Η τελειοποίηση της μυστικής ψηφοφορίας

Της Τζούντιθ Μπρετ

H διεξαγωγή της μυστικής ψηφοφορίας με τον οικείο σε εμάς τρόπο χρονολογείται από την Αυστραλία του 19ου αιώνα, εξ ου και στα αγγλικά ήταν γνωστή και ως «Australian ballot». Το απόσπασμα που ακολουθεί, από το βιβλίο της Τζούντιθ Μπρετ «From Secret Ballot to Democracy Sausage: How Australia Got Compulsory Voting» (εκδ. Text Publishing), περιγράφει την πρώτη της εφαρμογή στις εκλογές της Βικτόρια το 1856.

Η Βικτόρια ήταν η πρώτη αυστραλιανή αποικία που καθιέρωσε τη μυστική ψηφοφορία. Το νέο σύνταγμα που θέσπιζε υπεύθυνη κοινοβουλευτική διακυβέρνηση έφτασε τον Οκτώβριο του 1855 και επέτρεψε στο Νομοθετικό Συμβούλιο να ορίσει κανόνες για τις επερχόμενες εκλογές. Ο Γουίλιαμ Χέινς, κύριος γραμματέας της αποικίας, προώθησε έναν νόμο που αποδεχόταν την υφιστάμενη βρετανική πρακτική της ανοικτής ψηφοφορίας, άλλοι όμως ήθελαν μυστική ψηφοφορία. Ο σύμβουλος Γουίλιαμ Νίκολσον, επιτυχημένος παντοπώλης και πρώην δήμαρχος της Μελβούρνης, υπέβαλε αίτημα να διεξαχθούν οι εκλογές με μυστική ψηφοφορία. Υποστήριξε ότι έτσι θα αποτρεπόταν ο εκφοβισμός των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα από την κυβέρνηση η οποία ήταν ο μεγάλος εργοδότης, και θα σταματούσε την πρακτική των «κερασμάτων» με αλκοόλ αποκαθιστώντας την τάξη στις εκλογές. Κανείς δεν θα δελέαζε τους ψηφοφόρους με ποτά, επεσήμαινε, αν δεν μπορούσε να ελέγξει κατά πόσο θα τηρούσαν εκείνοι τη δική τους πλευρά της συμφωνίας. Λιγότερο αλκοόλ θα σήμαινε μικρότερη πιθανότητα επεισοδίων. Η πρότασή του πέρασε παρά την αντίθεση της κυβέρνησης και ο Χέινς παραιτήθηκε. Η κυβέρνησή του ανέλαβε και πάλι την εξουσία πριν από τις εκλογές, αρνήθηκε όμως να εφαρμόσει τη βούληση του κοινοβουλίου για τη συμπερίληψη της μυστικής ψηφοφορίας στον εκλογικό νόμο. Κανείς δεν είχε ιδέα για το πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί η μυστική ψηφοφορία, άρα χρειαζόταν να υποβληθεί μια μελετημένη πρόταση που θα μπορούσε εν συνεχεία να καταστεί νόμος. Ενα άλλο μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, ο Χένρι Τσάπμαν, προσφέρθηκε γι’ αυτό και η προσφορά του έγινε δεκτή με ευγνωμοσύνη.

Η μυστική ψηφοφορία υπήρχε ήδη στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ελβετία και πολλές αμερικανικές πολιτείες, η μέθοδος όμως διέφερε. Οι ψηφοφόροι έφερναν δικά τους ψηφοδέλτια και τα έβαζαν στην κάλπη η οποία είχε αντικαταστήσει τους εκλογικούς τόμους στους οποίους καταγραφόταν δημόσια η ψήφος. Δεν κατονόμαζαν την επιλογή τους ούτε και υπέγραφαν το ψηφοδέλτιο, αν όμως αυτά τους τα παρείχαν οι υποψήφιοι των οποίων και τα διακριτικά έφεραν, τότε η προτίμησή τους ήταν πασιφανής. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα κόμματα έδιναν στους ψηφοφόρους έτοιμες εκλογικές κάρτες με συγκεκριμένο χρώμα. Το μόνο που έκανε ο ψηφοφόρος ήταν να τις ρίξει στην κάλπη.

Η καινοτομία του Τσάπμαν δεν ήταν η μυστικότητα αλλά ο τρόπος με τον οποίο διασφαλιζόταν: το ψηφοδέλτιο παρεχόταν από την κυβέρνηση. Παραδοσιακά, οι κυβερνήσεις προκήρυσσαν τις εκλογές, δεν αναμειγνύονταν όμως στη διεξαγωγή τους. Το ζήτημα των ψηφοδελτίων κανονιζόταν από τους υποψηφίους και τις επιτροπές ή τα κόμματά τους. […] Η πρόταση του Τσάπμαν ήταν η εξής: ο ψηφοφόρος θα παραλάμβανε το ψηφοδέλτιο από τον κλητήρα του εκλογικού τμήματος που θα το οπισθογραφούσε και θα διέγραφε το όνομά του από τον κατάλογο προκειμένου να αποτραπούν λαθροχειρίες. Ο ψηφοφόρος θα περνούσε σε ένα εσωτερικό δωμάτιο όπου θα ψήφιζε μόνος του με πένα, μελάνι και στυπόχαρτο που θα του δίνονταν. Θα επέστρεφε στον κλητήρα και θα έριχνε διπλωμένο το ψηφοδέλτιό του στην κάλπη.

[…]

Τελικά, με μεγάλη απροθυμία η κυβέρνηση υιοθέτησε το σύστημα για τις εκλογές του πρώτου κοινοβουλίου της Βικτόρια το 1856. Λεπτομερή πλάνα των εκλογικών τμημάτων δόθηκαν στους εκλογικούς αξιωματούχους, όπως επίσης και πένες, μελάνι, στυπόχαρτο, κάλπες και σανίδες για να κατασκευαστούν τα παραβάν. […] Η επινόηση των παραβάν, γράφει ο Τζον Χιρστ, ήταν τόσο κομβική για την επιτυχία του συστήματος όσο και τα ψηφοδέλτια. Αυτά τα πρακτικά μέτρα ήταν που κατέστησαν τη μυστική ψηφοφορία λειτουργική πραγματικότητα. Λέγεται συχνά ότι η Αυστραλία επινόησε τη μυστική ψηφοφορία. Αυτό δεν είναι εντελώς ακριβές, καθώς μυστικές ψηφοφορίες διεξάγονταν ήδη και αλλού. Η καινοτομία της Αυστραλίας ήταν ο νέος, αποτελεσματικότερος τρόπος διεξαγωγής της. Κατά την πρώτη εφαρμογή όλα πήγαν στην εντέλεια. Την ημέρα των εκλογών επικράτησε περισσότερη ησυχία και περισσότερη τάξη από ό,τι στο παρελθόν με λιγότερα πλήθη και λιγότερα «κεράσματα». […] Το μόνο δημόσιο εκλογικό γεγονός ήταν η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, όπου μεγάλα πλήθη συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία των εφημερίδων για να παρακολουθήσουν την ενημέρωση των αριθμητικών πινάκων  τραγουδώντας, επευφημώντας και γιουχαΐζοντας.

Η κυρία Τζούντιθ Μπρετ είναι ομότιμη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο ΛαΤρόουμπ της Μελβούρνης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.