Η ίδρυση και έναρξη της λειτουργίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου το 2002 ήταν ευθεία συνέπεια του προβληματισμού σχετικά με τις γενοκτονίες και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που είχαν διαπραχθεί στον εμφύλιο πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας το 1991-1995 και στη Ρουάντα το 1994. Τα εγκλήματα του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία εκδικάστηκαν από ad hoc δικαστήριο μεταξύ των ετών 1993 και 2017. Αποκρυσταλλώθηκε όμως η αντίληψη ότι οι εστίες κρίσεων που οδηγούσαν σε ανθρωπιστικές καταστροφές δεν θα συνιστούσαν μια παρέκβαση στη διεθνή πολιτική.
Αυτή η συνειδητοποίηση συνεργούσε, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με την επικράτηση φιλελεύθερων ιδεών και μιας οικουμενικής αντίληψης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία ενυπήρχε μεν στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αλλά περιοριζόταν εμπράκτως έως το 1989 από το διπολικό σύστημα διεθνών σχέσεων. Αυτές οι ροπές και οι εμπειρίες οδήγησαν στη σύσταση ενός μόνιμου δικαστικού οργάνου.
Στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι συμβαλλόμενα 124 κράτη, τα οποία έχουν υπογράψει και επικυρώσει τη σχετική σύμβαση. Τη σύμβαση υπέγραψαν επίσης αλλά τελικά αποσύρθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και το Σουδάν, ενώ αποσύρθηκε πρόσφατα από αυτήν, αν και την είχε επικυρώσει και συνιστούσε συμβαλλόμενο μέρος, η Ρωσία. Η απόσυρση των ΗΠΑ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το 2001, ήδη πριν από τη σύσταση και λειτουργία του, ανέδειξε εξ αντιδιαστολής την καινοτομική σημασία του νέου διεθνούς δικαστικού οργάνου από άποψη πολιτική, αλλά και νομική, ιδίως σε σχέση με την έννοια της κρατικής κυριαρχίας.
Η απόφαση της κυβέρνησης του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου ήταν απότοκη της τότε επικρατούσας τάσης στη στρατηγική των ΗΠΑ για μονομερή προβολή ισχύος και συνεπώς της επιχειρησιακής ανάγκης να μην περιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο οι δυνατότητες ανάληψης στρατιωτικών πρωτοβουλιών εκ μέρους της Ουάσιγκτον. Αυτή η τάση επικράτησε ιδίως εν όψει της πολιτικής της μονομερούς προβολής ισχύος την οποία εφάρμοσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράκ το 2003.
Πράγματι, οι αρμοδιότητες του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου είναι εντυπωσιακές και σχετικοποιούν την έννοια της κρατικής κυριαρχίας. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου καθώς και το έγκλημα της επίθεσης. Το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εάν το έγκλημα τελέστηκε από υπηκόους κρατών-μελών του ή σε έδαφος κράτους-μέλους ή εάν το έγκλημα παραπεμφθεί σε αυτό από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Το Δικαστήριο λειτουργεί εν τούτοις υπό μία ρήτρα «επικουρικότητας»: Επιλαμβάνεται υποθέσεων μόνο όταν τα εθνικά δικαστικά συστήματα είναι ανίκανα ή απρόθυμα να διερευνήσουν μια υπόθεση ή να ενεργήσουν δίωξη. Η διαδικασία διερεύνησης μπορεί να κινηθεί από κράτος-μέλος του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή τον εισαγγελέα του Δικαστηρίου. Για τα αδικήματα δεν επέρχεται παραγραφή.
Συνεπώς, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εισάγει ένα στοιχείο ελέγχου των πράξεων κρατικών λειτουργών που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της άσκησης της κρατικής κυριαρχίας. Ασφαλώς υπάρχουν περιορισμοί στην άσκηση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου: Ο οργανισμός, αν και διαθέτει αξιόλογο προσωπικό και τεχνολογικά προηγμένους πόρους, στερείται εκτελεστικών δυνάμεων προκειμένου να επιδιώξει τη σύλληψη κατηγορουμένων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία κυβερνήσεων και τη γενικότερη διεθνή πολιτική συναίνεση.
Εως σήμερα το Δικαστήριο επιλήφθηκε υποθέσεων που αφορούσαν λειτουργούς από αδύναμες κρατικές δομές, όπως ο Τόμας Λουμπάνγκα από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, ενώ σε μια άλλη περίπτωση, αυτή του προέδρου της Κένυας, οι κατηγορίες αποσύρθηκαν το 2014. Η δυνατότητα του Δικαστηρίου να ενεργήσει σε περιπτώσεις μεγάλων δυνάμεων ή ισχυρών κρατών δεν έχει δοκιμαστεί, αν και δεν αμφισβητείται το πολιτικό κόστος που επιφέρει η έκδοση εντάλματος, έστω και ανεκτέλεστου, όπως αυτό εναντίον του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν.
Παρά ταύτα, το γενικότερο διεθνές πλαίσιο πιθανώς δεν θα επιδράσει θετικά στη δυνατότητα ανεξάρτητης λειτουργίας του Δικαστηρίου καθώς το διεθνές σύστημα μεταπίπτει σε ένα είδος διπολικής αναμέτρησης μεταξύ των υπερασπιστών του status quo, δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στην Ευρώπη και την περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, και αυτών που επιδιώκουν την ανατροπή του και την εγκαθίδρυση μιας νέας ισορροπίας, δηλαδή της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.