιάχου ή της ηγεσίας της Χαμάς; Αν φύγουν ακραίοι εθνικιστές, φανατικοί ή τρομοκράτες,από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα έρθει πιο γρήγορα η ειρήνη; Δύσκολο ζητούμενο, αλλά όχι αδύνατο. Αυτό που χρειάζεται το ΔΠΔ είναι να μην επαναλάβει τα λάθη και τις αστοχίες που κατέγραψαν τα ειδικά δικαστήρια για τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, αλλά να αξιοποιήσει τα μαθήματα που μας χάρισαν.

Σε αυτό το πλαίσιο ενδεικτική είναι η Εκθεση του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών με αφορμή την επέτειο της γενοκτονίας της Ρουάντα λίγα χρόνια πριν, σύμφωνα με την οποία οι ποινικές δίκες σε μεταβατικές περιόδους εκφράζουν τη δημόσια καταγγελία εγκληματικής συμπεριφοράς, ακόμη και προσωπικοτήτων που μέχρι χθες αναγορεύονταν σε ήρωες πολέμου. Περιλαμβάνουν μία άμεση μορφή λογοδοσίας για υπευθύνους εγκλημάτων και διασφαλίζουν τη δικαίωση για τα θύματα. Μπορούν να συμβάλουν στη συμφιλίωση κοινωνιών μέσα από λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων.

Η αφήγηση 30 χρόνια πριν από την ιστορία της γενοκτονίας 800.000 ανθρώπων σε τρεις μήνες στη Ρουάντα δεν αφορά μόνο την ποινική καταστολή πέντε υπουργών, έξι δημάρχων, τριών ιερέων ή δύο δημοσιογράφων. Αφορά ολόκληρη την κοινωνία που πρέπει να καταλάβει τι συνέβη και γιατί. Αφορά την ανάγκη σε κάθε επέτειο της γενοκτονίας να υπενθυμίζουμε την απονομιμοποίηση κάθε ακραίας συμπεριφοράς, κάθε εθνικιστικού και ρατσιστικού λόγου. Αφορά την ίδια την επιστροφή στην πολιτική ομαλότητα.

Πράγματι, στην περίπτωση των ειδικών δικαστηρίων για τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα το Συμβούλιο Ασφαλείας αναβιώνει την ποινική καταστολή των εγκλημάτων πολέμου που επί 45 χρόνια (μετά τη Νυρεμβέργη και το Τόκιο) είχε εγκαταλειφθεί υπέρ μιας αντίληψης επικράτησης της αμνηστίας ως μέσου επιστροφής στην ομαλότητα. Τα ειδικά αυτά δικαστήρια επιτέλεσαν ένα εξαιρετικό έργο μέσα από τη νομολογία τους και κατόρθωσαν να επισπεύσουν τη δημιουργία του μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου το 1998 που άρχισε να λειτουργεί το 2002 (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Μαρία Ντανιέλλα Μαρούδα, Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία και η συμβολή του στην εξέλιξη του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ιδίως ως προς τα εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ζητήματα εφαρμογής τους σε συρράξεις μη διεθνούς χαρακτήρα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2001· Η διεθνής ευθύνη από παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Η κρατική και ατομική ευθύνη σε κίνηση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006).

Βοήθησαν να μεταφερθεί η διεθνής ποινική δικαιοσύνη στην κεντρική πολιτική σκηνή των εξελίξεων στον ΟΗΕ. Ενίσχυσαν – έστω πρόσκαιρα – την αποκατάσταση της ειρήνης, τη μεταβατική δικαιοσύνη και τη συμφιλίωση σε κοινωνίες που έβγαιναν από πόλεμο. Αποδείχθηκε ενώπιόν τους ότι τα εγκλήματα πολέμου προκλήθηκαν από σκόπιμη υποκίνηση εθνοτικού μίσους και βίας, από δημαγωγούς πολιτικούς και πολέμαρχους που θέλησαν να διατηρηθούν στην εξουσία που έχαναν.

Στη Ρουάντα, ειδικά, η εκτέλεση του σχεδίου εξόντωσης του 10%-15% του πληθυσμού μέσα σε τρεις μήνες αποδεικνύει την εμπλοκή ηγεσίας και όλων των κρατικών πόρων. Απέναντι σε αυτή την παραδοχή, η απομάκρυνση ηγετών με εθνικιστικές κι εγκληματικές διαθέσεις, η περιθωριοποίηση και δυσφήμησή τους μέσω της παραπομπής τους σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, φάνηκε ότι μπορεί να έχει έναν αποφασιστικό ρόλο για την οικοδόμηση της ειρήνης στις εν λόγω περιοχές.

Το 2024 επιλέγεται ο παραμερισμός των Πούτιν και Νετανιάχου διότι θεωρούνται οι κυριότεροι υπεύθυνοι για την τέλεση αποτρόπαιων εγκλημάτων. Πρόκειται για πολιτική επιλογή; Αναμφίβολα, ναι. Αλλά πολιτική με την έννοια ότι οι δίκες εγκληματιών πολέμου διεξάγονται για την υπεράσπιση αξιών που συμμερίζεται η κοινωνία, και ως τέτοιες είναι πολιτικές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να είναι και αντίθετες με τη δημόσια αίσθηση της δικαιοσύνης. Αν οι δίκες εγκληματιών πολέμου εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, τότε καταλήγουν σε χειραγώγηση της δικαιοσύνης.

 

Η κυρία Μαρία Ντανιέλλα Μαρούδα είναι επίκουρη καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.