1947. Εμφύλιος. Ο Ζακ Λακαριέρ, μετέπειτα μεταφραστής του Σεφέρη και του Ελύτη, κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Είναι φοιτητής στη Σορβόννη και έρχεται με τη θεατρική ομάδα της σχολής του να ανεβάσουν παράσταση αρχαίου δράματος στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο.
Η Αθήνα δεν του ασκεί καμία γοητεία. Από μικρός φαντασιώνεται τις Μυκήνες, αλλά τελικά επιδιώκει να πάει στους Δελφούς. Η περιοχή έχει καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ, όλοι τον προειδοποιούν ότι δεν μπορεί να πλησιάσει. Ενας οδηγός δέχεται να τον μεταφέρει κρεμώντας δυο γαλλικές σημαίες στα παράθυρα.
Το τοπίο είναι άγριο, επικρατεί απόλυτη σιωπή. Κάθεται στο έρημο αρχαίο θέατρο μέχρι που τον βρίσκει η νύχτα. Δεν συναντά ψυχή.
Εννιά χρόνια αργότερα, καλοκαίρι 1956, επιστρέφει στην Ελλάδα. Προσεγγίζει την Κέρκυρα με ένα καΐκι από την Ιταλία, τη στιγμή που δεν υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση με τα νησιά του Ιονίου – συνέπεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Ιταλικής Κατοχής. Μην έχοντας πάνω του παρά ελάχιστα χρήματα, γυρνάει την Ελλάδα με ωτοστόπ.
Είναι η εποχή που ο ΕΟΤ βγάζει τις πρώτες διαφημιστικές αφίσες, διά χειρός Τσαρούχη, με ομάδα-στόχο ευρωπαίους τουρίστες. Εκτοτε ο Λακαριέρ θα επισκεφτεί πολλές φορές την Ελλάδα και θα διατρέξει την επικράτειά της, αλλά κυρίως τα νησιά της. Το 1965 θα εκδώσει το χρονογράφημα αυτών των ταξιδιών με τον τίτλο Το ελληνικό καλοκαίρι (εκδ. Χατζηνικολή).
Στην πραγματικότητα το «ελληνικό καλοκαίρι» είναι μια ιδέα ευρωπαϊκή που ανέπτυξαν και νοηματοδότησαν ευρωπαίοι φιλέλληνες στηριζόμενοι πάνω στο δικό τους πρωτοτουριστικό βίωμα και εμπνεόμενοι από την εικονοποιία και την αιγαιοπελαγίτικη μυθολογία της Γενιάς του ’30. Χωρίς να διαφέρει ουσιαστικά από το «μεσογειακό καλοκαίρι», το ελληνικό καλοκαίρι συγκεντρώνει μια σειρά από ιδεοτυπικά χαρακτηριστικά: τον ήλιο, το πέλαγος, τη μεσογειακή γη, αλλά και τον έρωτα, τη φιλία, τη φιλοξενία.
Υπό αυτή την έννοια, είναι πρωτίστως μια φαντασιακή γεωγραφία που έχουν εποικίσει κατά σειρά ο Γ. Θεοτοκάς (1931 – Σάμος), ο Ν. Κάλας (1932 – Σαντορίνη), ο Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας (1938 – Υδρα), ο Γ. Σεφέρης (1983 – Σαντορίνη∙ 1966 – Αίγινα), ο Οδ. Ελύτης (1938 – Σαντορίνη), ο Ν. Γκάτσος (1943 – Αμοργός), ο Π. Λ. Φέρμορ (1958 – Μάνη), ο Λ. Κοέν (1960 – Υδρα), η Α. Ζέη (1963 – Σάμος), ο Τζ. Φόουλς (1965 – Σπέτσες), η Ζ. Σαρή (1969 – Αίγινα) και στη συνέχεια κατέκτησαν ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ανάγοντας τον θερινό βίο σε ένα ισχυρό συλλογικό βίωμα.
Ως χωροχρόνος, το ελληνικό καλοκαίρι εξέφρασε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης: τη ραστώνη, την ξενοιασιά, τη διαρκή πρόοδο, την ελληνική πολυσθένεια, επιτρέποντας την κοινωνική ειρήνη και την επούλωση των τραυμάτων του παρελθόντος. Η επαναληπτικότητα του μοτίβου – μπάνιο το πρωί, πλατεία το βράδυ -, τα μικρά παραθεριστικά σπίτια, φτιαγμένα πρόχειρα στα οποία χωρούσαν οι οικογένειες και οι φίλοι τους, συγκροτήματα θερινών κατοικιών με γειτνιάζοντα μπαλκόνια που έδιναν την αίσθηση ότι ο ένας ζούσε στο σπίτι του άλλου, η μουσική και η γιορτή στα πανηγύρια και στις «ελληνικές βραδιές», το υπαίθριο παιχνίδι των παιδιών, συνέθεταν το κάδρο μιας φτηνής πολυτέλειας που περιστρεφόταν γύρω από την ευδαιμονία όλης της οικογένειας και επεφύλασσε ξεχωριστή θέση στην ευημερία των παιδιών και τη συντροφιά των ηλικιωμένων.
Ως χωροχρόνος, το ελληνικό καλοκαίρι εξέφρασε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης: τη ραστώνη, την ξενοιασιά, τη διαρκή πρόοδο, την ελληνική πολυσθένεια, επιτρέποντας την κοινωνική ειρήνη και την επούλωση των τραυμάτων του παρελθόντος.
«Το καλοκαίρι θα πιάσουμε ένα σπίτι, ξαναγυρνώντας στο απότομα ατέλειωτο ρεφρέν» τραγουδάει ο Σαββόπουλος από το 1978, δείχνοντας πως το καλοκαίρι είναι πάνω από όλα υπόσχεση και προσδοκία. Οπως όμως κάθε προσδοκία εμπεριέχει εκ προοιμίου και την εγγενή της διάψευση. Στη στροφή της χιλιετηρίδας, η διάρκεια του καλοκαιριού μικραίνει και ο χωροχρόνος γίνεται εμπόρευμα. Η ψάθα δίνει τη θέση της στην ξαπλώστρα και τα λαϊφστάιλ περιοδικά παίρνουν τη σκυτάλη της εικονολογικής πλαισίωσης του βιώματος. Η ξερολιθιά και ο βράχος αντικαθίστανται από την αστακομακαρονάδα και το μπιτς μπαρ. Για να ζήσεις λίγο καλοκαίρι, πρέπει να το αγοράσεις.
Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, οι διαψεύσεις πληθαίνουν. 2000, Σάμινα. 2007, Πελοπόννησος. 2008, κρίση. 2018, Μάτι. Η συνθήκη της κοινωνικής ειρήνης διαταράσσεται καθώς το εγχώριο βίωμα απέχει πολύ από το εμπορεύσιμο προϊόν που προορίζεται να καταναλωθεί από εύπορους τουρίστες από το εξωτερικό.
Χωρίς να εξαφανίζεται εντελώς, το καλοκαίρι των ντόπιων, του παραθερισμού και των παιδιών, περνάει σε δεύτερη μοίρα. Ακριβά ριζόρτ, βίλες βραχυχρόνιας μίσθωσης, μπουτίκ ξενοδοχεία με αυστηρή πολιτική απαγόρευσης παιδιών, πλωτές στερεοφωνικές εξέδρες που σερβίρουν σούσι, μεταφέρουν τον διαρκώς επιταχυνόμενο αστικό τρόπο ζωής στο παραθαλάσσιο τοπίο. Τα προγνωστικά για το μέλλον του ελληνικού καλοκαιριού είναι αντικρουόμενα. Οσο το τουριστικό προϊόν ανεβαίνει τόσο βελτιώνεται η οικονομία της χώρας. Οσο όμως κερδίζει σε εμπορική αξία τόσο χάνει σε προσβασιμότητα. Και η ραθυμία κινδυνεύει να γίνει ακριβή πολυτέλεια.
Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, διδάσκουσα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.