Η δημόσια συζήτηση για τον τρόπο διαχείρισης των αδικιών και των ακροτήτων του παρελθόντος, στο πλαίσιο της ανάγκης προστασίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διευρύνεται στον σύγχρονο κόσμο. Η Ιστορία έχει εξελιχθεί σε κρίσιμο πεδίο πολιτικών αγώνων με ανταγωνιστικές και αποκλίνουσες ερμηνείες που η καθεμιά τους μάχεται για δημόσια αναγνώριση.
Η δικαιοσύνη μπορεί να αποδοθεί εκτός από ατομικό και συλλογικό και σε δομικό επίπεδο. Σε ατομικό επίπεδο η απονομή δικαιοσύνης έχει θεραπευτική επίδραση τόσο στα θύματα όσο και στους θύτες, ανακουφίζοντας τους πρώτους από το τραύμα με την παροχή κάποιου προγράμματος αποκατάστασης και παρέχοντας στους δεύτερους ευκαιρία για ένα είδος εξιλέωσης ή πολιτικής εξόφλησης μέσω της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον τους.
Σε συλλογικό επίπεδο η αποδοχή της έννοιας της θυματοποίησης και η συλλογική αντιμετώπισή της φαίνονται απαραίτητες και σκόπιμες πρακτικές. Η επεξεργασία και η διαχείριση των αιτίων και των επιπτώσεων της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να γίνουν με προγράμματα όπου τα θύματα και οι θύτες συνδιαλέγονται, συμπαραθέτοντας κριτικά τις αφηγήσεις τους.
Σε δομικό επίπεδο αντιλαμβανόμαστε ότι η ιστορική δικαιοσύνη περιλαμβάνει τη δικαστική διερεύνηση μαζικών εγκλημάτων και την τιμωρία των θυτών. Η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν λειτουργεί μόνο αυτοδικαιωτικά και απενοχοποιητικά για τον θύτη, αλλά αντισταθμιστικά και για το θύμα, αφού βασίζεται στη δημόσια παραδοχή και στη μεταμέλεια του θύτη.
Ωστόσο, στην εποχή της μετανεωτερικότητας που διανύουμε, διαπιστώνουμε ότι διαμορφώνεται μια νέα διεθνής κουλτούρα επίλυσης συγκρούσεων. Oι «κυματισμοί» – συνέπειες συγκρούσεων σε τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο – απαιτούν και εναλλακτικές απόπειρες επίλυσης αντιπαραθέσεων που μπορούν εν δυνάμει να αποτελέσουν το «φαινόμενο της πεταλούδας», δηλαδή έναν εξωστρεφή κυματισμό, μια θετική κλιμάκωση στις διαδικασίες που οι κοινωνίες διαχειρίζονται τις συγκρούσεις τους. Στο ζήτημα της διευθέτησης συγκρούσεων μέσα από το πρίσμα της καταλλαγής της οργής και της δυνατότητας αποφόρτισης των παθών επιβάλλεται η συζήτηση με την αντιμαχόμενη πλευρά.
Η «επανορθωτική» δικαιοσύνη περιλαμβάνει διαδικασίες οι οποίες χρησιμοποιούνται ή θα πρέπει να χρησιμοποιούνται περισσότερο ένθερμα σχετικά με τη διαχείριση του επίμαχου και τραυματικού παρελθόντος και τη θεραπεία / επούλωση των ιστορικών τραυμάτων. Λειτουργούν θετικά προς αυτή την κατεύθυνση οι δικαστικοί αγώνες με την αρωγή της «δικανικής αρχιτεκτονικής» που αξιοποιεί τη σύγχρονη τεχνολογία προκειμένου να ανασυνθέσει τη χωρο-χρονική αλληλουχία των γεγονότων και να αναδείξει το τι πραγματικά συνέβη κατά την τέλεση ενός εγκλήματος, οι δημόσιες απολογίες, καθώς και η καταβολή αποζημιώσεων / επανορθώσεων.
Μεταξύ των προγραμμάτων μεταβατικής δικαιοσύνης που εφαρμόστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν εμβληματική θέση κατέχουν εκείνα που υλοποιήθηκαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Αργεντινή και η Χιλή, καθώς και στη Νότια Αφρική. Σε μια προσπάθεια αναμέτρησης με το πρόσφατο αυταρχικό παρελθόν τους, με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, συγκροτήθηκαν Επιτροπές Αλήθειας και Συμφιλίωσης. Η «ιστορική αλήθεια» έχει μετασχηματιστεί σε προσωπική, κοινωνική, θεραπευτική αλήθεια. Πρόκειται για συνθήκη που δεν λειτουργεί αυτοδικαιωτικά και απενοχοποιητικά για τον θύτη αλλά αντισταθμιστικά για το θύμα, αφού βασίζεται στη δημόσια παραδοχή του θύτη.
Αξονες οι οποίοι διέπουν τη δράση των Επιτροπών που προαναφέρθηκαν είναι – εκτός από την ποινική δίωξη των θυτών – η διεκδίκηση υλικών αποζημιώσεων, η συγκέντρωση μαρτυριών, η έρευνα και η αναζήτηση πληροφοριών σχετικών με την τύχη των αγνοουμένων, η κοινωνική και νομική βοήθεια στις οικογένειες των θυμάτων, τα εκπαιδευτικά προγράμματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημιουργία Αρχείων και Ντοκουμέντων, η μελέτη της στρατιωτικής δικαιοσύνης, των ποινικών διαδικασιών και της ποινικής δικαιοσύνης, η δημιουργία μνημείων και μνημονικών τόπων ως ηθική και συμβολική δικαίωση των θυμάτων μέσω της ιστορικής τους αναγνώρισης. Σε πολλές περιπτώσεις η μετάβαση στη δημοκρατία εμπεριείχε και την παροχή αμνηστίας η οποία αποσκοπούσε στη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας και κοινωνικής σταθερότητας με απώτερο σκοπό τη δημιουργία προϋποθέσεων για επιπλέον ενέργειες, όπως οι εκταφές των σορών των εξαφανισμένων.
Είναι κοινή η διαπίστωση ότι η ποινικοποίηση και η τιμωρία ως μέσο άμβλυνσης των ιστορικών αδικιών έχει γενικώς αποτύχει. Σε κοινωνίες οι οποίες μεταβαίνουν προς τη δημοκρατία ή την επούλωση των εμφύλιων διενέξεων, οι προσπάθειες στοχεύουν πλέον σε μια μορφή απονομής «επανορθωτικής» δικαιοσύνης που να είναι ταυτόχρονα και πολιτικά εφικτή.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ασφαλώς η χρονική συγκυρία. Ωστόσο, παρόλο που πράγματι όσο περνάει ο καιρός στενεύουν τα περιθώρια διεκδίκησης, σε πολλές χώρες οι πολίτες – ακόμη και μετά από χρόνια – επαναδιαπραγματεύονται τις πολιτικές και τους όρους απονομής μεταβατικής δικαιοσύνης.
Η κυρία Ζέτα Παπανδρέου είναι διδάκτωρ Διδακτικής της Ιστορίας, μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.