Η θετική και η αρνητική όψη της αναλήθειας

Γράφει ο Μάρκος Καρασαρίνης

Ενα ταξίδι πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες. Ενας πόλεμος μεταξύ του βασιλιά της Σελήνης και του βασιλιά του Ηλιου. Ενα κήτος που καταπίνει ταξιδιώτες. Ενα χάσμα στον ωκεανό και μια άγνωστη ήπειρος. Το έργο με το οποίο ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς σατίριζε τον 2ο αιώνα μ.Χ. την παράδοση των διηγήσεων για άγνωστους τόπους και τολμηρές εξερευνήσεις συχνά θεωρείται η απαρχή της επιστημονικής φαντασίας.

Τα Αληθή διηγήματα ή Αληθής Ιστορία, όμως, εκτός από ειρωνική αποδόμηση του τόπου των κατασκευασμένων αφηγήσεων που προβάλλονται ως πραγματικές, αποτελούν και πανηγυρική κατάφαση του ψεύδους – του αναληθούς στοιχείου που συνιστά τον πυρήνα κάθε μυθοπλασίας. Ως μύθος, αστείο, παιχνίδι, το ψέμα γίνεται αποδεκτό στην ανθρώπινη κοινωνία από την αρχαιότητα.

Η λυτρωτική του με αυτή τη μορφή σημασία διαπερνά τη λαϊκή κουλτούρα, όπως φαίνεται στις κάθε λογής εκδηλώσεις του μεσαιωνικού καρναβαλιού όπου καθαγιάζεται η προσωρινή ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Μέρος της ίδιας παράδοσης συνιστά το έθιμο της Πρωταπριλιάς που για μια μέρα αναγορεύει την εξαπάτηση σε αρετή.

Πρόκειται για πολιτισμικές εξαιρέσεις στον ηθικό κανόνα και την κοινωνική σύμβαση: διαλυτικό των ανθρώπινων σχέσεων και διαβρωτικό της εμπιστοσύνης η οποία είναι απαραίτητη για τη συνοχή των ανθρώπινων ομάδων, το ψεύδος αναγνωρίζεται από τη θρησκεία και το δίκαιο ως αμαρτία, αδίκημα, ποινικά κολάσιμη πράξη. Παρά την κοινοτοπία που θέλει τους πολιτικούς ψεύτες, ως πρόσφατα συνιστούσε το μέτρο του χρηστού ηγέτη – χρειάστηκε η έλευση του Ντόναλντ Τραμπ για να ακυρωθεί η σχέση με την αλήθεια ως απαιτούμενο προσόν του.

Ισως όμως αυτός ακριβώς ο τύπος πολιτικού που ευαγγελίζεται τη «μετα-αλήθεια» και τα «εναλλακτικά γεγονότα», ευφυείς ευφημισμούς για το ψέμα, να είναι ο ιδανικός για το παρόν της ψηφιακής κοινωνίας και το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης. Αλλωστε, αν δεν υπάρξει κάποια δραστική μεταβολή, στον διαφαινόμενο ωκεανό δεδομένων χωρίς αρχή και τέλος, δίχως ασφαλείς συντεταγμένες πλοήγησης, χωρίς αποτελεσματικά κριτήρια διάκρισης του αυθεντικού και του αντιγράφου, του σωστού και του λάθους, δεν θα υπάρχει λόγος να δίνει κανείς υπερβολική βαρύτητα στην «αλήθεια» και το «ψέμα», πρώην αμοιβαία αντικρουόμενες όψεις της πραγματικότητας, νυν ισότιμες προσλήψεις της.

Νοερή ξερολιθιά, αληθινή σκιά

Του Γιάννη Παλαβού

Οι στίχοι ενός τραγουδιού του Παύλου Παυλίδη, με τη συνδρομή τεσσάρων στίχων του Γιώργου Σεφέρη, μας οδηγούν, νομίζω, στην καρδιά της σχέσης μύθου και μυθεύματος, αλλά και, επιπλέον, ενός αιτήματος που τέμνει τέχνη και ζωή: μιλώ για την αναζήτηση (αναπόδραστη και πιθανώς μάταιη) μιας βαθύτερης προσωπικής και συλλογικής αλήθειας, παραμυθητικής και λυτρωτικής, η οποία απηχεί το ευαγγελικό «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».

Ας παραθέσουμε, όμως, τους στίχους. Το «Ενα παράξενο τραγούδι», ένα από τα αρτιότερα τραγούδια του Παύλου Παυλίδη, ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά με τα Ξύλινα Σπαθιά το 1997 και έκτοτε ο τραγουδοποιός του το εντάσσει τακτικά στις συναυλίες του. Το τραγούδι γράφτηκε σε μια εποχή που το πολιτισμικό τοπίο της χώρας οριζόταν κατά μεγάλο μέρος από την ιδιωτική τηλεόραση, η οποία επέτρεψε μεν να πνεύσει ένας ανανεωτικός, έως και χειραφετητικός αέρας στην ελληνική κοινωνία φέρνοντάς τη σε στενότερη επαφή με τη Δύση, ένα μέρος της όμως επιδόθηκε στο trash και υποδαύλισε λαϊκιστικές τάσεις.

Οι στίχοι που δίνουν τον τόνο στο τραγούδι είναι ο αφορισμός «Τα παραμύθια δεν είν’ αλήθεια / αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα», ο οποίος εκπλήσσει με την πυκνότητα και το πνεύμα του, και ο οποίος συμπληρώνεται από μια σειρά από αντιθετικά δίπολα, τα οποία έχουν ως αναφορά τους το κλίμα της εποχής: «Αυτοί μασάνε τα διαμάντια και φτύνουνε γυαλί / αυτοί μπερδεύουνε τη βία με τη δύναμη, την αλητεία με τη μιζέρια / αυτό είναι τρέλα».

Και δίπλα στους στίχους του Παυλίδη, οι στίχοι του Σεφέρη από τον «Τελευταίο σταθμό» (1944): «Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές / είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αμίλητη και προχωράει».

Και στα δύο παραθέματα συναντάμε τη λέξη «παραμύθια», που εδώ έχει την έννοια του μύθου, της μυθοπλασίας. Στον Σεφέρη, το παραμύθι συνδέεται με την παραμυθία – άλλωστε, η συγγένεια των δύο λέξεων είναι εμφανής –, με την ανάγκη παρηγοριάς απέναντι στη «φρίκη», δηλαδή την ασχήμια και την ωμότητα του βίου.

Το ζήτημα που θέτουν οι στίχοι είναι κρίσιμο: στη λογοτεχνία και ευρύτερα στην τέχνη, το παραμύθι ή ο μύθος είναι μια κατασκευή, ένα όχημα διά του οποίου, μέσα από το ψέμα, αγγίζουμε μια βαθύτερη αλήθεια, που γυμνή δυσκολευόμαστε να την αρθρώσουμε διότι είναι φρικτή, «ζωντανή και αμίλητη». Κι έτσι, μέσω της επινοημένης ιστορίας, μέσω της δι’ εσόπτρου εν αινίγματι θέασης της εσώτερης αλήθειας, της «άλλ’ αντ’ άλλων» ύψωσής της στην τάξη του λόγου, παρηγορούμαστε.

Το «Παράξενο τραγούδι» του Παυλίδη μιλά ακριβώς γι’ αυτή την άλλης τάξεως αλήθεια: τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια με τη συμβατική, κατά γράμμα σημασία της λέξης, δεν είναι όμως και ψέμα, διότι φανερώνουν κάτι βαθύτερο˙ ψέματα λένε όσοι μασάνε τα διαμάντια και φτύνουνε γυαλί – όσοι, διά του trash και του αναδυόμενου λαϊκισμού της δεκαετίας του ’90, υπονόμευσαν τη σχέση μας με το πραγματικό.

Τα επίχειρα εκείνης της υπονόμευσης τα βλέπουμε καθαρά σήμερα: εν έτει 2025, το γυαλί αντί για τα διαμάντια, η βία, η μιζέρια και η τρέλα μάς κυκλώνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό – και πολύ πιο επικίνδυνα. Κι αυτό οφείλεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις δυνατότητες της τεχνολογίας και στην αφασία που ευνοεί η επάνοδος της συντήρησης και η πολιτισμική της λογική.

Το ψέμα του μύθου στη λογοτεχνία είναι με τη μεριά της αθέατης αλήθειας, όπως την ενοράται και τη συλλαμβάνει διά της τέχνης του, δηλαδή διά του ύφους και της φόρμας, ο συγγραφέας· είναι με τη μεριά της γλύκας και της παρηγοριάς, της δύναμης και της αλητείας. Είναι με τα διαμάντια, όχι με το γυαλί.

Είναι μια φανταστική ανεμόσκαλα που οδηγεί σε έναν πραγματικό εξώστη, απ’ όπου η θέα στα ανθρώπινα είναι αποκαλυπτική. Μια νοερή ξερολιθιά, χτισμένη με σέβας και μόχθο, της οποίας οι προσεκτικά πελεκημένες πέτρες προσφέρουν αληθινό ίσκιο και αληθινή δροσιά – και, τελικά, παρότι καμωμένη από ανθρώπινα χέρια, μοιάζει αχειροποίητη. Αντίθετα, γερμένοι στο φαντεζί ντουβάρι του ψεύδους, χτισμένο εν μιά νυκτί με τα ευτελέστερα υλικά, καταλήγουμε εγκαυματίες προτού το πάρουμε είδηση.

Ο κύριος Γιάννης Παλαβός είναι συγγραφέας.

Ψέμα μετά πολλών δεδομένων

Της Λίλιαν Μήτρου

Λίγα χρόνια μετά την κυνική διαπίστωση του Αδόλφου Χίτλερ πως η μεγάλη μάζα πέφτει ευκολότερα θύμα ενός μεγάλου ψέματος παρά ενός μικρού, o Όρσον Γουέλς δοκίμαζε την ευπιστία των συμπατριωτών του διασκευάζοντας το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας Ο πόλεμος των κόσμων σε «είδηση» και ραδιοφωνικές ανταποκρίσεις.

Διόλου παράδοξο που χιλιάδες ακροατές πίστεψαν στην εισβολή των εξωγήινων στις ΗΠΑ παρά την προειδοποίηση του ραδιοσταθμού ότι επρόκειτο για προϊόν μυθοπλασίας: η δυνατότητα διασταύρωσης κι εξακρίβωσης της αλήθειας ήταν περιορισμένη και η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεδομένη.

Σχεδόν 90 χρόνια μετά βιώνουμε την εποχή της πληροφοριακής πλημμύρας, στοιχείο της οποίας είναι η ραγδαία αύξηση των ψευδών «ειδήσεων». Ηδη το 1996 ο Λουτσιάνο Φλορίντι, σε ένα διεισδυτικό κείμενο, παραφράζοντας τον Χάξλεϊ, αναφερόταν στο Brave.Net.World και στην παραπληροφόρηση ως ενδογενές χαρακτηριστικό του Διαδικτύου. Η κυριαρχία των πλατφορμών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσέδωσε νέες, εκρηκτικές διαστάσεις σε ένα φαινόμενο σύμφυτο με την ανθρώπινη επικοινωνία.

Τα fake news αναδείχθηκαν το 2016 σε λέξη της χρονιάς. Οι προβληματισμοί αυτοί δεν εμπόδισαν ωστόσο την επικράτηση της – εν πολλοίς σκιώδους – διαδικτυακής καμπάνιας υπέρ του Brexit που εμπλουτίστηκε με ψευδείς δηλώσεις, ανύπαρκτους δείκτες εγκληματικότητας, ανεδαφικές υποσχέσεις για τεράστια εξοικονόμηση δαπανών και ανάκαμψη του βρετανικού συστήματος υγείας.

Ο βομβαρδισμός με ειδήσεις, εικόνες, δεδομένα απολήγει σε ένα πληροφοριακό χάος και δεν διευκολύνει απαραίτητα τη γνώση και τη διάγνωση της αλήθειας. Στην κοινωνία και την οικονομία της προσοχής όλα εξελίσσονται γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος αλλά και η κουλτούρα για τη διακρίβωση της αλήθειας. Ο ψηφιακός χώρος λειτουργεί ως ιδιότυπο «άσυλο». Η ανωνυμία, η έλλειψη χρονικής και τοπικής γειτνίασης με τους συνομιλούντες, η απόσταση και η ασύγχρονη επικοινωνία επιτείνουν τον κίνδυνο του ψεύδους. Η σύγχρονη μαζική παραπληροφόρηση επενεργεί με τρόπο υπόρρητο.

Επαφίεται μεν στον αποδέκτη της να την πιστέψει, αλλά ταυτόχρονα αναμένεται να την αξιολογήσει και να τη διαδώσει. Γρήγορα, όμως, καθώς το «επίκαιρο» και το σημαντικό έχουν συντμηθεί. Αν η αμεσότητα της ανάρτησης συγκαταλέγεται στα πλεονεκτήματα της ψηφιακής ενημέρωσης, στερεί ταυτόχρονα τον απαιτούμενο χρόνο της ανασκόπησης, της σκέψης. Η ταχύτητα της διάδοσης είναι καθεαυτή στον αντίποδα της διαβούλευσης.

Κυριαρχεί η εντύπωση, την ευνοεί άλλωστε η δομή της επικοινωνίας στα ψηφιακά δίκτυα. Το συναίσθημα, οι πεποιθήσεις εξελίσσονται σε πολύ πιο επιδραστικά εργαλεία διάδοσης μιας «πληροφορίας» ή γνώμης από ό,τι η αναφορά σε δεδομένα και η αξιολόγηση αυτών. Εξάλλου, τα δεδομένα είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορεί κανείς να καταναλώσει και να επεξεργαστεί έλλογα. Η ίδια η αρχιτεκτονική της διαδικτυακής επικοινωνίας περιχαρακώνει τους «χρήστες» σε έναν «περιφραγμένο κήπο» περιεχομένου που έχει διαμορφωθεί επί τη βάσει των δικών τους προτιμήσεων. Εν τέλει εκτίθενται μόνο στην ηχώ των δικών τους «επιλογών».

Η ποιότητα του περιεχομένου δοκιμάζεται και από τον λεγόμενο «ασυλλόγιστο λόγο» (careless speech). Συγγραφείς όπως η Σάντρα Γουάκτερ αναδεικνύουν τον κίνδυνο της ομογενοποίησης της γνώσης και της «αλήθειας» που ενέχουν οι «απαντήσεις» που παράγουν τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, όπως το ChatGPT. Απαντήσεις που είναι ή φαίνονται εύλογες, χρήσιμες και σίγουρες, αλλά – συχνά – περιέχουν πραγματικές ανακρίβειες, παραπλανητικές αναφορές και μεροληπτικές πληροφορίες.

Υπάρχει ένα νομικό καθήκον για αλήθεια; Αναμφίβολα, ναι. Για πολλούς λόγους: προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των άλλων, προστασία των θεσμών και της δημοκρατίας. Υπάρχει δικαίωμα στο ψέμα;

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σημειώνει ότι «θα ήταν ιδιαίτερα παράλογο να περιοριστεί η ελευθερία της έκφρασης μόνο σε γενικά αποδεκτές ιδέες»: (αυτή) επεκτείνεται και σε ειδήσεις για τις οποίες αμφισβητείται σοβαρά η γνησιότητά τους, θεωρώντας ωστόσο ότι οι δημοσιογράφοι έχουν καθήκον να μεταδίδουν ακριβείς πληροφορίες που αξίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού. Μα στην ψηφιακή εποχή είμαστε όλοι πομποί και δέκτες περιεχομένου.

Μπορεί κανείς να ελέγξει το ψέμα; Οι παραδοσιακές μορφές ελέγχου είναι λειτουργικά ακατάλληλες: η δικαστική ή κάποια ρυθμιστική αρχή μπορεί να επέμβει εκ των υστέρων και μόνο με μεγάλη καθυστέρηση, αφού έχουν παγιωθεί το ψεύδος, η προσβολή, η πεποίθηση που βασίστηκε σε ψευδή δεδομένα. Πρέπει κανείς να ελέγξει το «ψέμα» ή να αφήσει τις ακριβείς ειδήσεις να επικρατήσουν των εσφαλμένων στην ελεύθερη «αγορά των ιδεών»;

Το Υπουργείο Αλήθειας του Οργουελ δεν είναι αποδεκτό. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αναγνωρίζει τον ρόλο αλλά και την ευθύνη των πλατφορμών και των δικτύων ως προς την αντιμετώπιση των συστημικών κινδύνων (διάδοση παράνομου περιεχομένου, αρνητικές επιπτώσεις στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αρνητικές επιπτώσεις στον πολιτικό διάλογο και τις εκλογικές διαδικασίες, στη δημόσια ασφάλεια, στους ανηλίκους κ.ά.). Η απόδοση λειτουργιών ρυθμιστή και ελεγκτή – μεταξύ άλλων, της παραπληροφόρησης – του ψηφιακού κόσμου στους «πληροφοριακούς θεματοφύλακες» επικρίθηκε γιατί ενείχε και τον κίνδυνο της «ιδιωτικής λογοκρισίας».

Και ύστερα ήλθε η αναγγελία ότι – χάριν της ελευθερίας του λόγου! – πολλές αμερικανικές πλατφόρμες θα περιορίσουν το λεγόμενο fact-checking που αποσκοπεί στον εντοπισμό και τον περιορισμό της παραπληροφόρησης. Οπως και να είχε, οι μηχανισμοί αυτοί είναι «μια κάποια λύσις», καθώς ένας από τους μείζονες κινδύνους για τους θεσμούς και τη δημοκρατία είναι να μην ξέρεις πια τι να πιστέψεις…

Η κυρία Λίλιαν Μήτρου είναι καθηγήτρια του Τμήματος Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Οι επωφελείς αυταπάτες που διέπουν τον κόσμο

Της Κρυσταλλής Γλυνιαδάκη

«Αν αφαιρέσεις από έναν μέσο άνθρωπο το ζωτικό του ψεύδος, του αφαιρείς ταυτόχρονα και την ευτυχία του». Η φράση ανήκει στον Ερρίκο Ιψεν που, το 1884, εξόριστος 20 χρόνια ήδη από τη γενέθλια Νορβηγία, γράφει στη Ρώμη την Αγριόπαπια, ένα σπαρακτικό θεατρικό έργο για τις επωφελείς αυταπάτες και την αλαζονεία της ηθικολογίας.

Η δράση, εν ολίγοις, έχει ως εξής: ο φωτογράφος Γιάλμαρ Eκνταλ συναντάει μετά από χρόνια τον φίλο των νεανικών του χρόνων Γκρέγκερς Βέρλε σε ένα δείπνο που παραθέτει ο πατέρας του δεύτερου με αφορμή την επιστροφή του ασώτου υιού στο σπίτι. Για λόγους που δεν χρειάζονται να αναφερθούν εδώ, ο νεαρός Βέρλε, ιδεαλιστής της ειλικρίνειας, αποφασίζει να αποκαλύψει στον φίλο του Γιάλμαρ όλα τα ψέματα στα οποία έχει χτιστεί η οικογενειακή ευτυχία του δεύτερου – μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι κυρία Eκνταλ είναι πρώην ερωμένη του πατέρα Βέρλε κι ότι η κόρη του Γιάλμαρ, συνεπώς, είναι ετεροθαλής αδερφή του φίλου του.

Η αποκάλυψη αυτή οδηγεί στην πλήρη κατάρρευση του κόσμου του Γιάλμαρ Eκνταλ. Ο τρυφερός πατέρας αποστρέφεται την κόρη του κι αρνείται να έχει οποιαδήποτε επαφή μαζί της. Το ευαίσθητο έφηβο κορίτσι, ήδη αποκομμένο με το ζόρι από τον κόσμο λόγω μιας εκφυλιστικής ασθένειας που την οδηγεί στην τύφλωση (και την οποία, μαθαίνουμε, έχει κληρονομήσει από τον βιολογικό της πατέρα), νιώθει τέτοια συντριβή από την πατρική απόρριψη που αυτοκτονεί πριν ο πατέρας της προλάβει να αλλάξει γνώμη. Και να η ρήση του Iψεν: η κατάρρευση του ψεύδους ισοδυναμεί με κατάρρευση του ανδρός.

Η ιδέα της αυταπάτης που συγκρατεί τον κόσμο όρθιο δεν είναι σε καμία περίπτωση πρωτοτυπία του Iψεν. Τι θα ήταν ο Δον Κιχώτης χωρίς το ζωτικό του ψεύδος; Ούτε, φυσικά, εξαντλείται στη λογοτεχνία: τρανταχτό παράδειγμα ο τωρινός πρόεδρος των ΗΠΑ που, ψευδόμενος σωρηδόν, δημιουργεί μια εναλλακτική πραγματικότητα η οποία λειτουργεί, αν μη τι άλλο, υπέρ του. [Παρεμπιπτόντως, ας εξηγήσω και κάτι: όσοι χαρακτηρίζουν τον Τραμπ «ηλίθιο», ίσως ξεχνούν πως ηλίθιος είναι ο άνθρωπος που, ενώ προξενεί ζημία στους άλλους, δεν αποκομίζει οφέλη για τον εαυτό του (tricher au jeu sans gagner est d’un sot, έγραφε ο Βολταίρος στο Εγκώμιο Υποκρισίας).

Εκ του αποτελέσματος, τα εξωφρενικά ψεύδη του Ντόναλντ Τραμπ αποδεικνύονται ωφέλιμα για την αυτοεικόνα του ως «μετρ της συμφωνίας». Γι’ αυτό ακριβώς δεν ταυτίζεται η ογκώδης του άγνοια με έλλειψη εξυπνάδας.]

Πέραν αυτών των παραδειγμάτων, όμως, δεν μπορώ να φανταστώ εγώ, μία άθεη, μεγαλύτερο ζωτικό ψεύδος από τη συνθήκη της ύπαρξης του Θεού – έτσι όπως τον διδάσκει η Εκκλησία, τουλάχιστον, αόρατο και άυλο, άφατο και υπερβατικό – τη στιγμή που τον ενσαρκώνει στο πρόσωπο του Ιησού και, ακόμα πιο τραβηγμένα, τον ταυτίζει με τον καθόλα σωματοποιημένο, ανθρωπόμορφο, ζευγαρωμένο και μη μοναδικό Γιαχβέ της εβραϊκής βίβλου [δείτε την εξαιρετική μελέτη της καθηγήτριας Αρχαίων Θρησκειών, Φραντσέσκας Σταυρακοπούλου, στις εκδόσεις Αλεξάνδρεια].

Δηλαδή ο χριστιανικός Θεός όχι μόνο δεν καταφέρνει να συγκεράσει την τριαδική του υπόσταση και τις αντιφατικές ιδιότητες του πανάγαθου, παντεπόπτη και παντοδύναμου όντος που διαμορφώθηκαν μέσα από τις ερμηνείες της Αγίας Γραφής, αλλά ουδεμία απολύτως σχέση έχει και με τον αρχαίο θεό της Βίβλου. Αυτός ο Θεός, ο Θεός της εκκλησίας, θείος εμένα δεν μου φαίνεται.

Κι όμως· βλέπουμε συνεχώς γύρω μας πώς η πίστη μπορεί να παρηγορήσει τους ανθρώπους μπροστά στο τρομερό αναπόφευκτο του θανάτου· πώς μπορεί να δώσει νόημα στην τυχαιότητα της ζωής. Οι θρησκείες – ακόμα κι όταν φλερτάρουν με την ενόρμηση του θανάτου – δημιουργήθηκαν και διατηρούνται επειδή μας βοηθούν να αντεπεξέλθουμε δημιουργικά απέναντι σε πραγματικότητες ανεξήγητες· αυτό τον σκοπό επιτελεί η πίστη ακόμα, τη χρυσή εποχή της επιστήμης. Εξ ου και η κατεξοχήν συνθήκη του ζωτικού ψεύδους. Και ποια είμαι εν τέλει εγώ για να τραβήξω, ως αλαζών Γκρέγκερς Βέρλε, από τα μάτια το πέπλο που νοηματοδοτεί τη ζωή του κάθε Γιάλμαρ Eκνταλ;

Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.