Οταν η Κριστίν Λαγκάρντ, τον Μάιο του 2012, εν μέσω οικονομικής κρίσης, δήλωνε στον «Guardian» ότι είχε περισσότερη συμπάθεια για τα παιδάκια στον Νίγηρα παρά για όλους αυτούς στην Ελλάδα που προσπαθούν να αποφύγουν τους φόρους, δεν είχε φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Εξαγριωμένοι Ελληνες εξαπολύουν φρενήρη επίθεση στον λογαριασμό της στο Facebook και η επικεφαλής του ΔΝΤ υπό την πίεση του καταιγισμού των προσβλητικών και υβριστικών, στην πλειονότητά τους, μηνυμάτων αναγκάζεται να αναρτήσει δήλωση «μεγάλης συμπόνιας» για τον ελληνικό λαό.
Ο όρος «cancel culture» δεν είχε εισαχθεί στη δημόσια συζήτηση, αφού εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 2010. Ομως το περιστατικό με την Κριστίν Λαγκάρντ είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την κουλτούρα της ακύρωσης, καθώς αυτή αναφέρεται στη δημόσια αποδοκιμασία και την απόσυρση υποστήριξης προς άτομα, συνήθως διασημότητες ή δημόσια πρόσωπα, που έχουν πει ή κάνει κάτι το οποίο θεωρείται προσβλητικό ή ανήθικο.
Τελικός σκοπός είναι η απομάκρυνση, η ακύρωση της παρουσίας του υποκειμένου από τον κοινωνικό, επαγγελματικό ή ψηφιακό χώρο και η απομόνωσή του. Στο στόχαστρο μπορεί να τεθούν και οργανισμοί, ομάδες, εταιρείες ή/και τόποι, αρκεί κάποιος, με επιρροή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλαδή με αρκετούς ακολούθους ώστε να πυροδοτηθεί η εκθετική διάδοση του μηνύματος, να ξεκινήσει την εκστρατεία.
Το κίνημα #MeToo οδήγησε στην «ακύρωση» του διάσημου ηθοποιού Κέβιν Σπέισι, ο οποίος απομακρύνθηκε από επαγγελματικά καθήκοντα και χορηγούς. Κυρίως όμως έχασε την εκτίμηση του κοινού που έδωσε μάχη για την εξαφάνισή του. Ομοφοβικά, ρατσιστικά, σεξιστικά, όχι «πολιτικά ορθά» σχόλια, γίνονται το έναυσμα για την ακύρωση.
Ο Κάνιε Γουέστ, ο Ντέιβ Σαπέλ, ο R. Kelly, η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, αλλά και η Balenciaga, η Coca-Cola και η Ρωσία είναι μεταξύ αυτών που έχουν στοχοποιηθεί.
Στην Ελλάδα, αν και η κουλτούρα της ακύρωσης καθυστέρησε να εμφανιστεί, όπως άλλωστε και το κίνημα #MeToo, είχε τους στόχους της: o Δημήτρης Λιγνάδης, η Σοφία Μουτίδου, o Αλέξανδρος Κοψιάλης, η SuperKiki αλλά και το e-food και η Αράχοβα έχουν δεχτεί την πίεση του κοινού.
Η επιθετική τακτική της cancel culture εντείνεται στον χώρο των influencers. Η πλειονότητα των νέου τύπου ινδαλμάτων επιδιώκει την, με κάθε τρόπο, απόκτηση επισκεψιμότητας και δημοσιότητας, καθώς ο αριθμός των ακολούθων και η φήμη συνδέονται άμεσα με τις οικονομικές τους απολαβές. Συχνά λοιπόν προκαλούν ώστε να πετύχουν τον σκοπό τους. Επιπλέον, άγνοια, ευκολία έκφρασης γνώμης αλλά και μισαλλόδοξες απόψεις επιφέρουν την ακύρωση.
Από την άλλη πλευρά συντάσσεται ένα κοινό ακολούθων με προσδοκίες από τους influencers για ηθική και κοινωνική ευαισθησία που συχνά όμως εκπίπτει σε ηθικολογία. Ενα κοινό έτοιμο ανά πάσα στιγμή να εκφράσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα, να υιοθετήσει αντιθετικές θέσεις βάσει μιας άκριτης κριτικής, να εμπλακεί σε ασήμαντα ζητήματα, αδιάφορο για την αξιοπιστία της όποιας καταγγελίας, κρυμμένο πίσω από την ανωνυμία και την απόσταση του πληκτρολογίου, με συμπεριφορά συχνά όχλου, έτοιμο για ψηφιακό λιντσάρισμα στον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» των social media.
Προφανώς, υπάρχει και η άλλη όψη: ο ακτιβισμός εναντίον περιπτώσεων ουσιαστικής υπονόμευσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και μάλιστα από άτομα υπό την προστασία συστημικής ασυλίας. Περιπτώσεις που θα παρέμεναν στο απυρόβλητο, εάν δεν είχε υπάρξει η εκστρατεία ακύρωσης. Ομως συχνά η ηθική διάσταση της πίεσης για λογοδοσία εκφραστών τοξικού λόγου και μισαλλόδοξης συμπεριφοράς σχετικοποιείται εξαιτίας του ότι και οι ακτιβιστές επιδεικνύουν αντίστοιχη τοξικότητα λόγου, εμπλεκόμενοι στο κακό που επιχειρούν να πολεμήσουν, ακυρώνοντας έτσι την κουλτούρα τους.
Παράλληλα, εγείρεται ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα, της αυτοδικίας. Ποιοι είναι οι όροι απόδοσης δικαιοσύνης; Υπό ποια οπτική περί κοινωνικής δικαιοσύνης οι αυτόκλητοι τιμωροί προχωρούν στην προσπάθεια περιθωριοποίησης και αποκλεισμού από την κοινωνική ζωή όσων επιλέγουν να στοχοποιήσουν; Αλλά και υπό ποιο πρίσμα η κουλτούρα της ακύρωσης αποκτά θετικό ή αρνητικό πρόσημο;
Στο τελευταίο αυτό ζήτημα εμφιλοχωρεί η ιδεολογία. Ηδη από την εμφάνισή της, η κουλτούρα της ακύρωσης συνοδεύτηκε από ιδεολογική αντιπαράθεση αντίστοιχη αυτής που συνοδεύει την πολιτική ορθότητα και την «κουλτούρα της αφύπνισης».
Η αριστερή οπτική, που επικεντρώνεται στον σεβασμό των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, αντιλαμβάνεται την cancel culture ως μηχανισμό πίεσης για λογοδοσία και απόδοσης κοινωνικής δικαιοσύνης με την ακύρωση εκφραστών ρατσιστικών, σεξιστικών ή ομοφοβικών απόψεων στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα. Οι συντηρητικοί, αντίθετοι στην επέκταση κοινωνικών δικαιωμάτων και υποστηρικτές παραδοσιακών αξιών, επικαλούνται περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης εξαιτίας του φόβου της ακύρωσης και υποχώρηση του διαλόγου. Εκτιμούν ότι όλες οι απόψεις θα έπρεπε να εκφράζονται ακόμη και αν είναι αμφιλεγόμενες ή μη δημοφιλείς. Πρόκειται για την οπτική της απόλυτης ελευθερίας που συχνά ενέχει τη διάσταση της ασυδοσίας.
Μια αντιπαράθεση που επιβεβαιώνει ότι η κουλτούρα της ακύρωσης είναι ισχυρό εργαλείο κοινωνικής πίεσης, αλλά ταυτόχρονα εγείρει ζητήματα με αντινομικές διαστάσεις ως προς την επιλογή των στόχων, την ελευθερία του λόγου, την έννοια της δικαιοσύνης και της κουλτούρας καθαυτής.
Η κυρία Μαρίνα Ρήγου είναι επίκουρη καθηγήτρια ΕΚΠΑ και δημοσιογράφος.