Με την ταπεινότητά μου ασχολήθηκε εκτεταμένα στην πρόσφατη αρθρογραφία του ο επίτιμος αντιπρόεδρος του ΣτΕ κ. Νίκος Ρόζος, σχολιάζοντας και κατακεραυνώνοντας όσα έγραψα προ ολίγων εβδομάδων για τον τρόπο λειτουργίας της τρίτης εξουσίας («Αναθεωρητέα/μετεξεταστέα Δικαιοσύνη», «Το Βήμα», 16.12.2018).
Ας μου επιτραπεί λοιπόν να προσπαθήσω να αναδείξω κάπως συστηματικότερα πώς έχουν τα πράγματα. Υπό μορφή ερωτήσεων βέβαια, γιατί πιθανόν και να σφάλλω…
Αληθεύει πως νομολογιακά κρίθηκε ότι οι ανώτατοι δικαστές δεν μπορούν να αμείβονται με λιγότερο από 10.000 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή τον μισθό του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών; Και πως αυτή η απόφαση βασίστηκε στη συνταγματική αξίωση – άρθρο 88 παρ. 2 – οι απολαβές των δικαστών να είναι «ανάλογες προς το λειτούργημά τους»;
Αληθεύει πως από το λεγόμενο «Μισθοδικείο» του άρθρου 88 κρίθηκε ότι το κράτος… αδικοπράγησε επειδή, νομοθετώντας για τους δικαστικούς απολαβές κατώτερες αυτών του προέδρου, δηλαδή ενός και μοναδικού «κρατικομισθοδοτούμενου» προσώπου, παραβίασε «υπερκείμενους» συνταγματικούς κανόνες;
Αληθεύει πως, εφόσον καταλογίστηκε «αδικοπραξία» στο κράτος, δόθηκε πενταετές βάθος στην αξίωση των δικαστικών για αναδρομικά;
Αληθεύει πως η τοκοφορία υπερημερίας των αξιώσεων αυτών κρίθηκε πως διέπεται από τις ιδιωτικές διαφορές και προσδιορίστηκε κοντά στο 15% ετησίως – άραγε και με ανατοκιζόμενους τους τόκους; -, αντί του 6% που καταβάλλει γενικώς το κράτος;
Αληθεύει πως την απόφαση αυτή επέκρινε σφοδρότατα και η μειοψηφία του «Μισθοδικείου» – μειοψήφησαν οι καθηγητές πανεπιστημίου -, αλλά και ο Σταύρος Τσακυράκης, ο οποίος με την αρθρογραφία του κυριολεκτικά την αποδόμησε;
Αληθεύει πως τα διοικητικά δικαστήρια, αρχικά τα πρωτοδικεία και στη συνέχεια τα ανώτερα – τα οποία κλήθηκαν να εξειδικεύσουν το ύψος των αναδρομικών κάθε δικαιουμένου – θεώρησαν πως η παραγραφή της εν λόγω αξίωσης θα έπρεπε να είναι διετής και όχι πενταετής, κάτι που θα περιόριζε σημαντικά τις αξιώσεις για αναδρομικά;
Αληθεύει όμως πως όσοι δικαστές είχαν συμβιβαστεί με το κράτος, δεχόμενοι να πάρουν τα επιδικασθέντα ατόκως, είχαν ήδη λάβει τη διαφορά του μισθού τους από αυτόν του προέδρου της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών σε πενταετή βάση; Και ότι, ως εκ τούτου, οι ανώτατοι δικαστές, εν ενεργεία και αφυπηρετήσαντες, έλαβαν αναδρομικώς ποσά από 350.000 έως 400.000 ευρώ – αναλογικώς λιγότερα οι κατώτεροι – και αυτό προκάλεσε συνολική δημοσιονομική δαπάνη κοντά στο 1 δισ. ευρώ;
Αληθεύει πως αυτή η νομολογία λειτουργεί σήμερα πιλοτικά για επιδικάσεις αναδρομικών σε άλλες κατηγορίες ανηκόντων στον «στενό πυρήνα του κράτους»; (Με αποτέλεσμα να οδηγεί σε δημόσια οικονομικά που υπονομεύουν την ανάπτυξη της χώρας και μπορεί να ακυρώσουν όλες τις πρόσφατες κοινωνικές θυσίες.)
Αληθεύει, τέλος, πως κάποιοι δικαστές, που δεν έλαβαν τα αναδρομικά πενταετίας διότι δεν συμβιβάστηκαν στην άτοκη καταβολή τους, προσέφυγαν στα τέλη του 2018 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θεωρώντας πως «φυσικός δικαστής» τους είναι το πιο «γενναιόδωρο» Μισθοδικείο, του συνταγματικού άρθρου 88 παρ. 2, και όχι το ΣτΕ και τα άλλα διοικητικά δικαστήρια, που έκριναν την παραγραφή διετή;
Σε τελική ανάλυση λοιπόν, μήπως κάποιος – ίσως όχι πολύ εξοικειωμένος με τη λεπτότητα των νομικών εννοιών – θα μπορούσε να θεωρήσει πως κάποιοι δικαστικοί λειτουργοί χρησιμοποιούν μια αμφιλεγόμενη ερμηνεία της ασαφούς συνταγματικής διάταξης (περί αμοιβών ανάλογων προς το δικαστικό λειτούργημα) ως διαρρηκτικό εργαλείο για το δημόσιο ταμείο; Αλλά και για τη λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας φορολογουμένων του ιδιωτικού τομέα, καθώς και άλλων που δεν τυγχάνουν της ειδικής προστασίας της νομολογίας; Οπότε ορισμένοι, έστω κακοπροαίρετοι, θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι τέτοιες αποφάσεις αναιρούν την ηθική βάση κάποιων κακουργηματικών καταδικών, όπως αυτή της καθαρίστριας από τους δικαστές του Βόλου; (Εφόσον τέτοιες καταδίκες πρωτίστως υποδηλώνουν τη δικαστική ευαισθησία για το δημόσιο χρήμα…) Μήπως;
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.