Ο Γεράσιμος Βώκος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Η γραφομηχανή. Εισαγωγή στις σκέψεις του Πασκάλ», ενώ δημοσίευσε έναν μεγάλο αριθμό κειμένων και άρθρων σχετικά με τον Μακιαβέλι, τον Σπινόζα, τον Μαρξ, τον Αλτουσέρ και τον Φουκό, αλλά και τον Μελβίλ και τον Μπέκετ. Οι φιλόσοφοι πάνω στους οποίους σκέφτηκε και εργάστηκε, οι αγαπημένοι του στοχαστές, μοιράζονταν – παρά τις διαφορές τους – κάποια κοινά χαρακτηριστικά: έναν ανθρωπολογικό ρεαλισμό, έναν συνδυασμό καχυποψίας και γενναιοδωρίας απέναντι στους ανθρώπους. Αυτό ήταν και το έθος του Γ. Βώκου, που μας καλούσε πάντα «να βλέπουμε τους ανθρώπους όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι». Η τέχνη, η φιλοσοφία αλλά και η διδασκαλία μετατρέπονταν μαζί του σε μια διαρκή μάχη της σκέψης ενάντια σε κάθε μορφή ιδεολογίας. Τα κείμενά του δεν αντανακλούν σήμερα παρά ένα δείγμα της μακρόχρονης πληθωρικής, θεατρικής και ποιητικής διδασκαλίας του, η οποία μαζί με τη συμβολή του στις ελληνογαλλικές σχέσεις και την επιρροή του στους μαθητές του αποτελούν το πραγματικά ανεκτίμητο έργο του. Υπήρξε πάνω από όλα ένας μεγάλος δάσκαλος, αξέχαστος καθηγητής και πραγματική φιλοσοφική αναφορά για τρεις διαφορετικές γενιές ελλήνων φοιτητών Φιλοσοφίας και Πολιτικών Επιστημών. Ο Γ. Βώκος μας μάθαινε, όπως έλεγε, «να βάζουμε να δουλεύουν και να επιδιορθώνουμε αυτές τις μηχανές, τα κείμενα». Για τους αναρίθμητους μαθητές του, η πονηριά, το σκωπτικό του ύφος του και η υποψία του αποτέλεσαν το μεγαλύτερό τους μάθημα.
Σαν τη γάτα του Τσεσάιρ, ο Βώκος εξαφανιζόταν συνεχώς κάτω από τα μάτια μας, μέχρι και την ολοκληρωτική του εξαφάνιση, αφήνοντας πίσω του ένα ελάχιστο ίχνος: ένα ερωτηματικό χαμόγελο, κοροϊδευτικό, σκεπτικό, ίσως και υλιστικό. «Αν θέλω να αποφύγω κάτι, είναι αυτή την εικόνα αυτού που κάθεται μόνος κάπου ψηλά, σε ένα έδρανο, και ξέρει, και μιλάει σε αυτούς που απέναντί του, καθισμένοι όλοι μαζί σαν πλήθος, εξ ορισμού δεν ξέρουν… πιστεύω έντονα ότι κανείς δεν μπορεί να μάθει τίποτα σε κανέναν» όπως έλεγε. Αυτή τη στοιχειωμένη εικόνα του πανεπιστημίου αντιπάλεψε ο Γ. Βώκος και νίκησε: θα μείνει για πάντα στη μνήμη μας ένας δάσκαλος δίχως αυθεντία. Στα τεχνάσματα της συνήθειας, της κυριαρχικότητας, της υποταγής, του φόβου και του δισταγμού που επέβαλλαν την παθητικότητα και τη σιωπή των φοιτητών ο Βώκος αντέτασσε τα δικά του τεχνάσματα: τις απλές μα πονηρές ερωτήσεις του, την ειρωνεία του, τη συνήθειά του να ακούει προσεκτικά και να συνδιαλέγεται, καταργώντας ενίοτε προκλητικά τις συμβάσεις. Είχε τη δική του μαιευτική – χωρίς να παίρνει τη θέση κάποιας σωκρατικής ανωτερότητας – μέσα από την οποία στόχευε όχι στο να μας μεταδώσει γνώσεις, και ακόμα λιγότερο απαντήσεις, αλλά στο να μας μάθει να διαβάζουμε, να διαβάζουμε προσεκτικά και υπομονετικά τα κείμενα. Αφιέρωνε συχνά ένα ολόκληρο εξάμηνο στις πρώτες σελίδες της «Ηθικής» του Σπινόζα ή ένα τρίωρο μάθημα σε μια παράγραφο του Ζίμελ, χωρίς ποτέ να κουράζει τον ακροατή ούτε για ένα λεπτό, καθώς δίδασκε με έντονα θεατρικό ύφος, γεμάτο ανατροπές, μαγεύοντας ολόκληρα αμφιθέατρα. Μας έδειχνε ότι ένα προσεκτικό, υπομονετικό διάβασμα ενός φιλοσοφικού κειμένου κάνει θαύματα να συμβούν: αποκαλύπτει την απρόβλεπτη και ανεξάντλητη ριζοσπαστικότητά του και καταφέρνει να του αποσπάσει το νόημα και τη σημασία που έχει για το σήμερα… και για το πάντα. Και για αυτό δεν σταματούσε να μας θυμίζει πως γίνονται θαύματα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.