Η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια χρειάζεται να πάει ένα βήμα πέρα από την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και να εξεταστούν οι μελλοντικές προεκτάσεις και επιπτώσεις του όλου ζητήματος. Θα αρχίσω με δύο επισημάνσεις και θα περάσω μετά σε κάποια ερωτήματα. Η πρώτη επισήμανση είναι ότι κυριαρχεί πλέον ο όρος «ιδιωτικά πανεπιστήμια» και όχι «πανεπιστήμια μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα» και τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία για τον τρόπο λειτουργίας τους και την πιθανή έμφαση μόνο σε κερδοφόρα επιστημονικά πεδία. Τι θα γίνει σε περίπτωση που τα ιδιωτικά ιδρύματα αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες, όπως συνέβη πρόσφατα με πανεπιστήμια στη Βρετανία ή όπως συμβαίνει με κάθε επιχείρηση; Η δεύτερη επισήμανση αφορά τον σκοπό των πανεπιστημίων που είναι διττός: διδακτικός και ερευνητικός. Με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων η βαρύτητα μετατοπίζεται στο διδακτικό μέρος και εισάγεται η λογική ότι ο φοιτητής είναι πελάτης. Αυτό διαπιστώθηκε και με την άνοδο των διδάκτρων στα αγγλικά πανεπιστήμια. Αυξήθηκαν όχι μόνο οι ώρες διδασκαλίας αλλά και οι βαθμοί μαζί με την πελατειακή αντιμετώπιση των φοιτητών, που συχνά σημαίνει ότι ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.
Γιατί όμως η Αγγλία, πρωτοπόρος στις ιδιωτικοποιήσεις, δεν προχώρησε στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων; Οι λόγοι είναι κυρίως δύο. Πρώτον, τα δημόσια πανεπιστήμια ως προς το διδακτικό τους έργο λειτουργούν ως ιδιωτικά με πλήρη αυτονομία και χωρίς παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας σε διορισμούς προσωπικού ή κατάργηση τμημάτων και, δεύτερον, γιατί το ερευνητικό έργο των πανεπιστημίων είναι πολύ σημαντικό ώστε να αφεθεί σε ιδιωτικούς φορείς που δεν παρέχουν εκπαιδευτικές άδειες, ερευνητικές υποτροφίες, αλλά επικεντρώνονται στην κερδοφορία του διδακτικού έργου. Πανεπιστήμιο όμως χωρίς ερευνητικές υποδομές ή διδασκαλία βασισμένη στην έρευνα δεν γίνεται. Αραγε ως ποιον βαθμό προήγαγε την έρευνα η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων σε άλλες χώρες, όπως η Τουρκία ή η Κύπρος;
Υποστηρίζεται ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα συγκρατήσει τους έλληνες φοιτητές που ξενιτεύονται και θα προσελκύσει ξένους. Πόσους όμως φοιτητές μπορεί να εκπαιδεύσει η Ελλάδα όταν στην ανώτατη εκπαίδευση εισάγεται πάνω από το 70% των αποφοίτων Λυκείου ενώ στη Βρετανία γύρω στο 45%; Ακόμη όμως και αυτό το χαμηλό ποσοστό οδηγεί στην απαξίωση των πανεπιστημιακών σπουδών, γιατί αρκετοί απόφοιτοι, έχοντας επιβαρυνθεί με υπέρογκα δίδακτρα, καταλήγουν σε τύπους εργασίας που δεν απαιτούν πανεπιστημιακή μόρφωση. Με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα προκύπτει και μια σειρά άλλων ερωτημάτων. Προβλέπεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο το ήδη υψηλό ποσοστό εισαγωγής στα ανώτατα ιδρύματα; Πώς θα επωφεληθούν όσοι ζουν στην περιφέρεια, δεδομένου ότι ιδιωτικά πανεπιστήμια μόνο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη είναι βιώσιμα; Τι θα γίνει με την απογύμνωση των περιφερειακών πανεπιστημίων από φοιτητές και καθηγητές ή πώς θα αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανισότητα κεντρικών και περιφερειακών ιδρυμάτων;
Το άλλο βασικό ερώτημα αφορά την πιστοποίηση και τον έλεγχο αυτών των ιδρυμάτων. Η Ελλάδα δεν έχει ανεπτυγμένο σύστημα αξιολόγησης βασισμένο στη σύγκριση ομόλογων τμημάτων. Ετσι οι βαθμοί πτυχίων από ομοειδή τμήματα αποκλίνουν ενίοτε σημαντικά εφόσον δεν υπάρχουν διπλή βαθμολόγηση, κριτήρια βαθμολόγησης ή εξωτερικοί εξεταστές που να διασφαλίζουν την ισοτιμία της βαθμολόγησης. Χωρίς έγκυρο, συγκριτικό και στατιστικά οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης δεν μπορεί να προχωρήσει η ίδρυση σοβαρών ιδιωτικών πανεπιστημίων. Δυστυχώς, οι κατά καιρούς πιστοποιήσεις και αξιολογήσεις δεν προσφέρουν σαφή και συγκριτική εικόνα της ποιότητας σπουδών. Ενα σοβαρό σύστημα πιστοποίησης και αξιολόγησης θα μπορούσε στο μέλλον να οδηγήσει και σε εγχώριους πίνακες κατάταξης των τμημάτων με βάση την έρευνα και τη διδασκαλία, αφού τόση δημοσιότητα απολαμβάνουν στην Ελλάδα οι αντίστοιχοι του εξωτερικού.
Θα ήθελα να κλείσω και με μια πρόταση. Εφόσον τελικά επιτραπούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ένα μικρό ποσοστό από τα δίδακτρά τους να κατευθύνεται στην έρευνα σε εθνικό επίπεδο και τα κονδύλια αυτά να μπορούν να τα διεκδικούν ισότιμα και τα δημόσια και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ετσι, ενδεχομένως, θα αποκατασταθεί η ισορροπία έρευνας και διδασκαλίας και θα κριθούν και οι ερευνητικές επιδόσεις των ιδιωτικών.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.